Κεφάλαιο 9


«Τι φωνάζει;»
«Δεν καταλαβαίνω λέξη».
«Νομίζω πως διαμαρτύρεται».
«Όλοι αυτό κάνουν».
«Νομίζω πως διαμαρτύρεται για τον υπάλληλο» είπε ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος εστίασε την ακοή του προς τα κάτω.
«Ναι» είπε μετά από λίγο, «τον βρίζει…»
Αυτή τη φορά, ο κ. Διαμαντόπουλος είχε φωνάξει ακόμα λιγότερο απ’ ότι προηγουμένως. Είχε πει δυο τρεις φράσεις καθώς το ντουλάπι είχε πάρει πάλι φωτιά και μετά είχε αράξει στην θέση του, αφήνοντας τους άλλους να συνεχίσουν μόνοι τους.
Ο κ. Βασιλείου προσπαθούσε να ακούσει τον καινούργιο, που φώναζε με ένα διαρκή μονόλογο και σε ένα ξέφρενο ρυθμό. Τα λόγια του όμως έφταναν ως αυτούς τμηματικά.
«Δεν είναι ασυνήθιστη αντίδραση για τους καινούργιους» εξήγησε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Ακούγεται και κάτι άλλο…»
«Δηλαδή;»
«Φωνάζει πως τον έκλεψαν».
«Ποιοι;»
«Ο υπάλληλος... Φωνάζει πως τον έκλεψε ο υπάλληλος».
Ο κ. Διαμαντόπουλος έδωσε περισσότερη προσοχή στα λεγόμενα του καινούργιου αλλά τον είχαν τοποθετήσει πολύ χαμηλά και δυσκολευόταν να τον καταλάβει. Από τη μία τα βιογραφικά που έκλαιγαν, από την άλλη η απόσταση με το τελευταίο ράφι και η μπερδεμένη ομιλία του καινούργιου, αποτέλεσμα εκνευρισμού και ταραχής, δεν τον άφηναν να ακούσει μια ολοκληρωμένη πρόταση, πόσο μάλλον να βγάλει ένα νόημα. Έπιανε μόνο σποραδικές λέξεις και εκφράσεις, και για το μόνο που βεβαιώθηκε στο τέλος ήταν πως δεν είχε ξαναδεί τέτοια συμπεριφορά για καινούργιο.
«Όντως, φαίνεται να κατηγορεί τον υπάλληλο» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν ξέρω. Πολλοί τον κατηγορούν, αλλά όπως κατηγορούν και όλους τους άλλους. Δεν τον έχει κατηγορήσει όμως κανείς ξανά για κλοπή».
«Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;»
«Δεν έχω ιδέα, θα πρέπει να μας πει τι συνέβη για να βγάλουμε άκρη».
«Είναι αδύνατον, έτσι όπως φωνάζουν όλοι».
«Ναι, δεν το κλείνουν και λίγο…»
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε προς τα κάτω και με όσο πιο δυνατή φωνή μπορούσε, που ήταν πράγματι δυνατή, είπε:
«ΚΑΝΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΛΙΓΗ ΗΣΥΧΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ!»
Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία.
Γύρισε αγανακτισμένος προς τον κ. Βασιλείου.
«Δεν υπάρχει περίπτωση, μόνο όταν θα ηρεμήσουν από μόνοι τους θα μπορέσουμε να τον ακούσουμε» είπε. Και πρόσθεσε: «Το πιο πιθανό όμως είναι να λέει ανοησίες».
«Γιατί;»
«Γιατί οι περισσότεροι εδώ μέσα λένε ανοησίες».
«Κι αν λέει αλήθεια; Είπατε πως δεν έχετε ξαναδεί τέτοια συμπεριφορά…»
«Αυτό δεν σημαίνει πως λέει και την αλήθεια».
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε.
Αλλά όσο μπορούσε να ακούσει από την χειμαρρώδη λεκτική ροή του καινούργιου, όχι τόσο από τις λέξεις αλλά κυρίως από τον αυθόρμητο τρόπο που έβγαιναν, του φαινόντουσαν αυθεντικές, έστω κι αν δεν άκουγε μια ολοκληρωμένη πρόταση. Ο καινούργιος ήταν πολύ πειστικός, δεν έμοιαζε απλώς να κατηγορεί τον υπάλληλο με όποιον τρόπο μπορούσε.
«Φαίνεται να τα πιστεύει αυτά που λέει» είπε.
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Αν ο υπάλληλος έκλεβε, γιατί να κλέψει αυτόν; Και γιατί μόνο αυτόν;»
«Ίσως δεν έκλεψε μόνο αυτόν...»
«Αν είχε κλέψει κι άλλους θα διαμαρτυρόντουσαν εξίσου».
«Κι αν δεν το γνώριζαν;»
«Κι αυτός πως το γνωρίζει;»
«Δεν ξέρω…»
Ο κ. Διαμαντόπουλος έκανε άλλη μια προσπάθεια να βγάλει άκρη από τα όσα έλεγε ο καινούργιος.
«Δεν μπορώ να καταλάβω» είπε. «Κάτι λέει, αλλά μιλάει περισσότερο απ’ ότι μιλάνε όλοι οι άλλοι μαζί».
Ο κ. Βασιλείου σκέφτηκε πως αν ο καινούργιος έλεγε την αλήθεια και τον είχαν καταδικάσει, όχι εξαιτίας μια αξιοκρατικής διαδικασίας αλλά εξαιτίας ενός υπαλλήλου που απλά είχε την δυνατότητα να το κάνει, τότε είχε κάθε δίκιο να φωνάζει και να ωρύεται. Δεν μπορούσε βέβαια να ακούσει το πώς και το γιατί, ούτε και μπορούσε να το φανταστεί. Αλλά η πιθανότητα και μόνο ενός τέτοιου σεναρίου έδινε μια πιο εφιαλτική διάσταση στους τοίχους του ντουλαπιού, τους έκανε πιο στενούς.
«Μήπως άκουσε τον υπάλληλο να το αναφέρει όσο ήταν έξω;» είπε.
«Μπα, οι υπάλληλοι δεν μιλάνε και πολύ».
«Ίσως είδε κάτι».
«Όπως;»
«Ίσως τον είδε να του αφαιρεί σελίδες».
«Αυτό θα σήμαινε πως έκλεψε μόνο αυτόν, αλλιώς, αν είχε ξαναγίνει, θα τον είχαν καταλάβει κι άλλα βιογραφικά. Μου φαίνεται όμως ανόητο να ρισκάρει την θέση του ο υπάλληλος. Μάλλον έχει πανικοβληθεί ο καινούργιος και λέει ότι να ‘ναι».
«Δεν μοιάζει να συκοφαντεί...»
«Δεν βγάζει νόημα το να εξαπατήθηκε μόνο αυτός» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι για κάθε θέση εργασίας. Δεν βλέπω τον λόγο να κλέψει μόνο αυτόν».
«Ίσως δεν τον ήθελε στη Εταιρία…»
«Και θα ρισκάριζε να χάσει την θέση του για αυτόν; Οι υπάλληλοι δεν μιλούν καν μεταξύ τους. Καλημέρα και καληνύχτα λένε, τι θα του χρησίμευε να μην μπει στην Εταιρία;»
«Αν ήθελε να προωθήσει κάποιο άλλο βιογραφικό;»
«Θα έπρεπε να σακατεύει ένα σωρό. Τόσοι υποψήφιοι υπάρχουν. Αλλά θα μας το έλεγαν οι άλλοι αποτυχόντες».
«Ίσως δεν τους κλέβει όλους. Ίσως να κλέβει μόνο τους δυνατότερους υποψήφιους».
«Και πού είναι οι υπόλοιποι εξαπατημένοι;»
«Ίσως να είναι στα γραφεία των τμηματαρχών ακόμα».
«Έχουν έρθει πολλοί από τους υποψήφιους εδώ, για όλες τις θέσεις εργασίας, κάποιος θα διαμαρτυρόταν».
«Ίσως αυτοί που ήρθαν να μην είναι από τους εξαπατημένους».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κούνησε αρνητικά το βλέμμα.
«Δεν νομίζω. Αν ο υπάλληλος όντως έκλεβε, θα το έκανε με την προοπτική να απορριφθούν το συντομότερο δυνατόν, για να μην φτάσουν στις συνεντεύξεις. Αν έφταναν στις συνεντεύξεις ο Τμηματάρχης θα το καταλάβαινε. Θα είχε μπροστά του τον υποψήφιο και στα χέρια του θα κρατούσε το βιογραφικό του, θα συζητούσαν για τα προσόντα του, δεν μπορεί να μην πρόσεχε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει».
«Μήπως τότε τους κλέβει όσο χρειάζεται για να μην φτάσουν στις συνεντεύξεις;»
«Και πάλι, δεν εξηγείται που είναι οι υπόλοιποι εξαπατημένοι. Με αυτή την λογική θα είχαν έρθει ήδη εδώ και θα ξέραμε πως ο υπάλληλος τους κλέβει».
«Ίσως δεν το γνωρίζουν...»
«Και αυτός εκεί κάτω πως το έμαθε;»
«Δεν ξέρω...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος παράτησε την προσπάθεια να καταλάβει τις ασυναρτησίες του καινούργιου.
«Καλύτερα να τον ξεχάσουμε» είπε. «Ανοησίες λέει».
Αλλά ο κ. Βασιλείου επέμεινε να τον αφουγκράζεται.
«Αναφέρει συνεχώς μια διπλή εκτύπωση» είπε.
«Ναι, τον άκουσα».
«Πως μπορεί να γίνει μια διπλή εκτύπωση;»
«Μόνο αν ήρθε ηλεκτρονικά. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να τον εκτυπώσει ο υπάλληλος δύο φορές».
«Να τον έστειλαν ηλεκτρονικά;»
«Ίσως».
Ο κ. Βασιλείου προσπάθησε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να είχε κλαπεί ο καινούργιος, και μετά πώς να είχε καταλάβει την κλοπή, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μόνο που κατέληξε να πει ήταν:
«Αν ο υπάλληλος κλέβει, για οποιοδήποτε λόγο, ίσως κανείς μας δεν είναι όπως νομίζει».
«Και λοιπόν; Θα αλλάξει κάτι;»
«Δεν ξέρω...» Έκανε μια παύση και μετά είπε: «Δεν θα θέλατε όμως να ξέρετε αν αξίζει να βρίσκεστε εδώ;»
«Θα το έβρισκα ανώφελο».
«Ίσως όμως να μην κατηγορούσατε πια αυτόν που εκπροσωπείτε. Ίσως να είχε κάνει ακόμα περισσότερα πράγματα για εσάς και να μην το ξέρετε...»
«Εγώ δεν ήρθα ηλεκτρονικά» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Κι αν κλέβει και όσους δεν ήρθαν ηλεκτρονικά;»
«Πώς; Οποιαδήποτε αλλαγή και να έκανε θα γινόταν αντιληπτή. Αν σου αφαιρούσε εσένα μια σελίδα όσο ήσουν εκτυπωμένος, δεν θα τον έβλεπες;» είπε. Και πρόσθεσε: «Είναι μάλλον ο πανικός του καινούργιου που μιλάει, καλύτερα να μην βγάλουμε ακόμα συμπεράσματα».
Ο κ. Βασιλείου όμως δεν ησύχασε, δεν είχε την αδιαφορία του κ. Διαμαντόπουλου.
«Ακούσατε για ποια θέση εργασίας ήρθε;» είπε.
Ο κ. Διαμαντόπουλος είχε ακούσει αλλά το σκέφτηκε αν πρέπει να του πει ή όχι. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα θα τον άκουγαν τον καινούργιο, δεν είχε νόημα να το κρύψει.
«Ναι» είπε, «για το γραφείο Προσωπικού».
Ο κ. Βασιλείου κούνησε το βλέμμα καταφατικά. Δεν το έδειξε αλλά η απάντηση του κ. Διαμαντόπουλου τον είχε ταράξει.
 Μέσα στην φασαρία προσπάθησε να καταλάβει αν είχαν συναντηθεί με τον καινούργιο κάπου στα γραφεία αλλά η φωνή τού ήταν άγνωστη, δεν πρέπει να είχαν γνωριστεί. Είχαν όμως πολλά κοινά μεταξύ τους. Δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί πως, αν ο υπάλληλος έκλεβε τους υποψήφιους που είχαν έρθει ηλεκτρονικά για την θέση στο γραφείο προσωπικού τότε ίσως είχε κλέψει και αυτόν, που είχε έρθει ηλεκτρονικά και ζητούσε την ίδια θέση. Εξάλλου, κι αυτός δεν είχε φτάσει στις συνεντεύξεις.
Θυμήθηκε τη στιγμή που είχε φτάσει η σειρά του στην κορυφή του πακέτου των υποψηφίων πάνω στο γραφείο του Τμηματάρχη, κι αυτός τον είχε διαβάσει με μια ψυχρή ματιά πριν τον πετάξει στην άκρη του γραφείου του. Την ώρα που είχε εισέρθει η προϊσταμένη, ο Τμηματάρχης της μίλησε φλύαρα για τα υπόλοιπα θέματα εργασίας για τα οποία την είχε καλέσει, λέγοντας κάπου ενδιάμεσα ένα ‘αυτός δεν μας κάνει’, που ήταν και η μόνη φράση που βγήκε ποτέ από το στόμα του και αφορούσε αυτόν.
Μετά θυμήθηκε την αποχώρηση του, κρατημένος από το χέρι της προϊσταμένης και κάτω από τα ανήσυχα βλέμματα των όσων υποψηφίων έμοιαζαν με αυτόν –ήταν πάρα πολλοί, και είχαν ήδη φύγει αρκετοί. Τον κοιτούσαν παγωμένοι καθώς απομακρυνόταν, διαισθανόμενα και αυτοί την δική τους κατάληξη, αν και δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα για το ντουλάπι. Όπως την διαισθανόταν κι αυτός κάθε φορά που αποχωρούσε από την στοίβα κάποιος υποψήφιος με λιγοστά προσόντα, και με την συνοδεία των λέξεων ‘δεν μας κάνει’.
Σήμερα το μεσημέρι, ο δικός του χρόνος στα γραφεία είχε εξαντληθεί. Είχε φύγει αφήνοντας τους άλλους να παραμείνουν λίγο ακόμα στο φως και τον ανοικτό χώρο, καθώς ο Τμηματάρχης μετά την δική του ανάγνωση είχε στραφεί σε άλλες εργασίες, πιο επείγουσες ή πιο σημαντικές. Και τον είχαν φέρει εδώ, για να αντιμετωπίσει τέσσερα ράφια απελπισίας που γρήγορα την είχαν ρίξει όλη επάνω του, αλλά σε διαφορετική μορφή.
Και τελικά, ίσως η θέση του να μην ήταν καν σε αυτό το ντουλάπι. Αν ο καινούργιος είχε δίκιο, αν ο κ. Διαμαντόπουλος είχε δίκιο που έλεγε πως δεν υπήρχε λόγος να κλαπεί μόνο ένας, τότε ίσως υπήρχε πράγματι ένας κακόβουλος στόχος από την μεριά του υπαλλήλου. Ίσως να είχαν κλαπεί πολλοί, ίσως να είχε κλαπεί κι αυτός για να μην προχωρήσει στις συνεντεύξεις, ίσως να ήταν στην πραγματικότητα ένα πολύ καλύτερο βιογραφικό.
«Ακόμα κι είναι αλήθεια» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος που φάνηκε να κατάλαβε τις σκέψεις του, «δεν ξέρουμε αν είσαι και συ από τους εξαπατημένους».
«Αν όμως κλέβει, ίσως και να το έκανε...»
«Ακόμα κι αν ήσουν καλύτερος απ’ ότι είσαι τώρα, οι περισσότερες πιθανότητες θα ήταν να κατέληγες εδώ».
Ο κ. Βασιλείου δεν απάντησε και κοίταξε σκεπτικός προς την πόρτα.
Ίσως ο κ. Διαμαντόπουλος να είχε δίκιο. Εξάλλου, από όλα αυτά τα βιογραφικά που είχαν μαζευτεί στο γραφείο του Τμηματάρχη, μόνο ένας θα πήγαινε στο ντουλάπι των επιτυχημένων. Όλοι οι υπόλοιποι θα ερχόντουσαν εδώ, λίγοι λίγοι, μέχρι να στερέψει ο σωρός. Πόσες πιθανότητες είχε να ήταν αυτός ο τελικός διακριθέν;
Η σκέψη όμως πως υπήρχε έστω και μια μικρή πιθανότητα να ήταν διαφορετικός και να τον είχαν απορρίψει εξαιτίας άγνωστων λόγων, όχι αξιοκρατικών, τον έκανε να αισθάνεται ένα σφυροκόπημα κάπου ανάμεσα στις γραμμές του.
Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα, πέρα από την λογική σκέψη. Ήταν εκείνη η ελπίδα που στριφογυρνούσε διαρκώς μέσα του, και που βασιζόταν όχι στα δεδομένα αλλά στην αδυναμία ενός νέου φυλακισμένου να συμβιβαστεί με την καταδίκη του, και που χρειάζεται ένα στήριγμα για να κρατηθεί όρθιος. Και τέτοια ελπίδα δεν χρειαζόταν πολλά για να έρθει στην επιφάνεια, αρκούσε το ίχνος μιας πιθανής διεξόδου ώστε να ξεπροβάλει και να γραπωθεί επάνω της, και πολλές φορές ούτε αυτή, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν από τις ελπίδες που δημιουργούνται εξαιτίας μιας πιθανότητας. Ήταν η ελπίδα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα.
Αν κάποιος του είχε στερήσει με δόλο το ντουλάπι των επιτυχημένων, ή έστω να το διεκδικήσει βάσει των πραγματικών του δυνατοτήτων...
«...ίσως δεν έχουν τελειώσει όλα...» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Τι εννοείς;»
«Αν μας έκλεψαν, ίσως υπάρχει περίπτωση να μας εξετάσουν ξανά...»
«Κοίτα...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Πρέπει να αντιμετωπίσεις την αλήθεια αυτού του ντουλαπιού. Κανένας δεν ξαναβγήκε έξω. Ακόμα κι αν έχουν κλέψει κι εσένα, ακόμα κι αν ήσουν ο καλύτερος για την θέση στο γραφείο προσωπικού, δεν πρόκειται να επανεξεταστείς. Το περισσότερο που θα μπορούσες να καταφέρεις θα ήταν να το μάθεις, όχι να βγεις έξω. Και να βασανίζεις δηλαδή τον εαυτό σου πως άξιζες καλύτερη τύχη».
«Είστε μόνο δύο μήνες εδώ, ίσως παλιότερα να είχε βγει κάποιος...»
«Μπορείς να ρωτήσεις οποιονδήποτε, όταν ηρεμήσουν. Θα διαπιστώσεις πως είναι όπως σου λέω».
«Υπάρχουν πολλοί που δεν μπορούμε να ακούσουμε. Αυτοί που είχαν έρθει πρώτοι δεν μπορούν να μιλήσουν πια...»
«Θα το είχαν πει όταν μπορούσαν. Και τέτοια πράγματα δεν ξεχνιούνται, θα είχαν μεταφερθεί από τον έναν στον άλλον, θα το γνωρίζαμε».
«Αν όμως υπάρχει μια συστηματική απάτη, είναι κάτι που ούτε αυτό το μάθατε ποτέ».
«Και λοιπόν;»
«Θα υπάρχει λοιπόν κάτι το οποίο αγνοούσατε...»
«Αν είναι αλήθεια».
«Ναι, αν είναι αλήθεια... Αλλά όπως θα υπήρχε μια απάτη που δεν γνωρίζατε, έτσι θα μπορούσε να είχε βγει κάποιος και να μην το γνωρίζατε».
«Αυτό είναι διαφορετικό. Το να βγει κάποιος έξω είναι κάτι που σίγουρα θα το γνωρίζαμε».
Ο κ. Βασιλείου πήγε να μιλήσει, άλλαξε όμως γνώμη και δεν είπε τίποτα.
Είναι νωρίς για να δεχτεί την πραγματικότητα, σκέφτηκε ο κ. Διαμαντόπουλος. Θα ήταν όμως καλύτερα να μην έχει ψεύτικες ελπίδες, δεν μπορείς να ελπίζεις όταν η μόνη δυνατότητα που έχεις σε αυτόν τον κόσμο είναι να φωνάζεις ανώφελα. Τι κι αν άκουγαν τα όσα ισχυριζόταν ο καινούργιος όταν το ντουλάπι θα ηρεμούσε; Τι κι αν πράγματι τον είχαν κλέψει; Αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ο κ. Βασιλείου ήταν να μάθει αν υπάρχει γενικότερα μια απάτη για την θέση στο γραφείο προσωπικού, κάτι που χωρίς εξωτερική παρέμβαση μάλλον δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Όπως δεν θα μάθαιναν κι αν είχαν κλέψει και αυτόν. Ο κ. Βασιλείου θα έμενε για πάντα με την αμφιβολία.
Ο ίδιος δεν νοιαζόταν καθόλου για τυχόν απάτη. Ήταν γεγονός πως είχε συνθηκολογήσει από καιρό με το παρόν και το μέλλον του, βρίσκοντας καταφύγιο στις φωνές για να περνά η ώρα και στο να καταριέται τον αληθινό του υπεύθυνο, τον εκπρόσωπο του. Πολλές φορές λογομαχούσε με τους κοντινούς του, όπως έκανε και προηγουμένως με αυτόν τον εκνευριστικό Γάτμαν, ενώ άλλες καθόταν σιωπηλός και προσπαθούσε απλώς να μαντέψει τι μέρα και ώρα ήταν. Πράγμα δύσκολο αν δεν ρωτούσε κάποιον νεοεισερθέν γιατί ήταν όλες οι ώρες ήταν ίδιες, και γιατί τους είχε βαρεθεί όλους τόσο πολύ που συνήθως δεν αντάλλαζε κουβέντες μαζί τους, εκτός φυσικά κι αν επρόκειτο για καυγά, ή για παρότρυνση να κάνουν φασαρία.
Ή όπως στην περίπτωση του κ. Βασιλείου, που τον είχε υπερασπίσει όχι γιατί τον έβλεπε που καθόταν σαν χαμένος ή γιατί είχε δίκιο – τον άφηνε αδιάφορο - αλλά γιατί είχε αρπαχτεί από την συμπεριφορά του Γάτμαν. Και μετά, τι εκτόνωση, που του είχαν δώσει την ευκαιρία όλοι οι υπόλοιποι να τα βάλει και μαζί τους.
Ευτυχώς πάντως που ο κ. Βασιλείου φαινόταν συνεσταλμένος και έδειχνε μια αξιοπρέπεια –για πόσο ακόμα;- γιατί έτσι που είχαν πέσει στο πάτωμα και θα περνούσαν όλο τον χρόνο τους μαζί, θα ήταν υποχρεωμένοι να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν ήταν ενοχλητικός.
Τον κοίταξε έτσι που είχε χαμηλωμένο βλέμμα και με την ακοή στραμμένη προς τα κάτω, προς τον καινούργιο. Ο κ. Βασιλείου δεν είχε ιδιαίτερα δυναμική στάση, αν κι έδειχνε μια σοβαρή αντίσταση στο να παρασυρθεί σε φωνές και δράματα. Αργά ή γρήγορα όμως θα έσπαγε και αυτός, είχε δει κι άλλους να μπαίνουν προσπαθώντας να κρατήσουν την αυτοκυριαρχία τους. Το θέμα ήταν σε πόσο χρόνο.
Ίσως, αν ο κ. Βασιλείου δεν έχανε την ελπίδα του στον μοναδικό σκοπό των βιογραφικών, να άντεχε κάμποσο.
«Ίσως μπορούμε να μάθουμε αν λέει αλήθεια» είπε τελικά ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Πως;»
«Ίσως μπορεί να μας βοηθήσει ο Κρεμασμένος».
«Ποιος;»
«Ο Κρεμασμένος. Ο μόνος που μπορεί να βλέπει στον έξω κόσμο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου