Κεφάλαιο 13


Όταν πετάχτηκε από τον ύπνο του ο υπάλληλος, πιασμένος σε πολλά σημεία του σώματος του και κυρίως στον στραβοκοιμισμένο σβέρκο, με το αριστερό χέρι μουδιασμένο από το βάρος του κεφαλιού του που κοιμόταν πάνω του και τα δάκτυλα του να μυρμηγκιάζουν, δεν συνειδητοποίησε αμέσως γιατί πονούσε ολόκληρος, ούτε και το ότι είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι. Συνειδητοποίησε όμως πόσο τραγικά αφηρημένος είχε φανεί, πόσο αδέξιος, πόσο αυτοκαταστροφικός που είχε ξεχάσει την κανονική εκτύπωση πάνω στο γραφείο του.
Είχε ξυπνήσει και είχε πει ‘είμαι ηλίθιος’, ή είχε πει ‘είμαι ηλίθιος’ και είχε ξυπνήσει από τις ίδιες του τις λέξεις, κάτι που ουδέποτε είχε σκεφτεί συνειδητά όσο ήταν ξύπνιος. Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό πως είχε αφήσει αδέσποτη αυτή την απόδειξη της μηχανορραφίας του. Είχε φύγει από την Εταιρία όπως όπως, μέσα σε μια νοσηρή συναισθηματική πίεση, και την είχε παρατήσει σε κοινή θέα. Αλλά η σκέψη της είχε σφηνωθεί στο υποσυνείδητο και είχε αποφασίσει να τον βρει μόνη της, ένας φελλός που είχε ξεκολλήσει από τον μαύρο πάτο ενός ακόμα ταραγμένου ύπνου και είχε πεταχτεί στην επιφάνεια, αναγκάζοντας τον να ξυπνήσει και να μιλήσει, βγάζοντας μάλιστα και συμπέρασμα: ‘είμαι ηλίθιος’.
Πήγε να σκεπάσει το πρόσωπο του με τα χέρια σε μια συμβολική κίνηση συμφοράς, αλλά το δυνατό τσίμπημα στο σβέρκο τον έκανε να αναφωνήσει ενοχλημένος και να κατευθύνει τις παλάμες του προς τα εκεί. Η μία παλάμη βάλθηκε να τρίβει δυνατά το σημείο του πόνου ενώ η άλλη αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή, γιατί αποτελούσε μέρος εκείνου του αριστερού άνω άκρου που είχε παραλύσει τελείως, από αυτό το ανόητο κεφάλι που δεν είχε το μυαλό να εξαφανίσει ένα απλό βιογραφικό.
Μπορούσε να το βάλει σε ένα συρτάρι αν δεν του έκανε ο καταστροφέας εγγράφων, μπορούσε να το βάλει στην τσέπη βρε αδερφέ, μπορούσε να το κάνει μπάλα και να το πετάξει στο καλάθι των αχρήστων -ποιος θα ασχολιόταν τέτοια περασμένη ώρα με κοινά σκουπίδια. Ας το έτρωγε στην ανάγκη. Αλλά αυτός το είχε αφήσει πάνω στο γραφείο, δεν το είχε γυρίσει καν ανάποδα. Το είχε αφήσει να κοιτά ελεύθερα προς τα πάνω, προς τον ουρανό των γραφείων του πρώτου πατώματος, κι ας ελπίσουμε πως δεν υπάρχει Θεός σε τέτοιο ουρανό και δεν ακούει τις προσευχές τέτοιων βιογραφικών, που κάποιος αφελής υπάλληλος τα παραποιεί και τα ξεχνά, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα υπάρχει και η αντίστοιχη έξοδος από τον αντίστοιχο παράδεισο.
Ευτυχώς πονούσε, αλλιώς θα είχε πεταχτεί ήδη και θα είχε βγει ενστικτωδώς στους δρόμους τρέχοντας προς την Εταιρία, ήταν και ντυμένος όπως πρέπει. Αλλά τέτοια ώρα κανέναν δεν άφηναν να μπει αν δεν είχε εξουσιοδοτημένο έγγραφο, κι έτσι καλύτερα που υπήρχε αυτό το μούδιασμα και μια πιασμένη πλάτη και δυσκολευόταν να κουνηθεί. Και τα πόδια του τα ξέμπλεξε δύσκολα, αναρωτήθηκε πώς είχε καταφέρει να κοιμηθεί σε τέτοια στάση χωρίς να τον ξυπνά η ενόχληση από τον κόμπο που φαινόταν να έχει δεθεί ολόκληρος.
Η εκτύπωση, σκέφτηκε, η εκτύπωση. Πως είχε καταφέρει να την αφήσει χωρίς να την εξαφανίσει. Εντάξει, καταλάβαινε πως ήταν σε περίεργη κατάσταση όταν έφυγε, αλλά ήταν πραγματικό κατόρθωμα να μην την δει ενώ βρισκόταν μπροστά στα μάτια του. Τι θα γινόταν αν την δει η προϊσταμένη την ώρα –την άγνωστη ώρα– που μαζεύει το σακάκι της από τον καλόγερο για να φύγει και που βρίσκεται μόλις δυο βήματα από κει; Και ίσως να μην είχε λόγο να κοιτάξει στο γραφείο του, δεν είναι δα και κανένα σημαντικό γραφείο, αλλά τι γίνεται αν κοιτάξει σε αυτό το ασήμαντο γραφείο και δει αυτό το βιογραφικό, και τι γίνεται στην περίπτωση που αποφασίσει να το διαβάσει από περιέργεια, από επαγγελματισμό πες, και τι γίνεται αν θυμηθεί πως λίγη ώρα νωρίτερα είχε διαβάσει άλλο ένα με τα ίδια στοιχεία, που της το είχε δώσει αυτός αλλά εντελώς αλλαγμένο;
«Είμαι ηλίθιος».
Μα πόσο πιθανό ήταν να προσέξει η προϊσταμένη μια απλή εκτύπωση στο γραφείο του, πόσο μάλλον να την διαβάσει, σίγουρα ήταν απίθανο, αλλά ακόμα και με τον νόμο τον πιθανοτήτων θα μπορούσε να είχε γίνει, για αυτό υπάρχουν οι πιθανότητες. Αλλά και πέρα από την επιστημονική σκοπιά, και θεολογικά να το δεις, ένα πόδι να σπάσει ο διάβολος που έχει τόσα και τι να τα κάνει, και να η εκτύπωση σε λάθος χέρια, όχι δηλαδή στα δικά του, και μια σαφέστατη μαρτυρία των πράξεων του να ανεβαίνει τις σκάλες προς τα γραφεία του δεύτερου ορόφου.
Αλλά και ο ηλικιωμένος υπάλληλος θα μπορούσε να την είχε μαζέψει, και κάποια καθαρίστρια θα μπορούσε, μπα, όχι, αυτές τέτοια ώρα δεν δουλεύουν, αλλά ένας φύλακας θα μπορούσε, τριγυρίζουν όλο το βράδυ εκεί μέσα. Το θέμα όμως δεν είναι μην την μαζέψει κάποιος αλλά να μην πέσει στα χέρια της προϊσταμένης, αλλά ακόμα ένα σπάσιμο διαβολικού ποδιού και όλα τα απίθανα γίνονται πιθανά, τι γινόταν σε περίπτωση που ο διάβολος είχε κέφια εκείνο το βράδυ και έσπαγε τα πόδια του να του περάσει η ώρα;
Ωραία αποτελέσματα θα είχε τότε το σχέδιο του, αντί να μπει αυτή - να βγει αυτός, αντί να πιάσει δουλειά αυτή που θέλει - να χάσει την δουλειά αυτός που δεν θέλει, να μείνουν και οι δυο απέξω, ή σκέψου να μπει αυτή και να βγει αυτός, ή, ακόμα χειρότερα, τι ειρωνεία, να μπει αυτή στην θέση αυτού, και τι σχέδιο θα σκεφτόταν μετά για να καταφέρει πάλι τέτοιους παράλογους στόχους, και που θα έβρισκε αυτός μετά δουλειά έτσι που θα τον συνόδευε η συστατική επιστολή του απατεώνα, κι έτσι που δεν είχε κανέναν δικό του άνθρωπο σε κάποια άλλη Εταιρία και με το ίδιο θάρρος να κλέψει για αυτόν.
Θάρρος; Ποιο θάρρος. Απελπισία πες καλύτερα, α, μην το σκέφτεσαι, τουλάχιστον όχι τώρα, το έχεις σκεφτεί από καιρό, το έχεις πάρει απόφαση και το έχεις ήδη κάνει, είχες σκεφτεί και τα πιθανά ενδεχόμενα, σκέψου τώρα τι γίνεται που άφησες την εκτύπωση πάνω το γραφείο, που έδωσες μόνος σου την δυνατότητα να πραγματοποιηθεί το άσχημο ενδεχόμενο, να δούμε τώρα πως θα ζήσεις αν πεταχτείς έξω, έτσι που έχεις ξεχάσει πως ζουν οι απέξω.
«Είμαι ηλίθιος».
Του ερχόταν πάλι να σηκωθεί και να τρέξει στο γραφείο να δει που βρίσκεται η εκτύπωση, παρόλο που ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν άδικος κόπος. Αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά έτσι που είχε κοιμηθεί βαριά πάνω στο τραπέζι και είχε ξυπνήσει απότομα, από ένα υποσυνείδητο που δεν ξέρει να λέει ψέματα ή δεν θέλει να τα λέει, και σε περιμένει πως και πως να κοιμηθείς σαν αρνάκι -ή σαν τούβλο- για να σε ξυπνήσει ύπουλα, με την σουβλιά μιας ενοχλητικής αλήθειας. Σκεφτόταν μόνο ότι έφερνε ένας ξαφνικός πανικός και η προαίσθηση μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, φαινομενικά αναπόφευκτης.
Θα ήταν χειρότερες οι σκέψεις του αλλά αποδείχτηκε ευτύχημα που δεν είχε σβήσει τα φώτα πριν τον πάρει ο ύπνος, όπως και την τηλεόραση που έπαιζε ακόμα. Υπήρχε έτσι ένα είδος ζωής μέσα στο διαμέρισμα, εικονικό φυσικά αλλά ικανό να τον φέρει σε λογικότερα επίπεδα νόησης, και να μην τον αφήσει να καταπλακωθεί από κάτι εξίσου μαύρο με τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής.
Σε αυτή τη μετάβαση στην λογική βοήθησε και το ρολόι δίπλα από μια στοίβα βιβλίων –ήταν περασμένες τρεις– γιατί τον έκανε να το κοιτάξει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και κάνοντας μαλάξεις μια στο σβέρκο και μια στο μουδιασμένο χέρι, και να σκεφτεί πως στην ουσία υπήρχαν δύο περιπτώσεις. Είτε η ξεχασμένη εκτύπωση είχε γίνει ήδη αντιληπτή είτε όχι, κι έτσι, όλες οι πιθανότητες καταστροφής μεταφέρονταν στο επερχόμενο πρωινό. Αυτήν την ώρα δεν φάνταζε πιθανή κάποια ενέργεια μέσα στην Εταιρία, εκτός αν ο διάβολος είχε όρεξη να τρέχει βραδιάτικα σε νοσοκομεία.
Αν την είχε μαζέψει η προϊσταμένη δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, ας ετοίμαζε από τώρα τις δικαιολογίες του. Και τα πράγματα του. Αν όχι, υπήρχε χρόνος να διορθώσει τα κακώς κείμενα το πρωί, με την ελπίδα να την αγνοούσε η προϊσταμένη όταν θα έμπαινε όπως πάντα πρώτη στα γραφεία. Μακάρι να είχε φορέσει ένα υπέροχο καινούργιο ταγέρ και να θαύμαζε την ομορφιά του σακακιού της στον καλόγερο αντί να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά για τυχόν ανωμαλίες στην καλή λειτουργία του γραφείου προσωπικού.
Καιγόταν όμως να μάθει τι είχε απογίνει η εκτύπωση, ίσως ο ηλικιωμένος υπάλληλος να μπορούσε να τον διαφωτίσει. Αλλά να τον έπαιρνε τηλέφωνο και να τον ρωτούσε τέτοιες μεσονύκτιες ώρες τι;, πέρασες από το γραφείο μου;, μάζεψες τίποτα από εκεί;, έφυγες μαζί με την προϊσταμένη;, ταυτόχρονα;, πες μου πως δεν έκατσε κι άλλο αυτή, πες μου πως φύγατε και οι δύο μαζί την ίδια ώρα, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός από την επιφάνεια του γραφείου μου, τώρα που το σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν να ήσασταν ζευγάρι και να φεύγατε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, Θεέ μου, τι λέω, πες μου απλά βρε συνάδελφε πως όλα είναι φυσιολογικά και τίποτα περίεργο δεν συνέβη τις ώρες που λείπω από την Εταιρία.
Ναι, μίλα με τον υπάλληλο που δεν θέλει να αποχωρήσει και πες του το καλύτερα στα ίσα, φίλε, έχω κάνει μια παρανομία, καλά, όχι ακριβώς παρανομία, μια μικρή υπέρβαση αρμοδιοτήτων, δυστυχώς σε αφορά, ναι, παραποίησα κάποια βιογραφικά και ακόμα παραποιώ, για να βοηθήσω μια κοπέλα να πάρει την θέση σου στη Εταιρία, εσύ ούτως ή άλλως θα φύγεις, δεν αλλάζει κάτι ότι κάνω, ξέχασα μόνο μια απόδειξη ενοχής πάνω στο γραφείο μου, ναι, μπροστά από την οθόνη και λίγο προς αριστερά, μπορείς να μου πεις πως έφυγες και δεν είδες τίποτα;, όχι, όχι, δεν αισθάνομαι ένοχος στην πραγματικότητα, το θεωρώ ηθικά συζητήσιμο, αισθάνομαι μεν χάλια για τις ενέργειες μου αλλά αν το καλοσκεφτείς αισθάνομαι γενικότερα χάλια, αλλά αν μου έλεγες πως τίποτα δεν έγινε αντιληπτό τότε θα αισθανόμουν λίγο καλύτερα.
Δεν έχω το τηλέφωνο του, συνειδητοποίησε ξαφνικά, κοίτα να δεις που δεν έχω το τηλέφωνο κάποιου που γνωριζόμαστε χρόνια. Δεν το χρειάστηκα βλέπεις ποτέ γιατί είμαστε μαζί όλη μέρα, και λίγο από την νύκτα, απέναντι ο ένας στον άλλον εδώ και πέντε ολόκληρα χρόνια, και ότι ήταν να πούμε το λέγαμε μέσα στα γραφεία. Και καλύτερα που δεν το έχω γιατί με βλέπω ικανό να του τηλεφωνήσω μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό και να τον ρωτήσω ακόμα πιο παράλογα πράγματα, να του φανερώσω από μόνος μου αυτό που ίσως έχει αγνοήσει, και πού ξέρεις τελικά πως ο ηλικιωμένος υπάλληλος δεν είναι από τους υπαλλήλους που λένε τα πάντα στις προϊσταμένες, αυτός ειδικά έχει κι ένα λόγο παραπάνω. Επιτέλους, σκέψου λογικά και πάρτο απόφαση, είτε την βρήκαν την εκτύπωση είτε όχι.
«Είμαι ηλίθιος».
Ανασηκώθηκε σε σχεδόν πλήρη καθιστή θέση. Τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού είχαν αρχίσει να αντιδρούν και τα δοκίμασε κουνώντας τα ένα ένα, σαν να έπαιζε κάποιο σκοπό σε κάποιο υποθετικό πιάνο, πιθανότατα το ρέκβιεμ των απολυμένων υπαλλήλων. Δυσκολευόταν πολύ να στρίψει το κεφάλι του προς εκείνη την μεριά γιατί είχε κλειδωθεί προς τα δεξιά, κι έτσι γύρισε προς τα αριστερά μονόπαντα, προς την τηλεόραση.
Συνήθως την άφηνε ανοικτή τα βράδια, όχι αυτή του σαλονιού αλλά αυτή της κρεβατοκάμαρας, όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί όπως ο φυσιολογικός κόσμος. Στην αρχή χαλάρωνε στα μαξιλάρια και παρακολουθούσε το οποιοδήποτε πρόγραμμα, ταινίες κυρίως, δεν είχε σημασία τι γιατί δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για την τηλεόραση. Τον εξυπηρετούσε μόνο σαν το μέσο που τον βοηθούσε να μη σκέφτεται και να επικεντρώνεται σε ένα σημείο προσοχής, αδιάφορο σε τι, ώσπου να ξεχαστεί και τον πάρει ο ύπνος.
Παλιότερα, όταν στριφογύριζε στο κρεβάτι διώχνοντας τις σκέψεις που είχαν κάνει κατάληψη του εναέριου χώρου, σαν ένα σμάρι μύγες που πετούσαν πάνω από το κεφάλι του διαγράφοντας όλων των ειδών τις τροχιές, άνοιγε την τηλεόραση και χάζευε για λίγο, ώσπου να διώξει την ένταση και να ξαναδοκιμάσει την τύχη του με τον ύπνο. Με τον καιρό την άφηνε όλο και πιο συχνά ανοικτή, χαμηλώνοντας την φωνή μέχρι του σημείου που ίσα να ακούγεται, ώστε γυρίζοντας στο πλάι να μην χάνει την επαφή μαζί της, και αντί να σκέφτεται να ακούει αυτήν, που φαινόταν να της αρέσει να βάζει τις σκέψεις του στα άδεια κεφάλια των ηρώων της.
Δεν θα έπιανε όμως για πάντα το κόλπο, δούλεψε για λίγο στην αρχή ώσπου το υποσυνείδητο αντιλήφθηκε τις παραπλανητικές του μεθόδους και άρχισε τα δικά του, καλή ώρα όπως απόψε, ή κακή ώρα, ανάλογα ποιο ρολόι κοιτάς και εμπιστεύεσαι. Και το μόνο συμπέρασμα που έβγαινε ήταν πως η μάχη συνειδητού και υποσυνείδητου καλά κρατούσε, μόνο που άφηνε ένα κεφάλι γεμάτο αναχώματα από πολεμικές συρράξεις.
Άφησε τις μαλάξεις και με το καλό χέρι έπιασε το τηλεκοντρόλ. Την έσβησε, αυτή τη φορά προτιμούσε να σκεφτεί.
Να σκεφτεί όμως τι; Μια απολογητική σειρά εξηγήσεων; Ένα κατεβατό δικαιολογιών ή την προοπτική ενός νέου τρόπου ζωής, αυτό των έξω, που ψάχνουν για δουλειά και που σύντομα ίσως τους ακολουθούσε στην ίδια αναζήτηση; Δεν ήταν νέος πια, δεν αισθανόταν νέος πια γιατί αν ήθελε νέος ήταν, αλλά ήταν από τους ανθρώπους που σε τέτοια ηλικία δεν θέλουν συγκλονιστικές αλλαγές, υποτίθεται πως έστρωνε την ζωή του στους προκαθορισμένους σταθμούς της ζωής, αν και μερικοί, εκ των πραγμάτων, του διαφεύγαν. Αλλά είχε βάλει την ζωή του στην προτεινόμενη πορεία και μπορούσε να διεκδικήσει εκ του ασφαλούς τους περαιτέρω σταθμούς, μια αύξηση, μια προαγωγή, μια οικογένεια, κι αν δεν γινόταν, να απολαύσει έστω την ασφάλεια της ρουτίνας.
Τι να απολαύσει όμως, μια άθλια ζωή ζούσε γεμάτη τυπικές υποσχέσεις, γεμάτη τυπικές προσδοκίες και τυπικά προνόμια, βασισμένη στο ότι ξέρεις πως έχεις αγαθά, δεν προλαβαίνεις να τα χαρείς αλλά τουλάχιστον ξέρεις πως τα έχεις, άστα εκεί να τα χαρείς όταν θα έχεις χρόνο. Και ακόμα κι αν δεν τα ‘χεις, έχεις την δυνατότητα να τα αποκτήσεις, ίσως όχι τώρα αλλά πάλεψε το λίγο ακόμα, λίγο πιο κάτω είναι και τα βλέπεις, σπούδασε, δούλεψε, ξανασπούδασε, ξαναδούλεψε, προσπάθεια χρειάζεται αλλά δεν είναι ανέφικτο, έτσι είναι οι ανηφόρες, φτάσε εκεί, άπλωσε το χέρι και πάρτα, γιατί για σένα είναι που το παλεύεις διαρκώς.
Ξέρεις άλλο τρόπο; Όχι. Φοβάσαι; Ναι. Μπορείς να κάνεις κάτι αυτή τη στιγμή; Όχι. Σταμάτα λοιπόν να σκέφτεσαι και άσε να έρθει το πρωινό να δεις τι απέγινε η εκτύπωση, θα έχεις άπλετο χρόνο να τα σκεφτείς όλα αυτά αν πραγματοποιηθεί το χειρότερο. Εξάλλου, είπαμε, είναι εντελώς απίθανο να της δώσει κάποιος σημασία, θα έπρεπε να γυρνάει από γραφείο σε γραφείο και να διαβάζει παρατημένα χαρτιά, και ποιος έχει όρεξη μετά από τέτοια ωράρια να διαβάζει παραπάνω σελίδες από όσες στριμώχνονται στην κανονική του εργασία.
Δεν τον ανακούφιζε όμως η σκέψη. Σηκώθηκε και περπάτησε νευρικά, διασχίζοντας το χολ και φτάνοντας στην πόρτα, όπου και στήριξε το κούτελο του επάνω της. Έμεινε εκεί.
Αν το πρωί ανακάλυπτε πως η εκτύπωση δεν ήταν πάνω στο γραφείο του, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως αυτή ήταν η κανονική, θα εξαφάνιζε απλώς την παραποιημένη από το ντουλάπι. Αλλά όχι, γιατί τότε θα ήταν ο λόγος του εναντίων της προϊσταμένης, θα ήταν σαν να προσπαθούσε να την βγάλει τρελή και πως είχε διαβάσει άλλα αντί άλλων. Και καλά, αν απολογούταν στον Τμηματάρχη πες πως θα είχε την ευκαιρία να ισχυριστεί αυτή την άποψη, αλλά η μόνη συζήτηση που θα είχε θα ήταν με αυτήν την ίδια, δεν θα έφτανε μέχρι τον Τμηματάρχη, και πώς να την πείσεις πως η εκτύπωση που κρατούσε στα χέρια της ήταν η ίδια με αυτήν που της είχε δώσει και την προηγούμενη φορά.
‘Είναι αυτή που βρήκατε στο γραφείο μου, πρόκειται σαφώς για κάποια παρεξήγηση’.
‘Αποκλείεται, θυμάμαι πολύ καλά πως ο συγκεκριμένος κύριος είχε απορριφθεί λόγω ελαχίστων προσόντων’.
‘Απλά υπήρχαν καλύτεροι υποψήφιοι και μου είπατε να την αρχειοθετήσω’.
‘Δεν απορρίπτουμε κανέναν με καλό βιογραφικό αν δεν εξεταστεί από τον Τμηματάρχη’.
‘Υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι και ο Τμηματάρχης έχει πολύ λίγο χρόνο’.
‘Αυτό είναι δουλειά του Τμηματάρχη να το αποφασίσει, εγώ έχω εντολή να απορρίπτω μόνο τα βιογραφικά κλάσης Γ’.
‘Ίσως και αυτό να είναι κλάση Γ’.
‘Όχι, αυτό είναι κλάση Α’.
‘Δεν ξέρω, κάποια παρεξήγηση θα έχει γίνει’.
‘Σίγουρα επρόκειτο περί παρεξηγήσεως, γιατί στο σύστημα έχω ανοικτό το βιογραφικό του εν λόγω κυρίου και βλέπω πως εδώ είναι κλάση Γ’.
‘Αλήθεια;’
‘Αλήθεια. Πως λοιπόν βγήκε μια διαφορετική εκτύπωση από το σύστημα;’
‘Ίσως να πρόκειται για κάποια συνωνυμία’.
‘Συνωνυμία;’
‘Ναι, ίσως έχουν έρθει δύο βιογραφικά με το ίδιο όνομα’.
‘Τότε θα πρέπει να ζουν στο ίδιο σπίτι και να έχουν την ίδια ημερομηνία γέννησης’.
‘Μήπως τότε μας έστειλε ο ίδιος κύριος το βιογραφικό του δυο φορές;’
‘Και είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους;’
‘Ίσως μεγαλοποίησε το δεύτερο για να έχει περισσότερες πιθανότητες’.
‘Θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να υπάρχουν στο σύστημα δύο αιτήσεις εργασίας, με το ίδιο όνομα’.
‘Ναι, προφανώς’.
‘Υπάρχει όμως μόνο μία αίτηση και μόνο μία εκτύπωση, αυτή που κρατάω. Και το βιογραφικό στο σύστημα με αυτό της εκτύπωσης είναι διαφορετικά’.
‘Θα έχει γίνει κάποιο μπέρδεμα που δεν μπορώ να το σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Δώστε μου λίγο χρόνο να ξεκαθαρίσω τι έχει γίνει’.
‘Δεν θυμάστε αν έχετε εκτυπώσει δύο τέτοια βιογραφικά;’
‘Όχι, αυτή τη στιγμή όχι, η μνήμη μου δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση τον τελευταίο καιρό. Και η ώρα που τα εκτύπωσα ήταν περασμένη’.
‘Καταλαβαίνω την κούραση εκείνης την στιγμή. Αλλά δεν πρέπει να παραμερίζετε την τυπικότητα σας’.
‘Όχι, δεν την παραμερίζω’.
‘Η εκτύπωση όμως δύο τέτοιων βιογραφικών θα απαιτούσε δύο αιτήσεις στο σύστημα’.
‘Ναι, πράγματι’.
‘Και όπως είπα, υπάρχει μόνο μία’.
‘Ναι’.
‘Άρα πρόκειται για κάτι άλλο’.
‘Ναι, μάλλον’.
‘Το μπέρδεμα γίνεται μεγαλύτερο γιατί αυτήν την εκτύπωση την βρήκα πάνω στο γραφείο σας. Θυμάμαι όμως πως εσείς πήγατε κατευθείαν στο ντουλάπι μόλις φύγατε από το γραφείο μου και την αρχειοθετήσατε’.
‘Έχετε πολύ καλή μνήμη’.
‘Ναι, είναι αλήθεια’.
‘Κάποιο λάθος θα έχει γίνει’.
‘Θυμάμαι πως επίσης φύγατε αμέσως μόλις κλείσατε το ντουλάπι, και χωρίς να βγάλετε κάποια εκτύπωση από αυτό’.
‘Μήπως δεν προσέξατε καλά;’
‘Σας πρόσεξα άριστα, είναι μέρος των καθηκόντων μου’.
‘Τότε, έτσι έχουν τα πράγματα’.
‘Άρα υπάρχει μία αίτηση εργασίας και δύο εκτυπώσεις’.
‘Ναι, τώρα που το σκέφτομαι υπάρχουν δύο εκτυπώσεις’.
‘Του ίδιου βιογραφικού;’
‘Ναι, νομίζω πως ναι’.
‘Και γιατί εκτυπώσατε το ίδιο βιογραφικό δυο φορές;’
‘Τώρα θυμάμαι, έκανα λάθος, πάτησα δυο φορές το πλήκτρο εκτύπωσης’.
‘Αλλά αυτή είναι διαφορετική με εκείνη που μου είχατε δώσει την προηγούμενη φορά’.
‘Όχι, είναι η ίδια’.
‘Θυμάμαι πολύ καλά’.
‘Μερικές φορές η μνήμη παίζει παιχνίδια’.
‘Ναι, η μνήμη είναι περίεργη. Αλλά το συγκεκριμένο γεγονός το θυμάμαι πολύ καλά’.
‘Η δικιά μου, αντίθετα, με προδίδει συχνά’.
‘Ας μην συζητήσουμε για τις μνήμες, παρακαλώ, φέρτε μου από το αρχείο εκείνο το βιογραφικό να τα αντιπαραθέσουμε και να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση’.
‘Δυστυχώς, δεν μπορώ’.
‘Γιατί;’
‘Το πέταξα’.
‘Το πετάξατε;’
‘Από λάθος, το έμπλεξα μαζί με άλλα χαρτιά που ήταν για πέταμα’.
‘Πότε έγινε αυτό;’
‘Σήμερα το πρωί, μόλις ήρθα στο γραφείο’.
‘Δεν είδα να ανοίγετε το ντουλάπι’.
‘Ήσασταν απασχολημένη στον υπολογιστή’.
‘Και για ποιο λόγο βγάλατε το βιογραφικό από το ντουλάπι;’
‘Νόμιζα πως το είχα ξεχάσει και δεν σας το είχα δώσει για εξέταση’.
‘Και παρόλα αυτά, αντί να μου το δώσετε το πετάξατε’.
‘Κατά λάθος’.
‘Καταλαβαίνετε πως αυτά που λέτε δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη;’
‘Ναι, καταλαβαίνω. Δώστε μου λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβω τι έχει γίνει’.
‘Έχετε τον χρόνο σας. Αλλά αν πρόκειται πραγματικά περί λάθους, ίσως χρειαστεί να το διορθώσουμε’.
‘Πώς;’
‘Ίσως χρειαστεί να επικοινωνήσουμε με τον εν λόγω κύριο για κάποιες διευκρινήσεις’.
‘...’
‘Καταλαβαίνετε φυσικά πως για μια θέση στην Εταιρία αναζητάμε τους καλύτερους, και δεν μπορούμε να αφήσουμε χωρίς αξιολόγηση βιογραφικά που ενδεχομένως να έχουν απορριφθεί εξαιτίας κάποιου... λάθους’.
‘...’
‘Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια θέση στα δικά μας γραφεία, ένας μελλοντικός συνάδελφος’.
‘...’
‘Που θα πάρει την θέση ενός συναδέλφου που έχει κερδίσει πέρα από κάθε αμφισβήτηση την εκτίμηση και τον σεβασμό της διοίκησης, και φυσικά την δικιά μας’.
‘...’
‘Και αν φυσικά αποδειχτεί πως το λάθος είναι μεγαλύτερο, ίσως χρειαστεί να προβούμε και σε περισσότερες ενέργειες’.
‘Όπως;’
‘Ίσως χρειαστεί –πιθανώς- να επανεξετάσουμε την εσωτερική διαδικασία των προσλήψεων. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε την έλλειψη τυπικότητας από τη μεριά σας’.
‘...’
‘Ίσως χρειαστεί μάλιστα να επανεξετάσουμε όλα τα βιογραφικά που έχουμε απορρίψει’.
‘...’
 ‘Φυσικά, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε κόπο και χρόνο, αλλά οι κατάλληλες διευκρινήσεις με τον Τμηματάρχη θα βάλουν τα πράγματα σε μία τάξη. Όπως και όλες τις επόμενες μας ενέργειες’.
‘Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως ότι έγινε, έγινε εξαιτίας κάποιου λάθους...’
‘Είμαι σίγουρη, δεν μπορώ να φανταστώ πως πρόκειται για κάτι άλλο. Πηγαίνετε λοιπόν στην εργασία σας και θα επιληφθώ του θέματος, με ιδιαίτερη προσοχή. Προς το παρών, έχετε τον χρόνο να ανακαλύψετε το λάθος σας’.
Όχι, δεν χωρούσαν δικαιολογίες. Αν η προϊσταμένη είχε καταλάβει, καλύτερα να αποδεχόταν τις ευθύνες του. Όχι τόσο για λόγους ηθικής, ανύπαρκτο το σύστημα ηθικών αξιών στις μέρες μας, αλλά αφού ήταν αναπόφευκτο το αποτέλεσμα ας μην γινόταν και γελοίος. Πριν το τέλος μπορείς κάλλιστα να συμπεριφερθείς σαν αυτός που θα ήθελες να ήσουν.
Αλλά οι πιθανότητες δεν ήταν από την άσχημη μεριά. Όσο η λογική ξυπνούσε ολοένα και πιο πολύ, υπερνικώντας τις ενστικτώδης του φοβίες, ο υπάλληλος κατέληγε πως η εκτύπωση θα παρέμενε στο γραφείο του, τουλάχιστον ως το πρωί. Και στηριγμένος πάντα με το κεφάλι στην πόρτα, και αδυνατώντας να βρει πειστικές δικαιολογίες, αποφάσισε με τα πολλά τέσσερα πράγματα.
Πρώτον, πως αν είχε αποκαλυφθεί η απάτη του θα αποχωρούσε αξιοπρεπώς. Δεύτερον, πως αν δεν είχε αποκαλυφθεί δεν θα τσιγκλούσε άλλο την τύχη του, την είχε φτάσει ήδη στα άκρα. Από δω και στο εξής δεν θα παραποιούσε άλλα βιογραφικά, έκρινε πως ότι είχε κάνει ήταν αρκετό για να πετύχει τον, όπως και να τον δεις, εξωφρενικό του στόχο, κι αν ήθελε η τύχη πια, ας ζύγισε δίκαια τι είχε ριψοκινδυνέψει και ας τον αντάμειβε όπως αυτή νόμιζε. Τρίτον, αποφάσισε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναπάρει ο ύπνος και πως οι ώρες που απέμεναν μέχρι να φύγει για την εργασία του ήταν λίγες. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και ο ίδιος πιασμένος παντού. Ένα μπάνιο, μια αλλαξιά ρούχα και ένας καφές θα ήταν οι καλύτεροι οικοδεσπότες στην λογική.
Τέταρτον, όσο αφορά το άδειο στομάχι, ο υπάλληλος αποφάσισε πως δεν είχε όρεξη να φάει μπουκιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου