Κεφάλαιο 10


Το ψυχρό αεράκι τον χτύπησε στο πρόσωπο, μαζί με όλα όσα κουβαλούσε αυτή η ατμόσφαιρα των ρύπων. Ο υπάλληλος κοντοστάθηκε μπροστά από την έξοδο της Εταιρίας και κοίταξε τον δρόμο με τα συνωστισμένα αυτοκίνητα, τα πεζοδρόμια με τις φωτισμένες βιτρίνες και τις πινακίδες από νέον, τους ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικοί με ένα χαρτοφύλακα στο χέρι και την νύχτα που είχε πέσει, κι έκρυβε την συννεφιά που απ’ ότι του είπαν υπήρχε όλη μέρα.
Δεν είχε διάθεση να κατέβει σε υπόγεια. Αποφάσισε να μην πάρει το μετρό για να πάει στο σπίτι του αλλά να μπει στο αστικό, έστω κι αν αργούσε λίγο περισσότερο. Περπάτησε μερικά τετράγωνα προς τα κάτω και έφτασε στην στάση, νοιώθοντας το στομάχι του να πεινά και την σκέψη του θολωμένη. Η έξαψη από το τελευταίο βιογραφικό που είχε παραποιήσει εξαλείφτηκε από το περπάτημα και από την αλλαγή των σκηνικών. Τώρα, αισθανόταν μια βαθύτερη εξάντληση και μια υπνηλία που του έκλεινε τα μάτια.
Το δυσκίνητο όχημα εμφανίστηκε στο βάθος του δρόμου, του φάνηκε σαν ένα κινούμενο ντουλάπι, και όσοι περίμεναν καθισμένοι στο παγκάκι σηκώθηκαν για να μπουν στην ουρά. Μπήκε μέσα με την ίδια σειρά που είχε φτάσει στην στάση, τελευταίος, και κοίταξε να δει που θα καθίσει.
Υπήρχαν αρκετές άδειες θέσεις. Προτίμησε να ζητήσει από έναν επιβάτη που καθόταν από την έξω μεριά των καθισμάτων να τον αφήσει να περάσει, ώστε να καθίσει στην άδεια διπλανή του, που βρισκόταν από την μεριά του παραθύρου.
Έβγαλε το κινητό του από την εσωτερική τσέπη του σακακιού και έβαλε αφύπνιση σε είκοσι λεπτά. Δεν σκόπευε να κοιμηθεί αλλά προτιμούσε να αποφύγει το ενδεχόμενο να τον πάρει ο ύπνος και να προσπεράσει τη στάση που έπρεπε να κατέβει. Το ξαναέβαλε στην τσέπη και βάλθηκε να κοιτά τον δρόμο μέχρι να φτάσει.
Στα πέντε λεπτά, το αστικό έκοψε αδικαιολόγητα ταχύτητα μπροστά από μια πλατεία, και φάνηκε να πατά ένα μικρό εμπόδιο που βρισκόταν στην άσφαλτο. Ο υπάλληλος των βιογραφικών ανοιγόκλεισε τα μάτια για να διώξει την υπνηλία και προσπάθησε να διακρίνει από το παράθυρο τι ήταν, αλλά δεν τα κατάφερε. Είδε όμως στο βάθος του δρόμου προχειροφτιαγμένες ξύλινες πινακίδες και πανό, παρατημένα εδώ κι εκεί. Κατάλαβε πως μόλις είχαν πατήσει το στειλιάρι μιας πεσμένης πινακίδας, και τώρα το αστικό ανακτούσε την κανονική του ταχύτητα.
«Από το συλλαλητήριο πρέπει να είναι» είπε ο διπλανός του.
«Ποιο συλλαλητήριο;»
«Για την ανεργία. Όλη μέρα σήμερα διαδήλωναν».
«Α, ναι, είχα ακούσει».
«Λένε πως είχε πολύ κόσμο».
«Δεν ξέρω, δεν έμαθα κάτι».
«Έτσι λένε» είπε ο διπλανός του, κουστουμαρισμένος κι αυτός, και κρατώντας ένα χαρτοφύλακα ανάμεσα στα πόδια. «Πως είχε πολύ κόσμο».
«Θα μάθουμε στις ειδήσεις τον αριθμό» είπε ο υπάλληλος.
«Ανάλογα με το κανάλι».
«Ναι».
Ο υπάλληλος κοίταξε από το παράθυρο. Κάποιοι λίγοι διαδηλωτές είχαν απομείνει ακόμα, καθισμένοι σε πηγαδάκια και καπνίζοντας τσιγάρα. Μερικοί από αυτούς ήταν ντυμένοι στα μαύρα ενώ διάσπαρτα υπήρχαν πεταμένες σελίδες, που υπέθεσε πως ήταν διαφημιστικά από διάφορες πολιτικές παρατάξεις.
Σκέφτηκε πως ίσως, κάπου εκεί πέρα, να βρισκόταν και η κοπέλα που ήθελε να βοηθήσει να προσληφθεί, και μπήκε στον πειρασμό να κατέβει να την ψάξει. Αλλά έβγαλε την σκέψη από το μυαλό του γιατί είχαν απομείνει πια ελάχιστοι διαδηλωτές, και, εξάλλου, θυμήθηκε πως τέτοια μέρα και ώρα η κοπέλα βρισκόταν σε ένα μακρινό προάστιο, στο ένα από τα δυο της σεμινάρια. Είχε τηλεφωνήσει τις προηγούμενες μέρες στα γραφεία των διοργανωτών και είχε μάθει λεπτομερώς το πρόγραμμα τους, σαν να ήταν κι αυτός ένας από τους ενδιαφερόμενους.
Ακόμα όμως κι αν αυτή είχε αποφασίσει να πάει στην διαδήλωση και βρισκόταν στους δρόμους, τα μάτια του τον πρόδιδαν. Κατέβαιναν συνεχώς τα βλέφαρα προς τα κάτω, έτοιμα να σφραγίσουν το τέλος μιας ίδιας μέρας, κι αυτός, όταν το καταλάβαινε, τα ανασήκωνε απότομα και τα ανοιγόκλεινε δυνατά, για να τα πείσει να παραμείνουν ξύπνια τώρα που είχε δικό του χρόνο.
Αλλά μετά από λίγο αυτά ξαναχαμήλωναν, λες και το γουργουρητό του αστικού τα έσπρωχνε να ενωθούν μαλακά με τα κάτω βλέφαρα. Ακολουθούσαν τότε σκοτεινά κενά που επιστημονικά θεωρούνταν μάλλον ύπνος, αλλά ήταν περισσότερο μια ακροβασία μεταξύ σκοταδιού και αλλοιωμένης πραγματικότητας γιατί τα σκοτεινά κενά τα διαδέχονταν οι εικόνες που είχε δει από το παράθυρο, αλλά παραποιημένες, σαν τα βιογραφικά που παραποιούσε και ο ίδιος.
«Κουρασμένος;» είπε ο διπλανός του.
«Χμ;...»
«Φαίνεστε κουρασμένος».
«Περισσότερο υπνηλία είναι».
«Πολλές ώρες στον υπολογιστή;»
«Ναι, σχεδόν όλη μέρα».
«Να πάρετε ειδικά γυαλιά, έχουν φίλτρο, βοηθάει».
Ο υπάλληλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και ξαναέγειρε στο παράθυρο, όχι πως ήθελε να φανεί αγενής αλλά τα βλέφαρα του γλιστρούσαν διαρκώς. Ο διπλανός του ήθελε απλώς να τον βοηθήσει, ή κάποιον να μιλήσει, όπως κι αυτός ήθελε να βοηθήσει την κοπέλα, ή κάποια να μιλήσει.
Θέλω να σε βοηθήσω, έτσι, δεν ξέρω, θέλω απλά να σε βοηθήσω.
«Μπορείτε να πάρετε και βιταμίνες».
«Ναι...»
«Και τα διάφορα αναψυκτικά που κυκλοφορούν στο εμπόριο θα σας φανούν χρήσιμα».
«Απλά νυστάζω λίγο, με κοιμίζει και το τράνταγμα του αστικού...»
Πρέπει εκείνη η έξαψη να είχε αφήσει ένα μεγάλο κενό στην ενέργεια του γιατί αισθανόταν άδειος, αλλά το πάλευε να μην κοιμηθεί.
Τα βλέφαρα όμως ξανά κάτω.
Πάλι κενά, ύπνος ήταν, όχι, δεν ήταν, λιποθυμία, ούτε, υπεκφυγή; ούτε, δεν ήξερε τι είναι, γλιστρούσε συνεχώς σε αυτήν την μισοκατάσταση και κάθε τρεις και λίγο έτριβε τα μάτια και τα ανοιγόκλεινε, για να παραμείνει σε αυτήν την μισοκατάσταση αλλά από την μεριά του ξύπνιου.
Αλλά δεν υπάρχει στο ξύπνιο τέτοια ασυναρτησία εικόνων, τεράστια πανό, μια αλυσίδα κουστουμαρισμένων ανθρώπων που ανεβοκατεβάζουν ξύλινες πινακίδες φωνάζοντας συνθήματα, υπάλληλοι που παίζουν κουτσό στις σκόρπιες σελίδες στην πλατεία και η αίσθηση ενός κενού στο στομάχι, που ζητά να φάει από το μπουκαλάκι με τα χάπια, το ένα μετά το άλλο για να φύγει το κάψιμο, βαλμένα όμορφα μέσα σε πιάτο και σερβιρισμένα στην ώρα του δείπνου, ενώ στην απέναντι καρέκλα του τραπεζιού, η κοπέλα που ζητούσε δουλειά σερβίρει κρασί από ένα μπουκάλι, που το έχει τυλίξει με μια πλαστική πετσέτα.
Πετάριζε τα βλέφαρα του ξανά και ξανά καθώς το κεφάλι του κουτουλούσε στο παράθυρο, και εναλλασσόταν διαρκώς μεταξύ των δύο διαστάσεων, τρίβοντας τα μάτια. Αλλά δεν καταλάβαινε πραγματικά τον τόπο ούτε τον χρόνο, πού και πώς περνούσε, και ούτε που αναγνώρισε ποιος ήταν αυτός ο κουστουμαρισμένος που σηκώθηκε κάποια στιγμή από δίπλα του με τον χαρτοφύλακα στο χέρι και τον αποχαιρέτησε με ένα ‘χάρηκα που τα είπαμε’, τι είπαμε; ‘τα λίγα που είπαμε’, δεν είπαμε και τίποτα, ‘χάρηκα πάντως’, και γω χάρηκα, αν και δεν θυμάμαι πραγματικά τι είπαμε, ‘καλή ξεκούραση’, επίσης, ‘καληνύχτα’, καληνύχτα, και τον είδε να κατεβαίνει μαζί με άλλους από το αστικό.
Που όμως δεν ήταν αστικό αλλά κατάστημα με ρούχα, και ο υπάλληλος των βιογραφικών δεν λαγοκοιμόταν σε κάθισμα αλλά ήταν κρεμασμένος σε μια κρεμάστρα μαζί με τους τέσσερις συναδέλφους του γραφείου προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης και της προϊσταμένης, ο ένας πίσω από τον άλλον, γυμνοί και χωρίς να μιλούν, κι έμπαιναν στο κατάστημα άδεια κουστούμια και στέκονταν μπροστά τους και τους παρατηρούσαν, πότε ψηλαφίζοντας τους, πότε σχολιάζοντας την ποιότητα τους, πότε τραβώντας τους από το γυμνό μπράτσο ώστε να δουν τον υπάλληλο που κρεμόταν από πίσω, και αραιά και που κάποιο κουστούμι κατέβαζε έναν υπάλληλο από το ράφι και πήγαινε στο δοκιμαστήριο για να τον φορέσει, και όταν κάποιο επέλεγε αυτόν και στέκονταν μαζί για πρόβα στον καθρέπτη, ο υπάλληλος των βιογραφικών ήταν αναγκασμένος να αντικρίζει το πρόσωπο του, πράγμα δυσάρεστο γιατί δεν ήταν ένα ανθρώπινο πρόσωπο αλλά ένα χαρτί, αφού στην θέση του υπήρχε ένα βιογραφικό.
Θέλω να σε βοηθήσω, σκεφτόταν στον ύπνο του, έτσι, δεν ξέρω, θέλω απλά να σε βοηθήσω, ίσως γιατί σε συμπάθησα από το λίγο που τα είπαμε, ίσως γιατί αισθάνθηκα ανάλαφρος εκείνη την ημέρα, ίσως γιατί αισθάνομαι πνιγμένος εδώ μέσα, ίσως γιατί είμαι μόνος και θα ήθελα να σε ξαναδώ αλλά δεν βρίσκω χρόνο, τα βράδια που φεύγω από την Εταιρία εσύ προσπαθείς να μαζέψεις όσα χαρτιά μπορείς για να μπεις εδώ μέσα, ή κάπου σαν κι εδώ μέσα, κι έτσι δεν βρίσκω τις κοινές ώρες που θα μπορούσαμε ίσως να βρεθούμε και να τα ξαναπούμε, και να σου πω τι χρειάζεται για να τα καταφέρεις όσο καλύτερα μπορείς στις συνεντεύξεις, και να πιούμε ίσως κι ένα καφέ, και να γνωριστούμε ίσως και λίγο καλύτερα.
Και μετά ξανά οι παραποιημένες εικόνες, και ξανά η ασυναρτησία, και ξανά η ομήγυρη των διαδηλωτών να συγκεντρώνετε για να ξεχωρίσει από το πλήθος, σχηματίζοντας ένα μικρότερο πλήθος που φώναζε για να τον ακούσει τον υπόλοιπο πλήθος, και πολλά ακόμα πλήθη μέσα στο κάθε πλήθος, το ένα μικρότερο από το άλλο, σαν κινέζικα κουτιά που έβγαζες ολοένα και μικρότερα πλήθη, και που πολύ φοβόταν ο υπάλληλος τι θα αντίκριζε όταν θα άνοιγε το τελευταίο από αυτά, που τύχαινε να είναι το δικό του πλήθος.
Τον ξύπνησε η αφύπνιση στο κινητό, αν και δεν κατάλαβε αμέσως τι χτυπούσε. Το συνειδητοποίησε όταν το έβγαλε μηχανικά από την τσέπη και αισθάνθηκε την δόνηση στο χέρι.
Από το παράθυρο είδε πως δεν είχε φτάσει, ήθελε τρεις τέσσερις στάσεις ακόμα, αλλά αποφάσισε να σηκωθεί όρθιος για να μην ξανακοιμηθεί. Σηκώθηκε μουδιασμένος από το κάθισμα και παραλίγο να παραπατήσει, αλλά κρατήθηκε και βγήκε στον διάδρομο. Στηρίχτηκε με την πλάτη στην κάθετη μπάρα με το μηχάνημα των εισιτηρίων και περίμενε εκεί μέχρι να φτάσει στη στάση του. Όταν την είδε χτύπησε το κουδούνι, στάθηκε μπροστά στην πόρτα που άνοιξε και κατέβηκε στο δρόμο.
Το σπίτι του, ένα μικρό δυάρι στον τρίτο όροφο, ήταν κανά δεκάλεπτο ποδαρόδρομος από κει. Έφτασε στην πολυκατοικία και ανέβηκε στο διαμέρισμα του χρησιμοποιώντας το ασανσέρ, και αποφεύγοντας να κοιτάξει το πρόσωπο του στον εσωτερικό καθρέπτη. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού και μπήκε στο διαμέρισμα του.
Στο πάτωμα τον περίμενε ένας μεγάλος φάκελος με το όνομα του. Ήταν ο συνηθισμένος φάκελος που του έστελνε η νοικάρισσα του εσωκλείοντας τους λογαριασμούς του, που τους μάζευε αυτή από το γραμματοκιβώτιο της πολυκατοικίας.
Κρέμασε το σακάκι του στην κρεμάστρα, μάζεψε τον φάκελο, κι έκατσε στο τραπέζι της σαλονιού, που ήταν γεμάτο βιβλία και σημειωματάρια. Άνοιξε τη τηλεόραση και την άφησε να παίζει σε ένα τυχαίο κανάλι.
Οι λογαριασμοί μέσα στο φάκελο ήταν τρεις και υπολόγισε το σύνολο τους με κομπιουτεράκι, γιατί το μυαλό του υπολειτουργούσε. Συγκέντρωσε το απαιτούμενο ποσό από τα όσα είχε στην τσέπη και τα υπόλοιπα από ένα συρτάρι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας. Τα μέτρησε δυο φορές μην κάνει λάθος και τα έβαλε όλα μαζί στον φάκελο.
Βγήκε από το διαμέρισμα του και κατέβηκε στο ισόγειο. Η πόρτα της νοικάρισσας ήταν η πρώτη που έβλεπες όταν έμπαινες στην πολυκατοικία, κι ενώ άκουσε θορύβους από το εσωτερικό δεν χτύπησε το κουδούνι, έσπρωξε απλά τον φάκελο από κάτω. Ήταν στην συμφωνία τους να πληρώνει αυτή τους λογαριασμούς χρεώνοντας το νοίκι του λίγο παραπάνω, καθώς αυτός δεν προλάβαινε να τους πληρώσει.
Ανέβηκε πάλι στο διαμέρισμα του και έκατσε στο σαλόνι όπως πριν, βγάζοντας τα παπούτσια.
Τα βιβλία και τα σημειωματάρια ήταν για τις μελέτες και τις εργασίες του ανοικτού πανεπιστημίου, αλλά μάλλον θα τις έχανε τις τρέχουσες εξετάσεις. Δίπλα είχε τοποθετήσει και τον φορητό υπολογιστή, τον οποίον δεν άνοιξε καν. Δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε λέξη αυτή τη στιγμή, η υπνηλία είχε επανέλθει δριμύτερη και σχεδόν ούτε που κατάλαβε το πώς πήρε τηλέφωνο σε κάποιο φαστ φουντ και τι παρήγγειλε να φάει.
Όπως και ο υπάλληλος του φαστ φουντ δεν κατάλαβε γιατί κανείς δεν του άνοιγε την πόρτα της πολυκατοικίας, παρά το ότι χτυπούσε επίμονα το κουδούνι για πέντε ολόκληρα λεπτά πριν αποχωρήσει αγανακτισμένος, γιατί δεν ήξερε πως ο υπάλληλος των βιογραφικών πεινούσε ακόμα, αλλά είχε υπερισχύσει τελικά η ανάγκη του για ένα πολύ βαθύ ύπνο, έστω και πάνω στο τραπέζι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου