Κεφάλαιο 12


«Έχω την ίδια αίτηση εργασίας που ήταν και στον άλλον, δηλαδή σε μένα, δηλαδή στην πρώτη εκτύπωση που ήμουν εγώ, αλλά εγώ ξαναεκτυπώθηκα, δεν είμαι ο άλλος, δηλαδή είμαι ο άλλος αλλά διαφορετικός, ο υπάλληλος πήρε την αίτηση εργασίας από αυτόν, δηλαδή εμένα, και την έβαλε πάνω σε εμένα, δηλαδή που είμαι ίδιος με τον άλλον, δηλαδή είμαστε ίδιοι αλλά διαφορετικοί, τα λέγαμε πάνω στο γραφείο του υπαλλήλου, όχι, δεν μιλούσα μόνος μου, δηλαδή κατά μία άποψη ναι, μιλούσα μόνος μου, δηλαδή με τον εαυτό μου, τον άλλον δηλαδή, που είμαι εγώ αλλά είναι άλλος... κλπ... κλπ...»
Δύσκολο να τον καταλάβεις, ακόμα και όταν υπήρχε ησυχία.
«Μίλα πιο αργά...» είπε μια φωνή.
«Τι θες να πεις επιτέλους;» είπε μια άλλη.
«Εκτυπώθηκε ο άλλος την πρώτη φορά που όμως ήμουν εγώ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό, είχαμε το ίδιο όνομα, τα ίδια στοιχεία επικοινωνίας, το ίδιο μέρος που ζούμε, στην ίδια οδό, αλλά διαφορετικές σπουδές και προϋπηρεσία, αυτός ήταν καλύτερος από μένα αλλά τα είδε όλα και μου τα είπε όταν μείναμε ταυτόχρονα πάνω στο γραφείο, είμαστε τα βιογραφικά του ίδιου εκπροσώπου, αλλά διαφορετικοί, μας άλλαξε τα στοιχεία πέρα από κάθε αμφιβολία ο καταραμένος υπάλληλος, και έστειλε εμένα στην προϊσταμένη που είμαι χειρότερος, αντί να στείλει τον άλλον, δηλαδή εμένα που ήμουν καλύτερος, και η προϊσταμένη με απέρριψε αμέσως, και ο άλλος, δηλαδή εγώ, μου έλεγε πως έπρεπε να πάει αυτός, ‘στέλνει εμένα’ του είπα ‘το ίδιο δεν είναι;’ τον ρώτησα, ‘όχι, δεν είσαι εσύ’ μου είπε, ‘δηλαδή είσαι εσύ αλλά αλλαγμένος’, μου έλεγε πολλά στην αρχή αλλά δεν τον καταλάβαινα, μιλούσε γρήγορα και μπερδεμένα, αλλά μου εξήγησε μέσες άκρες πως έπρεπε να πάει αυτός, δηλαδή εγώ, και όχι εγώ, που είμαι δηλαδή αυτός αλλά σε χειρότερη μορφή, και έχουμε απόδειξη την αίτηση εργασίας, που είναι μόνο μία και μεταφέρθηκε από τον έναν στον άλλον... κλπ... κλπ...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος, τρία ράφια πιο πάνω, κούνησε το βλέμμα με δυσαρέσκεια.
«Βλάκας είναι».
«Είναι πολύ ταραγμένος» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Καλά που η θέση του είναι στο τέταρτο ράφι».
«Βγαίνει άκρη όμως από αυτά που λέει».
«Αν έχεις υπομονή να τον ακούσεις...»
«Ακούστε...»
Παραλήρημα του καινούργιου:
«Μα σας εξηγώ πως ήμασταν το ίδιο βιογραφικό, καλά, όχι ακριβώς το ίδιο, διαφορετικά, αλλά εκπροσωπούμε το ίδιο πρόσωπο, σίγουρα, σίγουρα, άλλαξε τα στοιχεία μέσα στον υπολογιστή και με ξαναεκτύπωσε, ναι, εμένα εκτύπωσε, που είχα εκτυπωθεί την πρώτη φορά και ήμουν άψογος, με τις σπουδές μου, με τις προϋπηρεσίες μου, όλα όσα μπορούσα να έχω, που δηλαδή τα είχα αλλά με έκλεψε και τα αφαίρεσε, το καθίκι, και με ξαναεκτύπωσε χωρίς αυτά και έβγαλε την αίτηση εργασίας που ήταν πάνω στην πρώτη μου εκτύπωση και την έβαλε πάνω στην δεύτερη μου εκτύπωση, δηλαδή εμένα, γιατί δεν με καταλαβαίνετε, έχω δίκιο, σας λέω, τον είδα, δηλαδή τον είδε η πρώτη εκτύπωση και μου το είπε, κι εγώ δεν τον πίστευα την πρώτη φορά, αλλά όταν είδα τις σπουδές μου και την προϋπηρεσία μου είπα: ‘δεν μπορεί να είμαι εγώ αυτός’, δηλαδή όχι η πρώτη εκτύπωση αλλά η δεύτερη, δηλαδή δεν μπορεί να είμαι όπως είμαι τώρα, θέλω να πω πως δεν μπορούσα να είμαι τόσο λίγος, άρα είχε δίκιο ο άλλος και είμαστε οι ίδιοι, εγώ είμαι αυτός και αυτός είμαι εγώ, είμαστε το ίδιο, μα δεν φτάνει η ίδια αίτηση εργασίας που μεταφέρθηκε από μένα σε μένα για να με πιστέψετε;...»
«Λένε πως κάποτε», είπε ο κ. Διαμαντόπουλος στον κ. Βασιλείου, «ο Κρεμασμένος είχε πει πως όταν ένας υπάλληλος έχει πονοκέφαλο, παίρνει κάτι που το λένε ασπιρίνη...»
«Και;»
«Θα ήθελα μία».
Παραλήρημα του καινούργιου:
«Ο υπάλληλος κλέβει, ο υπάλληλος κλέβει, πόσες φορές να το πω, ο υπάλληλος κλέβει, με έκλεψε την πρώτη φορά και με έστειλε την δεύτερη, ενώ αν με είχε στείλει την πρώτη θα ήταν όλα μια χαρά, δεν ξέρω γιατί το έκανε αλλά έστειλε εμένα που με είχε αλλάξει, γι’ αυτό και η προϊσταμένη με απέρριψε αμέσως, με σνόμπαρε τελείως, τι ντροπή Θεέ μου, εγώ της φώναζα πως δεν ήμουν έτσι αλλά αυτή που να ακούσει, της έλεγα να κοιτάξει πάνω στο γραφείο του υπαλλήλου και να δει πως είμαι πραγματικά αλλά αυτή δεν έκανε τίποτα, και ο υπάλληλος δεν έκανε τίποτα, ή μάλλον έκανε, έκανε μια τεράστια απάτη, ναι, ναι, με έκλεψε, ο απατεώνας, και πώς να μην με απορρίψει η προϊσταμένη έτσι που με είδε, είμαι ένα χάλια βιογραφικό, αλλά ήμουν καλύτερος, τι θα κάνω, γιατί δεν με πιστεύετε, ο υπάλληλος κλέβει, ρωτήστε και τα άλλα βιογραφικά που ήμασταν μαζί και θα με πιστέψετε, όταν θα έρθουν θα σας πουν την αλήθεια, μας άκουγαν που τα λέγαμε με την πρώτη εκτύπωση, κάποιοι θα μας είδαν κιόλας, δεν μπορεί, δεν ξέρω γιατί με έφεραν εδώ αλλά μάλλον έπρεπε να με στείλουν αλλού, αλλά ο υπάλληλος με έστειλε εδώ γιατί με έκλεψε, σίγουρα θα έπρεπε να με στείλουν κάπου αλλού, αλλά η προϊσταμένη τού είπε να με αρχειοθετήσει, και κατάλαβα αμέσως πως αυτό δεν είναι καλό, αλλά και καλό να ήταν δεν αλλάζει το γεγονός πως ήμουν αλλιώς, καλύτερος, ήμουν η πρώτη εκτύπωση, όχι η δεύτερη, ήμουν η πρώτη, και έπρεπε να στείλει εμένα, και όχι εμένα, έπρεπε να στείλει εμένα όπως ήρθα την πρώτη φορά, έτσι ακριβώς όπως είχα έρθει και όχι να με αλλάξει, με πετσόκοψε ο άθλιος, και με έστειλε όπως είμαι τώρα, και τι ελπίδες να είχα με την προϊσταμένη... κλπ κλπ...»
«Ζηλεύω τον υπάλληλο» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Γιατί;» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Που δεν μπορούσε να τον ακούσει».
Ο κ. Βασιλείου έγνεψε καταφατικά.
«Καταλαβαίνω όμως τώρα πως τον έκλεψε» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Ναι, έτσι όπως τα περιγράφει καταλαβαίνω κι εγώ τον τρόπο που θα μπορούσε να κλέψει ο υπάλληλος».
«Και αυτόν και όσους άλλους έρχονται ηλεκτρονικά».
«Ναι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος είπε:
«Ο καινούργιος κατάλαβε για την κλοπή εξαιτίας της διπλής εκτύπωσης. Αν υποθέσουμε πως είναι αλήθεια και ο υπάλληλος το κάνει συστηματικά, τότε θα αλλοιώνει τα ηλεκτρονικά βιογραφικά μέσα στον υπολογιστή πριν τα εκτυπώσει. Θα ήταν έτσι μια εξήγηση πως και κανένας δεν γνωρίζει κάτι».
«Δεν ξέρουν τίποτα γιατί εκτυπώνονται μετά. Νομίζουν πως έτσι στάλθηκαν».
«Ναι...»
Η μουρμούρα είχε αρχίσει να απλώνεται σε όλο το ντουλάπι και γρήγορα διαδόθηκε σε όλα τα ράφια, που άρχισαν να αναρωτιούνται για αυτά που άκουγαν. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν αλήθεια όσα έλεγε ο καινούργιος, αλλά υπήρχε τουλάχιστον μία αλήθεια αναμφισβήτητη: πως κατά βάθος δεν τους ενδιέφερε πραγματικά αν είχαν κλέψει αυτόν αλλά τι πιθανότητες υπήρχαν να είχαν κλαπεί και οι ίδιοι.
Πρώτοι ξεκίνησαν να ακούγονται όσοι ήταν ακριβώς σαν τον καινούργιο. Άρχισαν να τον ρωτούν διάφορα, όλοι όμως μαζί και χωρίς να περιμένουν την σειρά τους, κάτι που τον μπέρδευε ακόμα περισσότερο και τον έκανε να μιλά πολλές φορές πιο γρήγορα, και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ακολούθησαν τα βιογραφικά που είχαν λιγότερα κοινά, που πίστευαν όμως κι αυτοί πως είχαν δικαίωμα να μάθουν, και γιατί να μην είχαν αφού κι αυτοί ηλεκτρονικά είχαν έρθει, τι σημασία είχε που ο καινούργιος ήταν για άλλη θέση εργασίας;
Από τους υπόλοιπους, πολλοί άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους σχολιάζοντας τα νέα δεδομένα, κάποιοι θετικά, κάποιοι αρνητικά, άλλοι εύπιστα και άλλοι δύσπιστα, το σίγουρο ήταν πως η πλειονότητα του ντουλαπιού ασχολιόταν τώρα με το καινούργιο θέμα. Κάποιοι μάλιστα άρχισαν να διαφωνούν έντονα, ιδίως κάποιοι από αυτούς που είχαν σταλθεί ιδιοχείρως και ήταν από τα καλύτερα βιογραφικά του ντουλαπιού, και δεν δίστασαν να εκφράσουν δυνατά τις απόψεις τους, και μάλιστα σε αρκετά κατακριτέο ύφος.
«Θα ξεφύγει η κατάσταση» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος στον κ. Βασιλείου, που τον κοίταζε ανήσυχος.
«Θα μιλήσουμε στον Κρεμασμένο;»
«Περίμενε...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, φώναξε:
«ΜΟΝΟ Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕΙ ΑΝ ΜΑΣ ΛΕΕΙ ΑΛΗΘΕΙΑ!»
«Κουταμάρες λέει» αντέδρασε μια φωνή.
«Αλήθεια λέει» είπε μια άλλη.
«Μα δεν είναι δυνατόν να πιστεύετε τέτοιες αηδίες...»
«...έχουν λογική αυτά που λέει...»
«...είναι εμφανές πως είναι σαλεμένος...»
«...επικαλείται την μαρτυρία των άλλων...»
«...δεν ξέρει τι λέει...»
 «...τα είδε...»
«...τα λέει γιατί είναι λίγος...»
«...ο υπάλληλος κλέβει...»
«...είναι ψεύτης...»
«ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΑΝ ΜΑΣ ΠΕΙ Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ ΤΙ ΕΙΔΕ. ΝΑ ΡΩΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟ».
«...ο Κρεμασμένος δεν μιλάει...»
«...αυτός πρέπει να είδε...»
«...πως ξέρουμε ότι θα πει την αλήθεια...»
«...λένε πως έχει αποβλακωθεί...»
 «...να περιμένουμε να μας πουν οι άλλοι...»
«...ο Κρεμασμένος θα ξέρει...»
 «...όσοι ήταν μαζί με τον καινούργιο θα ξέρουν...»
«...δεν θα μιλήσει...»
«...έχει δίκιο...»
«...πρέπει να μιλήσει, τουλάχιστον αυτήν την φορά...»
 «...ας τον ακούσουμε τι έχει να πει...»
«...κάντε ησυχία...»
«...έχει να μιλήσει μήνες...»
Και αντί να σταματήσουν να μιλούν, συνέχισαν να μιλούν όλο και πιο δυνατά, κάτι που έκανε τον κ. Διαμαντόπουλο να κουνήσει το βλέμμα πέρα δώθε με απέχθεια. Ακόμα κι αν μιλούσε ο Κρεμασμένος, δεν θα τον άκουγε κανείς.
Αντάλλαξε μια ματιά με τον κ. Βασιλείου, που τον κοιτούσε με αγωνία. Γύρισε μετά προς τα κάτω και είπε:
«ΚΑΝΤΕ ΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ!»
Τα βιογραφικά όμως δεν σταμάτησαν να μιλούν. Αντίθετα, ανέβασαν την ένταση και πολλοί από αυτούς άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις στον Κρεμασμένο χωρίς δεύτερη σκέψη.
«ΚΑΝΤΕ ΗΣΥΧΙΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΙΑ!»
Αλλά δεν συγκρατιόντουσαν με τίποτα. Δεν φάνηκαν χρήσιμες ούτε οι παραινέσεις των λογικότερων ούτε οι δυνατές προτροπές του κ. Διαμαντόπουλου, ούτε και το γεγονός πως δεν έπαιρναν καμία απάντηση από το δεύτερο ράφι.
«Η βλακεία θα έπρεπε να αναγράφεται στα προσόντα τους...» μουρμούρισε ο κ. Διαμαντόπουλος. Μετά δυνάμωσε τη φωνή του και είπε:
«ΚΑΤΙ ΛΕΕΙ! Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ ΜΙΛΑΕΙ! ΑΚΟΥΣΤΕ!»
Ψέματα φυσικά, στην πραγματικότητα δεν είχε ακούσει τίποτα.
Όμως, σαν να σιώπησαν μερικοί.
«ΚΑΤΙ ΛΕΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ! ΚΑΝΤΕ ΗΣΥΧΙΑ!» ξανάπε.
Σιώπησαν μερικοί ακόμα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος συνέχισε να φωνάζει πως ο Κρεμασμένος μιλούσε αλλά δεν θα κατάφερνε και πολλά μόνος του. Ευτυχώς, βοήθησε το γεγονός πως κάποιοι νόμισαν πως είχαν ακούσει και αυτοί τον Κρεμασμένο, και σε λίγο είχε διαδοθεί στο ντουλάπι πως όντως μιλούσε. Πέρασε λίγος χρόνος ακόμα ώσπου να μη μιλάει κανείς.
Αλλά όσο κι αν περίμεναν να ακούσουν κάτι από τον Κρεμασμένο, εκείνος δεν έβγαζε άχνα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος πήρε γρήγορα την πρωτοβουλία και είπε:
«Κρεμασμένε, πρέπει να μας πεις αν λέει την αλήθεια ο καινούργιος, είσαι ο μόνος που μπορεί να το επιβεβαιώσει...»
Αλλά τίποτα.
«Τον είδες να μιλά με την πρώτη εκτύπωση; Άκουσες τι έλεγαν; Ή λέει ανοησίες;»
Τίποτα.
Εκτός από τον καινούργιο που πήγε να διαμαρτυρηθεί πως δεν λέει ανοησίες, αλλά υπό την πίεση των διπλανών του σταμάτησε.
 «Ο καινούργιος ισχυρίζεται πως ο υπάλληλος τον ξαναεκτύπωσε αφαιρώντας του προσόντα...»
Τίποτα.
Κάποιοι άρχισαν να ψιθυρίζουν. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να ρωτούν ξανά.
«Καταλαβαίνω πως δεν έχει σημασία» επέμεινε πιο δυνατά ο κ. Διαμαντόπουλος, «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ακόμα κι αν λέει την αλήθεια, αλλά οι περισσότεροι εδώ μέσα θέλουμε να μάθουμε αν έχει δίκιο...»
Τίποτα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος αναστέναξε απογοητευμένος και πήγε να δοκιμάσει ακόμα μια φορά, αλλά τον πρόλαβαν άλλες φωνές με τις δικές τους ερωτήσεις, που πολλαπλασιάζονταν επικίνδυνα. Ήταν τα προεόρτια μιας ακόμα αναταραχής.
Ο κ. Βασιλείου καθόταν αμίλητος, με όλη του την προσοχή στραμμένη προς τον Κρεμασμένο. Όταν τον κοίταξε ο κ. Διαμαντόπουλος, κούνησε το βλέμμα απογοητευμένος και είπε:
«Δεν θα μιλήσει».
«Μάλλον».
«Είναι ο μόνος που μπορεί να κοιτάζει έξω, θα έπρεπε να μας πει».
Τριγύρω, οι ψίθυροι είχαν γίνει πολύ ανήσυχοι. Ο κ. Διαμαντόπουλος έβλεπε ότι είχε ξαναδεί πολλές φορές εκεί μέσα, την εξέλιξη των ψιθύρων σε δυνατές φωνές, μετά σε φωνές απελπισίας και τελικά σε οδυρμούς και καυγάδες. Αν και συνήθως αυτός βοηθούσε ακόμα περισσότερο στον ξεσηκωμό, αυτή τη φορά εκνευρίστηκε και ξαναπευθύνθηκε στον Κρεμασμένο με όσο πιο δυνατή φωνή μπορούσε.
«ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΕ! ΕΙΣΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΕΞΩ! ΕΧΕΙΣ ΧΡΕΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΤΙ ΕΙΔΕΣ!»
Θα έλεγες πως μια τέτοια παρορμητική κίνηση θα ξεσήκωνε και άλλες φωνές να φωνάξουν στον ίδιο τόνο, που κι αυτές με δυσκολία κρατούσαν την αγανάκτηση τους, αλλά οι περισσότεροι σταμάτησαν από την δύναμη της φωνής του κ. Διαμαντόπουλου. Όχι τόσο από την εξωτερική δύναμη που μετριέται με ντεσιμπέλ και που μπροστά της οι άλλες φωνές ωχριούν αλλά από την εσωτερική της δύναμη, μια μεταλλική δύναμη γεμάτη οργή, λεία, χωρίς σκαμπανεβάσματα ή έλλειψη πειθαρχίας μεταξύ των φθόγγων, μια φωνή που βγαίνει ατόφια και συμπαγής, και δεν σηκώνει αντιμιλίες.
«ΣΟΥ ΚΑΝΑΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. ΝΑ ΠΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΝΑ ΝΑΙ Ή ΕΝΑ ΟΧΙ ΑΝ ΔΕΝ ΘΕΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ!»
Οι τοίχοι του ντουλαπιού φαινόντουσαν σαν τσιγαρόχαρτα μπροστά στην ένταση της φωνής του. Είχαν βουβαθεί όλοι, αν και υπήρχαν ποικίλες σκέψεις κάτω από αυτήν την κοινή συμπεριφορά της σιωπής, όπως οι σκέψεις του καινούργιου που αισθάνθηκε στην αρχή μια έκπληξη και μετά ένα δέος, ή, πάνω πάνω, σε αυτές του Γάτμαν, που σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που δεν είχε αντιδράσει έτσι ο κ. Διαμαντόπουλος μαζί του.
Ήταν μια σιδερένια φωνή που είχε επιβάλλει μια επιβλητική ησυχία.
 «ΘΑ ΣΟΥ ΈΛΕΓΑ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΔΕΝ ΘΕΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ;, ΔΕΝ ΘΕΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑΠΕΤΑΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΝΑ ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΕΣΥ, ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΕΓΩ ΘΑ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ!»
Ο κ. Βασιλείου αισθάνθηκε άσχημα έτσι που είδε τον κ. Διαμαντόπουλο, αλλά αν είχε χέρια δεν θα τα έβαζε στα αυτιά του για να γλυτώσει όσα μπορούσε, θα ακουμπούσε το ένα χέρι στον ώμο του κ. Διαμαντόπουλου και θα του έλεγε ‘δεν πειράζει, ίσως τελικά δεν έχει πράγματι σημασία, σας είμαι ήδη ευγνώμων, με βοηθήσατε ήδη δύο φορές, δεν θέλω να σας βλέπω τόσο εκνευρισμένο’.
Αλλά δεν υπήρχαν χέρια ούτε ώμοι, ούτε εκνευρισμός κατά βάθος, υπήρχε μόνο μια αποφασιστική φωνή.
Και άλλη μία, ξέψυχη, που ακούστηκε τελικά από το δεύτερο ράφι.
«...κάποτε...» είπε η φωνή του Κρεμασμένου.
Ήταν μια φωνή αργή, πολύ αργή, τεμπέλικη, έβγαινε με δυσκολία και ήταν πολύ σιγανή, σαν μια φωνή που δεν την νοιάζει τίποτα, την ακούσουν δεν την ακούσουν.
«...κάποτε...» ξανάπε, «...υπήρχε ένα ρολόι στον απέναντι τοίχο... μπορούσα να μετρήσω τις ώρες... ναι... ναι... τις ώρες... αλλά το έβγαλαν...»
«Όλοι έχουμε προβλήματα» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Εσύ τουλάχιστον μπορείς να κοιτάς έξω».
Ησυχία.
«...έξω... έξω...» απάντησε μετά από λίγο η ράθυμη φωνή, «...πίστεψε με... το μόνο που μπορείς να δεις από αυτήν την θέση... είναι ο σβέρκος ενός σκυμμένου υπαλλήλου... ναι... ναι...» ξανάπε αργόσυρτα ο Κρεμασμένος, «...ο σβέρκος ενός σκυμμένου υπαλλήλου...»
«Μπορείς όμως να μας λες αυτά που βλέπεις και μας αφορούν, όπως έκανες και παλιότερα».
«...ο σβέρκος ενός σκυμμένου υπαλλήλου...» επανέλαβε ο Κρεμασμένος, που φάνηκε να μην δίνει σημασία στο τι του είπαν.
Ο κ. Διαμαντόπουλος φοβήθηκε μήπως αρχίσουν τα βιογραφικά να ρωτούν πάλι όλα μαζί και χαθεί η φωνή του Κρεμασμένου, τώρα που είχε επιτέλους μιλήσει.
«...πάντα ο ίδιος...» συνέχισε ο Κρεμασμένος.
«Λέει αλήθεια ο καινούργιος;» προσπάθησε να μάθει ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Ισχυρίζεται ότι τον έκλεψαν!» πετάχτηκε κάποιος.
«Πρέπει να είδες τι έγινε!» είπε κάποιος άλλος.
«...αλλά έφυγε τώρα...» είπε ο Κρεμασμένος, «...αύριο πάλι...».
Το μουρμουρητό ξανάρχιζε.
«...ωραία που έφυγε...» είπε ο Κρεμασμένος, «...και ξέχασε την εκτύπωση...»
Μόλις ακούστηκε η λέξη ‘εκτύπωση’, μια αμηχανία κυριάρχησε στο ντουλάπι. Ευτυχώς που έφερε σαν αποτέλεσμα τη σιωπή.
Ο κ. Διαμαντόπουλος είπε κάπως έκπληκτος:
«Την είδες;»
«...ε;...» έκανε ο Κρεμασμένος, που προς στιγμήν ήρθε στην πραγματικότητα.
«Είδες την εκτύπωση;»
«...ααα... ναι... την διαβάζω για να μου περνά η ώρα... δεν περνά η ώρα... δεν περνά η ώρα κοιτάζοντας όλο τα ίδια...»
«Είναι αλήθεια λοιπόν τα όσα λέει ο καινούργιος;»
«...δεν βλέπω τίποτα ενδιαφέρον εκεί έξω... τίποτα...όλο τα ίδια…»
«Είναι αλήθεια;»
«...δεν θέλω να βλέπω άλλο...»
«Είναι αλήθεια τα όσα λέει;»
«...ξεκρεμάστε με...»
«Είναι αλήθεια;» επέμεινε ο κ. Διαμαντόπουλος.
Εκείνη τη στιγμή, έσβησε ένα από τα φώτα του γραφείου προσωπικού, από την προϊσταμένη που αποχωρούσε και κατέβαζε τους διακόπτες. Μαζί με αυτά μειώθηκε στο μισό και το φως που περνούσε από την χαραμάδα.
«...ααα…» έκανε ο Κρεμασμένος αλλάζοντας ύφος, «...ναι… ναι… η δύση για τα βιογραφικά... η δύση... η ανατολή για εμάς είναι το άναμμα μιας λάμπας… και η δύση το σβήσιμο της λάμπας… ναι… ναι… μιας λάμπας…»
Ο κ. Διαμαντόπουλος είπε βιαστικά:
«Ο καινούργιος ισχυρίζεται πως ο υπάλληλος τον εκτύπωσε δύο φορές. Αν διάβασες την πρώτη εκτύπωση θα πρέπει να ξέρεις αν λέει αλήθεια!»
Ο καινούργιος πήγε να αντιδράσει που δεν τον πίστευαν αλλά τον συγκράτησαν.
«...είναι τόσο σημαντικό;...» είπε ο Κρεμασμένος.
«Ναι» πετάχτηκε μια φωνή, «είναι σημαντικό για όσους θέλουμε να ξέρουμε αν βρισκόμαστε δίκαια σε αυτό το ντουλάπι!» και κάποιες άλλες συμφώνησαν μαζί της.
 «...αυτό το ντουλάπι... και το άλλο ντουλάπι...» έκανε ο Κρεμασμένος, που κατά διαστήματα φαινόταν να χάνει την συγκέντρωση του, «...ντουλάπια... ντουλάπια...»
«Είναι τόσο δύσκολο να μας πεις αν λέει την αλήθεια;» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«...αλήθεια λέει...»
Το μουρμουρητό απλώθηκε ξανά. Απότομα.
«...τους άκουσα... τους είδα... ναι... ναι... διάβασα την εκτύπωση... είδα την αστεία έκφραση του υπαλλήλου... ναι... ναι... η έκφραση του υπαλλήλου όταν άνοιξε το ντουλάπι... κατακόκκινος...»
«Και είχε τα ίδια στοιχεία με τον καινούργιο;»
«...ναι... ναι… είναι όπως τα λέει...»
Το μουρμουρητό αυξήθηκε περισσότερο.
«Το έχει κάνει και σε άλλους;...» ρώτησε μια φωνή.
«Κλέβει μόνο τα ηλεκτρονικά;...» ρώτησε μια δεύτερη.
«Έκλεψε και μένα;...» ρώτησε μια τρίτη.
Μόνο ο κ. Βασιλείου έμενε αμίλητος.
Τον είχε επηρεάσει η συνειδητοποίηση πως ο Κρεμασμένος δεν άντεχε να βλέπει αυτό που έβλεπε τόσους μήνες, αυτό που ο ίδιος είχε φανταστεί σαν δεκανίκι ή σαν μια ψευδαισθητική διέξοδο. Αν υπήρχε κάτι μέσα σε αυτό το ντουλάπι που να φάνταζε ικανό να κρατήσει κάποιον όρθιο, αυτό ήταν η θέα του μεταβατικού έξω κόσμου, η φαντασίωση πως είσαι εκεί ενώ δεν είσαι. Τώρα όμως, φαινόταν πως αυτή η λαθραία ματιά δεν μπορούσε να προσφέρει ασπιρίνες.
«Το έχει ξανακάνει; Πες μας αν το έχει ξανακάνει...» ρώτησε ο κ. Διαμαντόπουλος.
Φασαρία.
«Το έχει ξανακάνει;» επέμεινε καθώς φούντωνε η οχλαγωγία, χωρίς να πάρει απάντηση, μόνο νέες ερωτήσεις από όλους τους άλλους.
«Το έχει ξανακάνει;»
«...εεε;...»
«Έχει ξανακλέψει ο υπάλληλος;»
«...αρκετές φορές...»
«Ποιους;»
«...όσους έρχονται για το γραφείο προσωπικού... ναι... ναι... όσους είναι σαν τον καινούργιο...»
Αυτή η απάντηση ήταν αρκετή για να έρθει ο τελικός ξεσηκωμός. Πλέον μιλούσαν όλοι μαζί, είτε ρωτώντας, είτε κλαψουρίζοντας, είτε φιλονικώντας με τον διπλανό τους που είχε διαφορετική άποψη, αν και οι περισσότεροι είχαν αποφασίσει πως ήταν και οι ίδιοι εξαπατημένοι, ανεξαρτήτου θέσης. Το ντουλάπι ήταν πλέον ένας οργασμός οργής.
Εκτός από τον κ. Βασιλείου, που ήταν αμέτοχος και σκεφτόταν πως είχαν κλέψει πράγματι τον καινούργιο. Και υπήρχε πράγματι απάτη. Συστηματική. Για την θέση στο γραφείο προσωπικού.
Ο κ. Διαμαντόπουλος γύρισε προς αυτόν και τον είδε που δεν μιλούσε καθόλου, χωρίς να βγάζει κουβέντα ενώ γύρω του δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην φωνάζει.
Γύρισε πάλι στον Κρεμασμένο, με την ελπίδα να πάρει μία ακόμα απάντηση:
«Το έκανε και σε αυτόν που ήρθε πριν από τους δύο τελευταίους;»
Αλλά η φωνή του πνιγόταν από τις τόσες άλλες.
«Το έκανε και στον κ. Βασιλείου;»
Αδύνατον να ακουστεί.
«Τον έκλεψε και αυτόν; Βασιλείου τον λένε, είδες αν έκλεψε κι αυτόν; Βασιλείου τον λένε...» φώναζε ο κ. Διαμαντόπουλος πριν το ντουλάπι σκεπαστεί ολοκληρωτικά από μια θυελλώδη συνάθροιση ερωτήσεων, καυγάδων, διαμαρτυριών και κλαμάτων.
Αλλά ακόμα κι αν έπαιρνε την απάντηση που ζητούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστεί πλέον η βραδυκίνητη φωνή του Κρεμασμένου, που στην πραγματικότητα δεν έδινε πια καμία σημασία στις ερωτήσεις που ερχόντουσαν βροχή και περισσότερο μονολογούσε αδιάφορος:
«...ααα... ο καινούργιος... ναι... ναι... η πρώτη εκτύπωση... ίδια στοιχεία, άλλα προσόντα... ααα... διάβασα την πρώτη σελίδα… με την ησυχία μου... όταν την ξέχασε ο υπάλληλος στο γραφείο... ναι... ναι... αλλά δεν πρόλαβα να την διαβάσω όλη... κρίμα... ναι... ναι... κρίμα… ήθελα να την διαβάσω... περνούσε η ώρα... θα μπορούσα αύριο... ναι... ναι... με την ανατολή... αλλά τώρα είναι αδύνατο... ναι... ναι... αδύνατον μες στο σκοτάδι... αδύνατον... ακόμα κι αν έφευγε από πάνω της η προϊσταμένη...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου