Κεφάλαιο 11


Ο Κρεμασμένος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια κόλλα χαρτί, ένα βιογραφικό μιας σελίδας, που προεξείχε από την στοίβα στο μπροστινό μέρος και κρεμόταν από το υποσέλιδο του προς τα κάτω. Η θέση του ήταν στα μισά του δεύτερου ραφιού αλλά αυτό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό ήταν η στάση του και το σημείο που είχε τοποθετηθεί: ακριβώς στο κέντρο. Το βλέμμα του έτσι ήταν ευθυγραμμισμένο με την χαραμάδα που σχημάτιζαν τα δύο φύλλα της πόρτας και ήταν σε θέση να κοιτά συνεχώς προς τα έξω. Ανάποδα ίσως, αλλά τουλάχιστον προς τα έξω.
«Μόνο μια σελίδα;» ρώτησε ο κ. Βασιλείου.
«Ναι» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «αλλά δεν πρέπει να ήταν πραγματικά έτσι. Πρέπει να είναι απλά ένα αστείο».
Ο κ. Βασιλείου τον κοίταξε με περιέργεια.
«Ο εκπρόσωπος του πρέπει να τον έστειλε κοροϊδευτικά» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «κανείς δεν στέλνει βιογραφικά μιας σελίδας. Ξέρεις, ακόμα κι αν είναι φτωχά τα γεμίζουν με φλυαρίες για να γίνουν μεγαλύτερα».
«Και δεν το ξέρετε σίγουρα;»
«Όχι. Τα λίγα που ξέρουμε είναι από τους γείτονες του, αλλά κι αυτοί δεν μπορούν να τον δουν καλά έτσι που κρέμεται. Λένε πως η κάθε του προϋπηρεσία είναι γραμμένη με δυο τρεις λέξεις το πολύ. Όπως και οι σπουδές του. Αλλά λένε πως έχει δουλέψει σε διευθυντικές θέσεις – αν γράφει την αλήθεια – και πως η τελευταία του εργασία φανερώνει το αστείο».
«Τι ήταν η τελευταία του εργασία;»
«Μπάρμαν».
«Τι είναι μπάρμαν;»
«Δεν ξέρω, δεν έχει σχέση με εμάς. Κάτι υποτιμητικό, νομίζω».
«Τον πιστεύετε;»
«Πιστεύω πως είναι ένα αστείο, αλλιώς θα είχε αποφύγει να αναφέρει την τελευταία του εργασία. Αν κάποιος όμως μπορεί να ξέρει την αλήθεια, είναι αυτός».
«Πως θα του μιλήσουμε;»
«Μόνοι μας δεν μπορούμε, είναι μακριά. Θα περιμένουμε να ησυχάσουν οι άλλοι, θα ακούσουμε τον καινούργιο, και τότε θα απευθυνθούμε όλοι μαζί στον Κρεμασμένο».
«Νομίζω πως δεν θα κρατήσουν για πολύ την ηρεμία τους όταν προσέξουν τι λέει ο καινούργιος».
«Μπάχαλο θα γίνει, ας ελπίσουμε πως θα προλάβουμε να μάθουμε τι είδε. Αν μας το πει».
«Γιατί να μην το πει;»
«Γιατί δεν μιλάει πια».
«Αρκεί να μας επιβεβαιώσει αυτά που θα πει ο καινούργιος…»
«Δεν φτάνει μόνο αυτό, πρέπει να μάθουμε αν ο υπάλληλος το έχει ξανακάνει. Αυτό δεν θες να μάθεις;»
«Ναι».
«Και πρέπει να μάθουμε πώς κλέβει ο υπάλληλος, να καταλάβουμε έτσι αν υπάρχει περίπτωση να υπάρχουν κι άλλα βιογραφικά σαν κι αυτόν εδώ μέσα. Μην ανησυχείς πάντως, αν δεν τα καταφέρουμε τώρα θα ξαναδοκιμάσουμε αργότερα».
Ο κ. Βασιλείου έγνεψε καταφατικά.
Έστρεψε την ακοή του προς τα κάτω και είπε:
«Νομίζω πως οι γύρω του έχουν αρχίσει να του δίνουν σημασία». Εννοούσε τον καινούργιο.
Ο κ. Διαμαντόπουλος άκουσε κι αυτός.
«Έχουμε ώρα ακόμα, ας περιμένουμε», και το βλέμμα του που στράφηκε αόριστα ψηλά μαρτυρούσε πως άραξε.
Ο κ. Βασιλείου άκουσε λίγο ακόμα και μετά έκανε ότι και ο κ. Διαμαντόπουλος. Αλλά αντίθετα με αυτόν κράτησε το βλέμμα του χαμηλά, σαν να σκεφτόταν διαρκώς, ή σαν να ήταν προσηλωμένος στις λέξεις του καινούργιου, ή σαν να ήταν πτοημένος.
Όλοι φώναζαν, σκέφτηκε. Όλοι φώναζαν σε μια τυπική διαδικασία και δεν έδιναν προσοχή σε κάποιον που άξιζε να ακούσουν. Δεν απορούσε όμως πια, ήταν μάλλον η συνήθεια, ή η επαναλαμβανόμενη απογοήτευση που θα είχαν φέρει τα λεγόμενα κάθε προηγούμενου νεοεισερθέν χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα καινούργιο. Ή ήταν αυτή η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου πια στόχου, και που τους τον θύμιζε κάθε φορά το άνοιγμα της πόρτας.
Τα λεπτά πρέπει να περνούσαν πολύ αργά.
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοιτούσε αφηρημένα προς το ταβάνι, χωρίς να μιλά. Κάποια στιγμή είπε:
«Ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ μέσα;»
«Ποιο;»
«Δεν είναι οι φωνές ή το σκοτάδι. Είναι ότι δεν έχεις τι να κάνεις. Απλά να ακούς και να μιλάς, να ακούς και να μιλάς...»
«Ναι...»
«Και με απελπισμένα βιογραφικά σαν κι αυτούς εδώ μέσα...»
«Καταλαβαίνω...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος έκανε μια παύση και είπε:
«Θα ήταν διαφορετικά αν μπορούσαμε να κουνηθούμε...»
«Νομίζω πως θα ήταν χειρότερα» είπε ο κ. Βασιλείου με ένα μικρό δισταγμό.
«Γιατί;»
«Μάλλον θα έσπρωχνε ο ένας τον άλλον...»
«Ναι, μάλλον...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος φάνηκε να σκέφτεται για λίγο αλλά στην πραγματικότητα δεν σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο. Κοίταξε τον κ. Βασιλείου.
«Πιστεύω πάντως πως αν εσύ είχες χέρια και μπορούσες να κουνηθείς, θα σκαρφάλωνες ήδη προς τον καινούργιο...»
«Ναι, πιθανότατα...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος στράφηκε πάλι προς το ταβάνι.
«Ξέρεις τι θα έκανα αν είχα εγώ χέρια;»
«Τι;»
«Τίποτα».
«Δεν το πιστεύω».
«Και τι πιστεύεις ότι θα έκανα;»
«Πιστεύω πως θα είχατε συνεχώς υψωμένη τη γροθιά στον αέρα».
Ο κ. Διαμαντόπουλος χαμογέλασε.
«Ναι, δείχνοντας τα δόντια και γρυλίζοντας... Θα μου ταίριαζε η εικόνα...»
Και πρόσθεσε:
«Ίσως και να έδερνα κάποιον, που και που...»
«Ή θα κάνατε χωνί τις παλάμες σας γύρω από το στόμα...»
«Φωνάζοντας ‘φωνάξτε κι άλλο’;»
«Οτιδήποτε».
«Ναι...»
Κοίταξε πάλι προς τον κ. Βασιλείου.
«Κι εσύ μάλλον θα έβαζες τα χέρια στα αυτιά, εκλιπαρώντας για ησυχία».
«Θα ήταν μια σωστή αντίδραση...»
«Δεν θα κατάφερνες και πολλά, έχω πολύ δυνατή φωνή».
«Να γλύτωνα ότι μπορούσα...»
«Έτσι που καθόμαστε κοντά; Αισιόδοξος είσαι».
Ο κ. Βασιλείου χαμογέλασε θλιμμένα.
«Αν είχαμε χέρια θα το μαθαίναμε...» είπε.
«Ναι, θα είχε ενδιαφέρον αν είχαμε χέρια...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
Έμειναν πάλι αμίλητοι και πέρασαν έτσι μερικά λεπτά ακόμα.
Ο κ. Βασιλείου, περισσότερο για να κυλήσει η ώρα, είπε:
«Ο Κρεμασμένος δεν έχει κανονικό όνομα;»
«Δεν το ξέρουμε» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Δεν μας το είπε ποτέ».
«Θα πρέπει να είναι πραγματικά ιδιόρρυθμος».
«Έτσι λένε. Αλλά ίσως παλιότερα να ήταν αλλιώς και να άλλαξε μετά. Έχει πολύ καιρό εδώ μέσα».
«Να μιλούσε;»
«Όταν είχε έρθει μιλούσε, έτσι λένε οι παλιότεροι. Όχι πολύ πάντως. Συνήθως όταν έβλεπε κάποια στραβά που μας αφορούσαν».
«Τι στραβά;»
«Όπως κάποιες φορές που ένα βιογραφικό καταλήγει αμέσως στο ντουλάπι της προϊσταμένης, με το που έρχεται στην Εταιρία».
«Χωρίς να δώσει συνεντεύξεις;»
«Δεν χρειάζονται, ο Τμηματάρχης γνωρίζει τον εκπρόσωπο του ήδη».
«Καταλαβαίνω...»
«Δεν γίνεται συχνά πάντως. Ο Κρεμασμένος είχε πει κάποτε πως εδώ δεν είναι Δημόσιο. Κάποιον είχε ακούσει προφανώς να το λέει απ’ έξω...»
«Τι είναι Δημόσιο;»
«Δεν ξέρω».
«Κάτι υποτιμητικό κι αυτό;»
«Δεν έχω ιδέα. Ίσως».
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε.
«Θα πρέπει να γνωρίζει αρκετά πράγματα ο Κρεμασμένος...» είπε.
«Ναι...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. Και πρόσθεσε: «Όπως και να ‘χει, τώρα έχει σταματήσει να μιλά τελείως».
«Κρίμα, θα μπορούσε να μας λέει διάφορα από αυτά που βλέπει».
«Θα μπορούσε. Αλλά σε τελική ανάλυση...»
«...δεν έχει σημασία;»
«Ναι».
Ο κ. Βασιλείου δεν ήθελε να πει κάτι για την γενικότερη στάση του κ. Διαμαντόπουλου και κοίταξε προς την μεριά του Κρεμασμένου, που φυσικά δεν μπορούσε να δει γιατί μεσολαβούσε το πάτωμα του πρώτου ραφιού.
«Είναι πάντως ο πιο τυχερός εδώ μέσα...» είπε.
«Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος τυχερός εδώ μέσα» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος, «αλλά αν εννοείς το ότι είναι ο μόνος που μπορεί να βλέπει έξω, τότε ναι, μάλλον έχεις δίκιο».
«Ναι, αυτό εννοούσα...»
«Περίεργη κατάσταση τελικά...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος που κοίταξε πάλι προς το ταβάνι. «Ο μόνος που μπορεί να ξέρει την αλήθεια να μην μιλάει...»
«Ναι...»
«Και αυτός που δεν φωνάζει καθόλου να περιμένει να ακούσει αυτόν που δεν μιλάει».
«Δεν θα ωφελήσει μόνο εμένα...»
«Είσαι αλτρουιστής, βλέπω».
«Δεν ξέρω. Εγώ θέλω να μάθω για εμένα, αλλά όλα αυτά αφορούν και τους υπόλοιπους...»
«Χαίρομαι που δεν το βλέπεις εγωιστικά».
«Ίσως να ωφελούσε κι εσάς...»
«Ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα. Αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα...»
«Εντάξει...»
«Αν και δεν βλέπω πως μπορεί να ωφεληθεί ο οποιοσδήποτε».
Ο κ. Βασιλείου δεν είπε τίποτα και κοίταξε πάλι προς την μεριά του Κρεμασμένου. Τον φαντάστηκε στην θέση που βρισκόταν, στηριγμένος από το βάρος δεκάδων άλλων χαρτιών από την άκρη της μίας και μοναδικής του σελίδας. Η μικρή σχισμή από όπου μπορούσε να κοιτάζει και να παρατηρεί οτιδήποτε άλλο εκτός από το εσωτερικό αυτής της φυλακής ήταν κάτι που το ζήλευε ήδη.
Ίσως αν βρισκόταν στην θέση του να έκανε κι αυτός το ίδιο, να μη μιλούσε καθόλου και να κοιτούσε απλώς προς τα έξω. Η θέα και μόνο θα του πρόσφερε την ψευδαίσθηση πως δεν ήταν σε αυτό το μέρος, πως δεν βρισκόταν πραγματικά στο ντουλάπι των αποτυχημένων.
Ξαφνικά, άκουσε ένα κοφτό γελάκι από τον κ. Διαμαντόπουλο, που κοιτούσε πάντα προς το ταβάνι.
«Τι;» τον ρώτησε.
«Σκέφτεσαι ο Κρεμασμένος...»
«Τι;...»
«... να ήταν τυφλός;»
Ένα αυθόρμητο χαμόγελο βγήκε από τον κ. Βασιλείου.
«Θα ήταν σίγουρα μεγάλη ειρωνεία...» απάντησε.
Ο κ. Διαμαντόπουλος συμφώνησε.
«Αν και όχι τόσο παρήγορο...» πρόσθεσε ο κ. Βασιλείου.
«Μην ανησυχείς, βλέπει και με το παραπάνω».
«Αλλά δεν μιλάει».
«Ναι».
«Ξέρει κανείς γιατί σταμάτησε να μιλάει;»
«Όχι», απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Μόνο υποθέσεις. Η πιο συζητημένη είναι ότι τρελάθηκε».
Ο κ. Βασιλείου κούνησε καταφατικά το βλέμμα.
«Τον είχατε προλάβει εσείς όταν μιλούσε;»
«Όχι. Και πολλοί άλλοι πριν από μένα δεν τον έχουν ακούσει. Αρκετά από αυτά που είχε πει τα μεταδίδει ο ένας στον άλλον, ξέρεις».
«Όπως αυτό με το Δημόσιο;»
«Ναι. Έτσι ξέρουμε ότι ξέρουμε για αυτόν».
«Πόσο καιρό είναι εδώ;»
«Πρέπει να έχει κανά χρόνο. Δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργο αν τελικά δεν άντεξε».
«Ίσως απλά δεν θέλει να μιλήσει...»
«Τόσο χρόνο χωρίς να πει κουβέντα; Θα μπορούσε να βρίσει το πολύ πολύ».
«Ίσως να είναι η δικιά του αντιμετώπιση σε αυτήν την κατάσταση...»
Ναι, θα μπορούσε, σκέφτηκε ο κ. Διαμαντόπουλος. Δεν καταλάβαινε βέβαια πως κάποιος δεν θα χρησιμοποιούσε το μοναδικό μέσο εκτόνωσης που είχε, αλλά στην περίπτωση του Κρεμασμένου ίσως να ήταν αλλιώς. Ίσως να είχε στηριχτεί αποκλειστικά πάνω στο μοναδικό του προνόμιο, να βλέπει έξω.
«Σε ένα χρόνο πάντως από σήμερα» είπε μετά, «εγώ σίγουρα θα βρίζω πιο πολύ».
«Ναι, είναι ο δικός σας τρόπος».
Ο κ. Διαμαντόπουλος έμεινε για λίγο αμίλητος. Μετά είπε:
«Σκέφτεσαι το μισό του βλέμμα να κοιτούσε δεξιά και το άλλο αριστερά, και να μην μπορούσε να δει την χαραμάδα στο κέντρο;»
Ο κ. Βασιλείου δεν μπόρεσε να κρατήσει ούτε τώρα ένα χαμόγελο.
«Και να μην μιλούσε από ντροπή;» είπε.
«Ε, τι να έλεγε σε αυτήν την κατάσταση...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος σταμάτησε για λίγο, σκέφτηκε, και μετά, μιμούμενος τον Κρεμασμένο είπε:
«‘Κάντε με λίγο δεξιά, ή λίγο αριστερά, κάποιος, παρακαλώ...’»
Ήταν η πρώτη φορά που ο κ. Βασιλείου είδε να μην υπάρχει σκληρότητα στο ύφος του κ. Διαμαντόπουλου. Στο βλέμμα του είχε ένα ίχνος ευθυμίας.
Ο κ. Διαμαντόπουλος συνέχιζε:
«‘...κάποιος να με κεντράρει...’»
και μετά:
«’...έχω μια σφαιρική άποψη, αλλά όχι την σωστή άποψη...», κάτι που έκανε προς στιγμήν τον κ. Βασιλείου να ξεχάσει τα προβλήματα του.
Έμειναν πάλι αμίλητοι για λίγο.
«Αναρωτιέμαι τι θα έκανε αν είχε και χέρια...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Ίσως να έφερνε το δάκτυλο μπροστά από τα μάτια... Για εξάσκηση...»
«Και να το πήγαινε μπρος πίσω;»
«Ναι, για να τα φέρει στα ίσια...»
«Αν ταυτόχρονα μιλούσε, θα ήταν σαν να μάλωνε την πόρτα...»
Και ο κ. Διαμαντόπουλος μιμήθηκε άλλη μια φορά τον Κρεμασμένο:
 ’Καταραμένη χαραμάδα, τελευταία φορά που στο λέω, κάνε δεξιά. Ή αριστερά. Ρεζίλι με έχεις κάνει...’»
«Ίσως να παράταγε την πόρτα και να προσπαθούσε να σπρώξει τα μάτια του προς τα μέσα…» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Πιέζοντας την σελίδα του από τις άκρες;»
«Ναι, να προσπαθούσε να διπλωθεί για να δει ευθεία».
«Σκέψου να τσάκιζε τελικά το χαρτί και το ένα μάτι να κατέληγε απέναντι στο άλλο...»
«Και να άρχιζαν να καβγαδίζουν μεταξύ τους που δεν βλέπουν...»
Η ιδέα άρεσε στον κ. Διαμαντόπουλο, που άρχισε εκ νέου μια σειρά από μιμήσεις, των ματιών του Κρεμασμένου αυτή τη φορά:
«’Που κοιτάς, ε;’»
«’Θα συνεννοηθούμε κάποια στιγμή; Τι θα γίνει;’»
«’Καλά εγώ, αλλά εσύ;’»
«’Να με κοιτάς όταν σου μιλάω!’ – ‘Σε ποιον μιλάς;’»
και ολοκλήρωσε:
 «‘Αναθεματισμένα μάτια!’ θα έλεγε ο Κρεμασμένος, και θα προσπαθούσε να ξανανοίξει την σελίδα».
Ο κ. Βασιλείου χαμογελούσε με την ίδια θλίψη όπως και πριν. Κούνησε το βλέμμα του καταφατικά και είπε:
«Θα ήταν σίγουρα πολύ ενδιαφέρον χαρακτήρας, αν είχε χέρια και μάτια...»
«Και μάλλον όχι το τυχερό βιογραφικό που νόμιζες...»
«Ναι...»
«Σκέφτεσαι να μας άκουσε και μην μας μιλήσει ποτέ;»
«Τι να πω, ξέρετε να δίνετε κουράγιο...»
«Το ξέρω, αλλά δεν μπόρεσα να μην το πω...» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Θα το μάθουμε όμως γρήγορα, οι περισσότεροι κάνουν ησυχία πια».
Ο κ. Βασιλείου αφουγκράστηκε και είδε πως ο κ. Διαμαντόπουλος είχε δίκιο. Τα ράφια είχαν σχεδόν σιωπήσει, εκτός από κάποιες διάσπαρτες φωνές και μια φαφλατάδικη φωνή στο τέταρτο ράφι.
Μόνο που άρχιζε και μια ανησυχητική μουρμούρα εκεί κάτω. Προερχόταν από τους πλησιέστερους στον καινούργιο.
Ο κ. Διαμαντόπουλος είπε:
«Ας ακούσουμε ότι προλάβουμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου