Κεφάλαιο 14


Ότι είχε απομείνει ήταν ο απόηχος της πιο σκληρής διαμαρτυρίας που είχε γνωρίσει ποτέ το ντουλάπι. Σκληρής σε όλες τις φωνές, από αυτούς που έβριζαν έως αυτούς που έκλαιγαν. Από αυτούς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους αδικημένους έως αυτούς που αντιτάσσονταν στα όσα είχαν ακούσει από τον Κρεμασμένο. Ακόμα και στα μοιρολόγια υπήρχε μια σκληράδα, όχι συνέχεια αλλά στα μικρά σποραδικά τους ξεσπάσματα και στις στιγμιαίες εξάρσεις, που συνοδεύονταν από κατάρες στον υπάλληλο και αναφορές στον μοναδικό τους σκοπό, που είχαν στερηθεί από μία μοχθηρή επέμβαση. Ακόμα και η φωνή των πιο αισιόδοξων ήταν σκληρή, παρόλο που είχαν αντιμετωπίσει τις τελευταίες εξελίξεις σαν μια αναζωογονητική ελπίδα.
Τώρα πια ακουγόταν μόνο ένας αποδυναμωμένος θόρυβος, που στο σύνολο του έμοιαζε με αναφιλητό και προερχόταν από όσα βιογραφικά δεν είχαν εξαντληθεί τελείως και φώναζαν με το τελευταίο τους κουράγιο. Από τους υπόλοιπους, οι απαισιόδοξοι είχαν παραδοθεί στα λείψανα μιας κατακερματισμένης ψυχολογίας. Οι αισιόδοξοι, καταπονημένοι από τις δικιές τους φωνές που είχαν αλληλοεξουδετερωθεί από την αντιπαράθεση με τους προηγούμενους, είχαν βουλιάξει κουρασμένοι και αυτοί, περιμένοντας την επόμενη μέρα, ή την οποιαδήποτε επόμενη ημέρα, που θα ερχόταν η λύτρωση.
Το πρώτο βράδυ του κ. Βασιλείου στο ντουλάπι είχε συνοδευτεί από αυτόν τον άνευ προηγουμένου ανεμοστρόβιλο. Ήταν τόση η δύναμη και η διάρκεια του που με τον κ. Διαμαντόπουλο δεν είχαν καταφέρει να ανταλλάξουν κουβέντα για ώρες, παρά την τόσο κοντινή απόσταση που είχαν ο ένας με τον άλλον. Οι λίγες απόπειρες να μιλήσουν είχαν σαν αποτέλεσμα την σιωπηρή απόφαση να το αναβάλλουν για αργότερα.
Ο κ. Βασιλείου είχε παρακολουθήσει αυτόν τον κυκεώνα φωνών που έμοιαζαν ικανές να σηκώσουν το ντουλάπι στον αέρα και να αρχίσουν να το γυροφέρνουν στα γραφεία. Τις είχαν πυροδοτήσει τα τελευταία λόγια του Κρεμασμένου και ο ίδιος είχε αισθανθεί μια μικρή λιποψυχία. Αλλά οι φωνές δεν είχαν κρατήσει πολύ την άναρχη μορφή τους στέλνοντας ήχους εδώ κι εκεί, γιατί σχεδόν αμέσως η πόρτα είχε ανοίξει ξανά και είχε εμφανιστεί η προϊσταμένη, που εν αγνοία της συγκέντρωσε πάνω της όλα τα πυρά. Στο χέρι της κρατούσε την εκτύπωση από το γραφείο του υπαλλήλου.
Η προϊσταμένη είχε κοιτάξει μέσα στο χάος του ντουλαπιού και με ένα αισθητό γούρλωμα των ματιών της είχε απηυδήσει από την ακαταστασία των χαρτιών. Τους είχε παρατηρήσει από πάνω μέχρι κάτω, σαν να μην πιστεύει αυτό που βλέπει, και ήταν βέβαιο πως αυτό που έβλεπε δεν της άρεσε καθόλου.
Δεν είχε ασχοληθεί όμως περισσότερο. Ο κ. Βασιλείου την είχε δει να κουνά το κεφάλι της με αποδοκιμασία και μετά να σταματά να τους περιεργάζεται και να σκύβει στο τέταρτο ράφι. Είχε ανασηκωθεί κρατώντας τον καινούργιο στο ελεύθερο χέρι της.
Ο καινούργιος μιλούσε πιο γρήγορα από ποτέ, το ίδιο και η πρώτη, αυθεντική εκτύπωση. Προσπαθούσαν και οι δυο να της πουν την αλήθεια χωρίς να παίρνουν ανάσα, εξηγώντας, αναλύοντας, παρακαλώντας. Αλλά δεν πείραζε που αυτή δεν άκουγε κανέναν από τους δύο γιατί σκοπός της ήταν ούτως ή άλλως να τους διαβάσει. Όπως κι έκανε, με μια ψυχρή έκφραση πίσω από τα γυαλιά της.
Η προϊσταμένη είχε ξεφυλλίσει τις δύο εκτυπώσεις εναλλάξ. Τις είχε συγκρίνει διεξοδικά, κουνώντας κάθε τόσο το κεφάλι της αυταρχικά και σουφρώνοντας τα χείλια. Στο τέλος, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως είχε καταλάβει. Ο κ. Βασιλείου την είχε δει να βάζει την μία εκτύπωση πάνω στην άλλη και να τις παίρνει μαζί της. Κάποιοι από το ντουλάπι είχαν φωνάξει να πάρει και αυτούς.
Αυτό ήταν που είχε δημιουργήσει ένα κύμα αισιοδοξίας στο ντουλάπι. Πολλά βιογραφικά, μετά την επιβεβαίωση της απάτης από τον Κρεμασμένο, είχαν δει και την ανέλπιστη αποκάλυψη της από την προϊσταμένη. Τώρα, υπήρχαν βάσιμες ελπίδες πως θα ξεσκεπαζόταν ο υπάλληλος και θα ακολουθούσε η πολυπόθητη επανεξέταση.
Κάτι που δεν συμμερίζονταν όλοι. Τα περισσότερα βιογραφικά, τυφλωμένα από οργή, είχαν μείνει στα λόγια του Κρεμασμένου και δεν είχαν αντιληφθεί την σημασία τού να φεύγει η προϊσταμένη με τις δύο εκτυπώσεις στα χέρια. Απλά συνέχισαν την διαμαρτυρία τους. Έτσι είχαν δημιουργηθεί δύο ομάδες στο ντουλάπι, που σχεδόν συναγωνίζονταν η μία την άλλη για να ακουστεί η άποψη τους, χωρίς τελικά να υπερισχύει καμία.
 Ο κ. Βασιλείου στην αρχή είχε ταχθεί από την μεριά των αισιόδοξων, αν και φυσικά δεν είχε πει κουβέντα. Δεν ήταν όλοι από αυτούς υποψήφιοι για το γραφείο προσωπικού αλλά καταλάβαινε των πόθο τους να πιστέψουν πως η απάτη αφορούσε και τις δικές τους θέσεις εργασίας. Κάτι που βέβαια ούτε ο ίδιος γνώριζε στα σίγουρα, παρά το ότι ο Κρεμασμένος είχε αναφερθεί μόνο σε όσους έμοιαζαν με τον καινούργιο.
Όταν η προϊσταμένη είχε συγκρίνει τις δύο εκτυπώσεις, ο κ. Βασιλείου είχε πραγματικά αναθαρρήσει. Τώρα όμως που η ελπίδα δεν είχε μια αόριστη μορφή αλλά ήταν χειροπιαστή, είχε βάλει τα δεδομένα κάτω και είχε σκεφτεί πιο λογικά. Και αυτά που είχε συνειδητοποιήσει ήταν τόσο απαισιόδοξα που τον έκαναν ώρα με την ώρα να χάνει το κουράγιο του όλο και πιο πολύ.
 «Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που θα περίμενες» ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσε από τον κ. Διαμαντόπουλο, όταν μπορούσε πια να ακουστεί.
Ο κ. Βασιλείου τον άκουσε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
«Δεν σε ακούω να λες τίποτα...» είπε προβληματισμένος ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Ναι, πράγματι...» απάντησε στην προηγούμενη κουβέντα του ο κ. Βασιλείου.
«Και απάτη και αποκάλυψη. Θα πρέπει να είσαι ικανοποιημένος».
«Ναι, νομίζω πως υπάρχει μια προοπτική...»
«Δεν φαίνεσαι και τόσο σίγουρος».
«Όχι, είναι πολύ πιθανό τώρα να ακολουθήσει επανεξέταση...»
«Δεν το ξέρω αυτό, αλλά ότι θα υπάρξει συνέχεια στην ιστορία θα υπάρξει» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Το καλό είναι πως στην Εταιρία υπάρχει τυπικότητα. Οι διαδικασίες είναι πολύ αυστηρές, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων».
Έκανε μια παύση και μετά είπε:
«Ο υπάλληλος πάντως την έχει βάψει. Κι αν όλα πάνε καλά, θα γίνει και η επανεξέταση».
Ο κ. Βασιλείου δεν είπε τίποτα.
«Γλυτώσαμε και από την πολυλογία του καινούργιου...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Θα πρέπει να τον πήρε σαν απόδειξη».
«Ναι. Αύριο τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη τον υπάλληλο. Με τέτοιο πρόσωπο πάντως, η προϊσταμένη δεν χρειάζεται πολλά για να σε τρομάξει. Δεν θα ήθελα να την βλέπω να με κατηγορεί κιόλας...»
«Θα τον απολύσουν;»
«Δεν ξέρω, αλλά θα του άξιζε».
«Για ποιο λόγο να το έκανε;»
«Δεν υπάρχει λόγος. Αυτό που έκανε είναι τουλάχιστον αισχρό. Κάθε γραμμή που αφαίρεσε από τον καινούργιο είναι χρόνια προσπάθειας από τον εκπρόσωπο του».
«Ναι».
Η φωνή του κ. Βασιλείου ήταν πεσιμιστική. Ο κ. Διαμαντόπουλος το είχε προσέξει.
«Τι τρέχει;» τον ρώτησε.
Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα.
«Αν γίνει επανεξέταση...» είπε ο κ. Βασιλείου, κόβοντας την φράση του στη μέση.
«Ε, τι;»
«Ποιους θα εξετάσουν;»
«Τι ποιους; Όσους ήταν υποψήφιοι για την θέση στο γραφείο προσωπικού και απορρίφθηκαν».
«Αλλά όχι εμάς».
«Τι εννοείς;»
Ο κ. Βασιλείου κούνησε το βλέμμα λυπημένος. Κοίταξε κάπου μες στα σκοτάδια και μετά είπε:
«Δεν μπορούν να συγκρίνουν εμάς εδώ μέσα. Για να γίνει επανεξέταση, θα πρέπει να διαβάσουν τα κανονικά βιογραφικά των εκπροσώπων μας. Εμείς δεν χρειαζόμαστε σε τίποτα. Είμαστε όπως είμαστε πια. Είτε κλεμμένοι είτε όχι. Δεν μας χρειάζονται».
«Τα κανονικά βιογραφικά δεν υπάρχουν, είναι αλλοιωμένα και στον υπολογιστή».
«Από εμάς όμως δεν μπορούν να βγάλουν κανένα συμπέρασμα. Έχουμε ελάχιστα προσόντα, ακόμα κι αν κανονικά είχαμε περισσότερα».
Ο κ. Διαμαντόπουλος έκανε μια παύση. Μετά είπε:
«Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Μπορεί να καλέσουν κατευθείαν όλους τους απορριφθέντες εκπροσώπους για συνέντευξη και να διαπιστώσουν τα προσόντα σας εκεί».
«Ξέρετε πόσοι υποψήφιοι ήμασταν;»
«Φαντάζομαι».
«Οι συνεντεύξεις είναι χρονοβόρες. Θα ήταν πιο εύκολο να ζητήσουν από τους υποψήφιους να ξαναστείλουν τα βιογραφικά τους για να τα δουν πριν τους καλέσουν».
«Δεν είναι όμως η μόνη πιθανότητα».
«Εσείς το πιστεύετε πραγματικά;»
Ο κ. Διαμαντόπουλος συνοφρυώθηκε. Όχι, δεν το πίστευε πραγματικά. Ο κ. Βασιλείου είχε δίκιο. Παρόλα αυτά είπε:
«Είδες πως η προϊσταμένη πήρε τον καινούργιο. Αυτός βγήκε από το ντουλάπι...»
«Ναι, τον πήρε. Όπως πήρε και την άλλη εκτύπωση. Ακόμα όμως κι αν ο εκπρόσωπος τους προσληφθεί, ποια από τις δύο εκτυπώσεις θα πάει στο ντουλάπι των επιτυχημένων;»
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν απάντησε.
«Υπάρχει περίπτωση να πάνε και οι δύο;... Ή ο κλεμμένος; Ο λίγος;...» είπε ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος ξεφύσηξε.
«Όχι, δεν νομίζω. Αλλά μην ξεχνάς πως ο κλεμμένος είναι έξω τώρα».
«Που θα τον πάνε;»
Πώς να του έλεγε ο κ. Διαμαντόπουλος πως από την στιγμή που θα τον έδειχνε η προϊσταμένη στον υπάλληλο θα ήταν τελείως αχρείαστος και πως, ή θα τον ξανάφερναν εδώ μέσα ή θα κατέληγε στο καλάθι των σκουπιδιών. Ή σε εκείνο το εφιαλτικό μηχάνημα στα δεξιά του υπαλλήλου, που έκοβε σε λωρίδες τα άχρηστα χαρτιά σαν κι αυτούς.
«Όπου και να τον πάνε» είπε αποφασιστικά, «τώρα είναι εκεί έξω».
Σειρά του κ. Βασιλείου να μην μιλήσει.
«Αν γίνει επανεξέταση» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «θα βγεις κι εσύ έξω».
Η απαισιοδοξία όμως είχε κατακλύσει τον κ. Βασιλείου. Ήταν προφανές πως στο ντουλάπι των επιτυχημένων δεν θα πήγαινε ποτέ. Αν ήταν κλεμμένος, δεν είχε καμία αξία. Αν δεν ήταν, πάλι δεν είχε αξία. Δύο μόνο σελίδες ήταν τα προσόντα του.
Η σκέψη πως ίσως έβγαινε έξω σαν τον καινούργιο δεν ήταν αρκετά παρήγορη, γιατί καταλάβαινε πως δεν υπήρχε λόγος να τον άφηναν για πάντα εκεί. Τα βιογραφικά κάπου πρέπει να καταλήξουν, και όχι να παραμένουν άσκοπα πάνω σε κάποιο γραφείο.
Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκε φιλικό το σκοτάδι. Τον βοηθούσε να κρύψει την απελπισία του.
«Είχατε δίκιο» είπε. Η φωνή του ήταν για λύπηση.
«Για ποιο πράγμα;»
«Δεν θα ξαναβγώ από αυτό το ντουλάπι».
Για τον κ. Διαμαντόπουλο δεν ήταν καινούργια η διαπίστωση. Αυτός το ήξερε από την αρχή.
«Μην χάνεις το κουράγιο σου» του είπε, «υπάρχουν καινούργια δεδομένα τώρα».
Αλλά το κουράγιο του κ. Βασιλείου είχε εξανεμιστεί. Είχε φύγει από τα λευκά περιθώρια των λιγοστών του σελίδων. Τώρα αισθανόταν πραγματικά το βάρος της μόνιμης διαμονής του στο ντουλάπι. Ο μοναδικός του σκοπός ήταν ανέφικτος.
Αυτούς τους τοίχους, που τέτοια ώρα δεν φαινόντουσαν, δεν ήξερε πως θα τους αντέξει. Η ελπίδα να εκπληρώσει το σκοπό του δεν υπήρχε πια, κι αν έβγαινε θα ήταν μόνο για προσωρινά. Το να κοιτά έξω, σύμφωνα με τον Κρεμασμένο ήταν ανυπόφορο. Ουτοπία ήταν επίσης και η λογική συνύπαρξη με τους άλλους. Θα έπρεπε να ζήσει υποφέροντας το χάος κάθε φορά που άνοιγε το ντουλάπι, κάτι που απεχθανόταν.
Δεν έβρισκε τίποτα που θα τον έκανε να αντέξει τους, ποιος ξέρει πόσους μήνες, ή και χρόνια, που θα έμενε εδώ. Είχε χάσει σχεδόν όλα τα στηρίγματα όπου θα μπορούσε να κρατηθεί. Και υπήρχε και αυτή η αμφιβολία αν ήταν κλεμμένος ή όχι. Αλλά κι αυτό δεν μπορούσε να το μάθει. Ήταν αργά ακόμα και για απαντήσεις.
Γιατί πριν η προϊσταμένη αποχωρήσει με τις δύο εκτυπώσεις στο χέρι, την είχε δει να ρίχνει μια τελευταία ματιά στο ντουλάπι, φανερά ενοχλημένη από το θέαμα. Την είχε δει να καταλήγει η ματιά της στον Κρεμασμένο, να καταλαβαίνει πως είναι αστείος και να τον ξεκρεμάει με μια απότομη κίνηση –το λιγότερο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή για να σουλουπώσει το ντουλάπι. Τον είχε κάνει μπάλα μέσα στην αριστερή της παλάμη και τον είχε πάρει μαζί της για να τον πετάξει. Μετά είχε κλείσει το ντουλάπι και, λίγες στιγμές αργότερα, τα φώτα είχαν σβήσει τελείως, φέρνοντας αυτό το απόλυτο σκοτάδι.
Αυτός που ίσως ήξερε την αλήθεια δεν υπήρχε πια, είχε δει την τελευταία του δύση. Και ο κ. Βασιλείου θα ήθελε ακόμα να μάθει, γιατί θα μπορούσε τουλάχιστον να λέει στον εαυτό του πως άξιζε ή δεν άξιζε την θέση που του είχαν δώσει. Ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να κρατηθεί, η ηθική δικαίωση, αν και χωρίς την ελπίδα να πάει στο άλλο ντουλάπι του φαινόταν μάταιο.
Μέσα στην δική του αμφιβολία, αναρωτήθηκε πόσοι εκεί μέσα να ήταν κλεμμένοι, και ξαφνικά, ο κ. Βασιλείου μίσησε τον υπάλληλο. Γιατί δεν μπορούσε κάποιος να τους καταδικάζει έτσι, κλέβοντας. Τα βιογραφικά δεν ήταν ένα απλό χαρτί που το εκτυπώνεις και το βάζεις σε ένα ντουλάπι με τόσο ελαφριά καρδιά, δεν μπορούσες να σβήνεις αράδες που αντικατοπτρίζουν την σημαντική προσπάθεια που είχε αφιερώσει ο εκπρόσωπος τους για να γραφούν.
Ένα βιογραφικό είναι η απεικόνιση μιας ολόκληρης ζωής, είναι συμπυκνωμένος όλος ο κόπος, ο επενδυμένος χρόνος, ένα βιογραφικό είναι το εισιτήριο για την επιτυχία. Και ίσως ο δικός του εκπρόσωπος, όπως και τόσων άλλων, να είχε αφιερώσει την ζωή του στο να τον κάνει ένα βιογραφικό άξιο για το ντουλάπι των επιτυχημένων, μια σωστά αφοσιωμένη ζωή στην καταγραφή γραμμών, που κάποιος μπορούσε με τόση ευκολία να σβήνει.
Αλλά το μίσος που ένοιωσε δεν τον τροφοδότησε με ενέργεια ούτε τον ξεσήκωσε. Είχε έρθει να τον σκεπάσει σαν κουβέρτα καθώς ήταν πεσμένος και καταβεβλημένος από την στεναχώρια.
Ο κ. Διαμαντόπουλος θα ήθελε να φωτίσει λίγο το σκοτάδι και να δει το βλέμμα του κ. Βασιλείου. Αλλά η σιωπή του τα έλεγε όλα, κι αυτός είχε δει τόσα πολλά που ήξερε τι γινόταν. Είχε λυγίσει, και πολύ νωρίς μάλιστα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος σήκωσε το βλέμμα του, άκουσε το θλιβερό μουρμουρητό που είχε απομείνει στα ράφια και είπε:
«Σα ροχαλητό δεν ακούγεται;...»
«Ναι» απάντησε ο κ. Βασιλείου.
«Τι λες να τους ξυπνήσουμε με αγριοφωνάρες;»
Ήταν το πιο θλιμμένο χαμόγελο που είχε βγάλει ο κ. Βασιλείου, αν και κανείς δεν το είδε.
Όμως, δεν είχε το κουράγιο ούτε να ψιθυρίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου