Κεφάλαιο 15


Αν εξαιρέσεις την αγωνία και τα κουρασμένα του μάτια από τον άσχημο ύπνο, ο υπάλληλος ήταν σε καλή κατάσταση το πρωί. Είχε περάσει τις υπόλοιπες ώρες καθισμένος στο σαλονάκι με ένα φλιτζάνι καφέ πάνω στο τραπέζι, σε ένα σημείο που είχε καθαρίσει από χαρτιά και βιβλία. Όταν έβλεπε άδειο τον πάτο το ξαναγέμιζε από την καφετιέρα στην κουζίνα, και γυρνώντας από εκεί στεκόταν για λίγο όρθιος στο παράθυρο. Ψιλόβρεχε όλο το βράδυ. Μετά ξαναγυρνούσε στον καναπέ και καθόταν σκεπτικός, προσπαθώντας να συγκρατήσει το πόδι του που κουνιόταν νευρικά.
Δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με ότι υπήρχε πάνω στο τραπέζι, ούτε με το υλικό του πανεπιστημίου ούτε με τον φορητό υπολογιστή. Ούτε και με την τηλεόραση είχε ασχοληθεί, την είχε ανοίξει κανά δυο φορές, μόνο και μόνο για να την ξανακλείσει αμέσως.
Η νωρίτερη ώρα που θα του επέτρεπαν να μπει στην Εταιρία ήταν στις 8. Είχε την πολυτέλεια να καθυστερήσει μία ώρα, την οποία θα αναπλήρωνε στο τέλος της ημέρας ώστε να συμπληρώσει το κανονικό του ωράριο, μαζί με τις ώρες αφοσίωσης. Δεν ήξερε τι ώρα πήγαινε η προϊσταμένη στο γραφείο της αλλά θυμόταν από τις πρώτες μέρες, όταν τον είχαν προσλάβει και πήγαινε πρωί πρωί στην εργασία του, πως ήταν ήδη εκεί. Ο ηλικιωμένος υπάλληλος έμπαινε στις 8 ακριβώς, τον είχε πετύχει μάλιστα κανά δυο φορές να έχει έρθει νωρίτερα και να περιμένει στον προθάλαμο, ανταλλάσοντας κανά δυο κουβέντες στην εταιρική γλώσσα με τον φύλακα που είχε υπηρεσία. Οι άλλοι δύο συνάδελφοι ερχόντουσαν γύρω στις 8.30 ενώ ο ίδιος είχε αποφασίσει από καιρό να εξαντλεί το χρονικό του περιθώριο και να πηγαίνει στις 9.
Σήμερα όμως θα πήγαινε το συντομότερο δυνατόν, αφήνοντας όσο λιγότερο χρόνο μπορούσε στην προϊσταμένη για να βρίσκεται στα γραφεία ταυτόχρονα με την εκτύπωση. Αν δεν την είχε ανακαλύψει το προηγούμενο βράδυ, ευελπιστούσε πως το πρωί θα κλεινόταν στα πλεξιγκλάς της πίνοντας καφέ, και χωρίς λόγους για να σηκώνεται από εκεί. Η ανυπαρξία ανθρώπινων κινήσεων στον χώρο αλλά και το ότι ποτέ δεν είχε προκύψει κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, τον έκανε να πιστεύει πως θα απολάμβανε την ησυχία των γραφείων με μια καθιστική διάθεση.
Όταν όμως τα γραφεία θα γέμιζαν από υπαλλήλους, το μάτι της θα γινόταν αεικίνητο. Αρκετές φορές μάλιστα θα σηκωνόταν από την θέση της πηγαίνοντας από πάνω τους, δίνοντας συμβουλές ή επικρίσεις. Υπήρχαν έτσι πολλές πιθανότητες να καταλήξει η ματιά της και πάνω στο δικό του γραφείο, ακόμα κι αν αυτός δεν βρισκόταν εκεί.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτός τώρα πια ήταν να φτάσει πριν από όλους τους άλλους, όταν ακόμα τα γραφεία θα βρισκόντουσαν σε μια κατάσταση νάρκωσης. Καμία άλλη δυνατότητα δεν είχε, και με την ελπίδα πάντα να μην είχε συμβεί τίποτα μέχρι τώρα.
Αλλά κυρίως ήθελε να φτάσει νωρίς γιατί έτσι δεν θα είχε πια αμφιβολίες. Αυτό που έκανε τα πόδια του να θέλουν να τρέξουν και το στήθος έτοιμο να εκραγεί ήταν να δει που βρίσκεται η εκτύπωση. Όταν θα το μάθαινε, θα ηρεμούσε.
Την ώρα που έπρεπε να ετοιμαστεί για να φύγει, το ψιλόβροχο έξω είχε γίνει δυνατή βροχή.
Παρόλα αυτά είχε προσέξει ιδιαίτερα την εμφάνιση του. Είχε φορέσει το καλύτερο κουστούμι του και το πιο σιδερωμένο πουκάμισο, με τα χρώματα που του ταίριαζαν πιο πολύ, και είχε καλοχτενιστεί με την φροντίδα μιας νυχτερινής εξόδου. Είχε πάρει μια ομπρέλα και είχε κλείσει την πόρτα του διαμερίσματος έχοντας το σώμα του σε μια τάξη –αν και νηστικό– και έχοντας επιβάλει στις κινήσεις του μια σχετική αυτοκυριαρχία.
Βγήκε στον βρεγμένο δρόμο και αφού κοίταξε τριγύρω σκυφτός από τις στάλες που έπεφταν, άνοιξε την ομπρέλα του και κρύφτηκε από κάτω. Θα έπαιρνε το μετρό όπως έκανε κάθε πρωί κι έτσι θα έπρεπε να περπατήσει για κάμποσα λεπτά στα βρεγμένα πεζοδρόμια. Η στάση δεν ήταν πολύ κοντά, αλλά ούτε και τόσο μακριά ώστε να χρησιμοποιήσει ενδιάμεση συγκοινωνία. Πάντα πήγαινε με τα πόδια.
Ακόμα δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος και μπορούσε να προχωρά με το μυαλό στο πρόβλημα του, και όχι σε περαστικούς που οι ομπρέλες τους θα συναντιόντουσαν προσπαθώντας να μην τρακάρουν. Δεν γινόταν το ίδιο και με τα αυτοκίνητα, που πήγαιναν αργά λόγω του νερού που υπήρχε στην άσφαλτο και σιγά σιγά συνωστίζονταν στον δρόμο, κάτι που τον διευκόλυνε να διασχίζει τις διαβάσεις εύκολα, και αδιαφορώντας για τα φανάρια.
Η είσοδος για την στάση του μετρό ήταν στην μέση ενός πεζόδρομου. Έφτασε και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Ακύρωσε το εισιτήριο του στο μηχάνημα και κατέβηκε κι άλλες σκάλες, και μετά κι άλλες σκάλες, φτάνοντας τελικά στον χώρο επιβίβασης. Απόφυγε να καθίσει στα άδεια καθίσματα αναμονής και έμεινε όρθιος, κρατώντας την κλειστή ομπρέλα στο χέρι και αναμασώντας τις χτεσινοβραδινές σκέψεις.
Η θέση της εκτύπωσης ήταν πια το κέντρο του σύμπαντος. Αν βρισκόταν όπου και χτες, το σύμπαν του θα παρέμενε συγκροτημένο και αρτιμελές, κάτι που η λογική και μια γεμάτη καφετιέρα είχαν βαπτίσει ως την σοβαρότερη πιθανότητα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να καθησυχάσει τον αναβρασμό που του προκαλούσε αυτή η επίμονη άλλη πιθανότητα, η ελάχιστη.
Το σκεφτόταν συνέχεια όσο περίμενε. Αλλά περίμενε όλο και περισσότερο, μέχρι που άρχισε να αναρωτιέται. Κοίταξε το ψηφιακό ρολόι που κρεμόταν από την οροφή. Είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα που έπρεπε να είχε φτάσει το μετρό. Περίμενε λίγο ακόμα ώσπου να έρθει η ώρα για το επόμενο. Αλλά ούτε εκείνο ήρθε.
Κοίταξε πάλι τα άδεια καθίσματα, όχι πια αφηρημένος από τις σκέψεις. Ήταν όλα άδεια ενώ συνήθως όλο και κάποιος καθόταν. Αλλά και ο χώρος επιβίβασης ήταν άδειος. Όπως και οι κυλιόμενες σκάλες, που σήμερα δεν λειτουργούσαν. Όπως και όλο το μετρό, τώρα που το καλοσκεφτόταν. Δεν θυμόταν να είχε συναντήσει κάποιον. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν τελείως μόνος του εκεί πέρα. Και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι συνθήματα από μαύρο σπρέι που χτες δεν υπήρχαν.
Προχώρησε μέχρι τις σκάλες και κοίταξε προς τα πάνω, αλλά ούτε εκεί περπατούσε κανείς. Τις ανέβηκε βιαστικά και εξερεύνησε με τα μάτια όλο το διάζωμα, για να διαπιστώσει πως δεν υπήρχε ψυχή. Το στομάχι του διπλώθηκε στα δύο. Υπήρχαν μόνο συνθήματα, όχι γκράφιτι αλλά μηνύματα, ψεκασμένα από βιαστικά χέρια.
Ανέβηκε και τις υπόλοιπες σκάλες, σχεδόν τρέχοντας, ψάχνοντας να βρει κάποιον για να ρωτήσει αν συνέβαινε αυτό που φοβόταν. Αλλά δεν βρήκε κανέναν και κοίταξε στην είσοδο του μετρό. Η καγκελωτή πύλη που κατέβαινε από πάνω προς τα κάτω για να την σφραγίσει ήταν φρακαρισμένη από ένα μεγάλο σίδερο, κολλητά στον τοίχο, κάτι που ούτε αυτό είχε προσέξει όταν μπήκε μέσα.
Αναγκάστηκε να βγει στην επιφάνεια, έξω, στον πεζόδρομο, ανοίγοντας εσπευσμένα την ομπρέλα κάτω από την δυνατή βροχή και σταματώντας τον πρώτο περαστικό.
«Δεν έχει μετρό σήμερα;» τον ρώτησε.
«Όχι. Έχουν απεργία».
Ο υπάλληλος έκανε ένα μορφασμό δυσανασχέτησης.
Ο περαστικός έκανε να φύγει αλλά ο υπάλληλος τον πρόλαβε.
«Τα άλλα μέσα συγκοινωνίας;»
«Τίποτα. Όλα απεργούν σήμερα. Δεν στο είπε κανείς;»
Όχι, δεν μου το είπε κανείς, σκέφτηκε ο υπάλληλος.
«Τα ταξί;»
«Τα ταξί δουλεύουν κανονικά. Μόνο τα μέσα μαζικής μεταφοράς απεργούν».
«Εντάξει, ευχαριστώ» απάντησε ο υπάλληλος και τον άφησε να φύγει.
Ποιος να του το πει, σκέφτηκε. Και τηλεόραση δεν είχε παρακολουθήσει καθόλου, τον είχε πάρει ο ύπνος. Αλλά και να την είχε παρακολουθήσει όταν ξύπνησε, ήταν τόσο απορροφημένος με την εκτύπωση και τον πανικό του που τίποτα δεν θα είχε προσέξει.
Και τώρα απλά βρισκόταν στην είσοδο ενός άδειου μετρό, αγχωμένος.
Κοίταξε μέσα στην βροχή. Ο κόσμος είχε αυξηθεί παρά τις καιρικές συνθήκες, σε λίγο θα έφτιαχναν ένα στέγαστρο από πολύχρωμες ομπρέλες και θα μπορούσες να περπατήσεις ανάμεσα τους στεγνός. Θα προτιμούσε να ήταν στέρεες για να μπορεί να τρέξει από πάνω τους. Στο βάθος, τα αυτοκίνητα στους δρόμους προχωρούσαν με σχεδόν στατικό ρυθμό, με καθαριστήρες που δούλευαν στην πιο γρήγορη κλίμακα.
Όταν είχε φύγει από τον χώρο επιβίβασης, η ώρα ήταν κοντά 7.40. Είχε χάσει πολύ χρόνο περιμένοντας άδικα, δεν υπήρχε πια περίπτωση να είναι στις 8 ακριβώς στην Εταιρία χωρίς το μετρό. Η αυτοκυριαρχία που είχαν οι κινήσεις του όταν είχε βγει από το σπίτι άρχισε να τον εγκαταλείπει.
Διάλεξε την κατεύθυνση που θα έβγαζε σε μια κεντρική λεωφόρο και άρχισε να περπατά βιαστικά. Όταν η ομπρέλα του χτύπησε αρκετές περαστικές ομπρέλες, αποφάσισε πως τον καθυστερούσε πολύ. Την χαμήλωσε και την κράτησε μισόκλειστη μπροστά του. Περπάτησε έτσι προσπαθώντας να καλύπτεται όπου μπορούσε, και κάθε φορά που έβρισκε χώρο την άνοιγε πάνω από το κεφάλι του και συνέχιζε, μέχρι να χρειαστεί να την ξανακλείσει. Έφτασε τελικά αρκετά βρεγμένος στον δρόμο που είχε διαλέξει. Τράβηξε γρήγορα στην γωνία του τετραγώνου και έκατσε κάτω από ένα υπόστεγο, κοιτώντας για ταξί.
Αλλά ήταν όλα γεμάτα. Και όσα έβλεπε άδεια από μακριά, προχωρούσαν τόσο αργά που δεν προλάβαιναν να φτάσουν σε αυτόν, γέμιζαν όσο περίμεναν σταματημένα.
Έμεινε σε εκείνο το σημείο ξεπροβάλλοντας από το υπόστεγο κάθε φορά που έβλεπε να έρχεται ένα ταξί, για να επιστρέψει γρήγορα από κάτω καθώς διαπίστωνε πως δεν ήταν ελεύθερο. Όσο η ώρα περνούσε, μαζευόντουσαν κι άλλοι δίπλα του, που φάνηκε να περιμένουν ότι κι αυτός.
 Αποφάσισε να προχωρήσει με τα πόδια κατά μήκος του δρόμου, από το πεζοδρόμιο ώστε να έχει κλειστή την ομπρέλα του, και να έχει το νου του μήπως βρει κάποιο στην πορεία.
Τα μάρμαρα των πεζοδρομίων δεχόντουσαν τα βήματα του με τον επαναλαμβανόμενο ήχο ενός παπουτσιού που πατά νευρικά σε μια στρώση νερό. Δίπλα τους άλλα βήματα, εξίσου βιαστικά, προς την ίδια ή την αντίθετη κατεύθυνση. Κάποιες φορές έκαναν μια μικρή παράκαμψη από την κανονική τους πορεία, εξαιτίας των ώμων που τράκαραν μεταξύ τους, ή σε μια προσπάθεια να μην τρακάρουν.
Ο υπάλληλος στρεφόταν συνεχώς προς τα πίσω και κοιτούσε τον δρόμο, σηκώνοντας το χέρι κάθε φορά που έβλεπε ένα ταξί, πριν καν δει αν ήταν γεμάτο ή όχι. Μετά συνέχιζε με άγχος το περπάτημα, εκμεταλλευόμενος όποιο κενό υπήρχε ανάμεσα στους περαστικούς διαβάτες.
Περπάτησε αρκετά τετράγωνα ώσπου να καταφέρει επιτέλους να βρει ένα. Τρύπωσε μέσα και κάθισε στην μπροστινή θέση, ώστε να βλέπει καλύτερα τον δρόμο. Ακούμπησε την ομπρέλα ανάμεσα στα παπούτσια του, είπε την διεύθυνση στον οδηγό και κοίταξε το ρολόι πάνω στην κονσόλα του αυτοκινήτου. Η ώρα είχε πάει 8.10.
Είχε αργήσει πολύ και θα χρειαζόταν αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει. Ο ηλικιωμένος υπάλληλος θα βρισκόταν ήδη στο γραφείο του. Όπως έδειχναν τα πράγματα, μάλλον θα τον προλάβαιναν και οι άλλοι δύο συνάδελφοι.
Η σκέψη πως τα γραφεία θα ήταν γεμάτα και χωρίς αυτόν, και με την εκτύπωση πάνω στο γραφείο του, τον έκανε να τρελαίνεται. Προσπάθησε να φανεί λογικός και να σκεφτεί πως η εκτύπωση είναι στην ουσία κάτι αδιάφορο. Ένα απλό χαρτί, συνηθισμένο. Τριγύρω του υπήρχαν τόσα άλλα. Κανείς δεν θα του έδινε σημασία.
Βρήκε επίσης παρήγορο το γεγονός πως ίσως και οι άλλοι συνάδελφοι να είχαν τα ίδια προβλήματα με αυτόν. Ίσως δεν ήταν ο μόνος που δυσκολευόταν να μετακινηθεί σε μια εγκλωβισμένη συγκοινωνία, ίσως μάλιστα να μην είχε προλάβει να πάει στα γραφεία και η ίδια η προϊσταμένη. Προσπάθησε να θυμηθεί παρόμοιες συνθήκες στο παρελθόν, αλλά δεν βρήκε ούτε μια φορά που κάποια απεργία ή κάποια βροχή να της είχαν σταθεί εμπόδιο να βρίσκεται στην ώρα της.
Το πόδι του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει νευρικά.
Εξέτασε τα μουσκεμένα ρούχα του. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ, μόνο στο πάνω μέρος και κάτω, χαμηλά, στα μπατζάκια. Αλλά θα ήθελε σήμερα να είναι κομψός, χωρίς ψεγάδια, είτε γιατί αυτό θα τον βοηθούσε να έχει και την σκέψη του κομψή, είτε γιατί πιθανόν να ήταν η πρώτη από τις τελευταίες του μέρες στην Εταιρία, γεγονός που απαιτούσε μια σωστή στολή και κάποιου είδους τελετής αποχώρησης.
Όχι, σκέφτηκε, εσύ απαξιώνεις αυτές τις στολές. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τέτοιου είδους τελετές. Αν υπάρχει κάποιος ρόλος που αποφάσισες να την φορέσεις είναι γιατί διαισθάνεσαι το τέλος σου στην Εταιρία, και πως έξω δεν θα τα καταφέρεις. Αισθάνεσαι ένα πραγματικό τρόμο για το τι σε περιμένει έξω από αυτήν, μην ξεχνάς την ανεργία και την συστατική επιστολή του κακού υπαλλήλου. Διαισθάνεσαι ένα πραγματικό τέλος που δεν μπορείς να αποφύγεις, είναι ένα είδος κηδείας λοιπόν, και δεν πας στην κηδεία σου αν δεν φορέσεις το καλύτερο κουστούμι σου.
Φαντάστηκε την εκτύπωση σαν ένα κηδειόχαρτο που άλλαζε χέρια. Οι συνάδελφοι το κοιτούσαν απαθής, κουνώντας απλά το κεφάλι με μια παγερή κατανόηση. Στο τέλος, το έδιναν στην προϊσταμένη.
«Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα;» ρώτησε.
«Μπορούμε να πάμε πιο αργά» απάντησε ο ταξιτζής. Γύρισε προς αυτόν. «Έχει μποτιλιάρισμα. Από τον ασύρματο μου λένε πως έχει πλημμυρίσει ο δρόμος στο ύψος του ποταμού».
«Μπορούμε να πάμε από άλλο δρόμο;»
«Το ίδιο είναι. Όλοι από εκεί πάνε τώρα».
«Δεν πειράζει, πάμε κι εμείς».
Ο ταξιτζής υπάκουσε και λίγο πιο κάτω έστριψε. Είχε δίκιο, η κίνηση ήταν αφόρητη.
«Σε πόση ώρα πιστεύετε να φτάσουμε;»
«Σε καμιά ώρα, αν είμαστε τυχεροί».
Ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Του ήρθε να κατέβει μες στην νεροποντή και να τρέξει με τα πόδια, αλλά ήταν πολύ μακριά.
Κοίταξε μέσα από τα παράθυρα που η βροχή ξέπλενε ασταμάτητα. Ένοιωσε όπως σε εκείνα τα όνειρα που δεν φτάνεις ποτέ στον προορισμό σου, ή σαν εκείνα τα μουλάρια που ο αναβάτης έχει κρεμάσει τροφή λίγα εκατοστά μπροστά από τα μάτια τους.
Κοίταξε πάλι την ώρα. Ήταν 8.35. Είχε αργήσει πάρα πολύ. Ήταν υποχρεωμένος να επικοινωνήσει με την Εταιρία και να τους αναφέρει πως δεν θα έφτανε ούτε στην κανονική του ώρα.
Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε στο τηλεφωνικό της κέντρο. Η υπάλληλος που του απάντησε τον σύνδεσε με το γραφείο της προϊσταμένης. Όσο περίμενε στο ακουστικό, είχε μια αμυδρή ελπίδα πως δεν θα το σήκωνε, γιατί αυτό θα σήμαινε πως δεν ήταν εκεί.
Ήταν εκεί.
«Έχει μποτιλιάρισμα» της είπε.
«Πόσο θα αργήσετε;»
«Μία ώρα. Ίσως και παραπάνω».
«Που ακριβώς βρίσκεστε;»
Της είπε.
«Θα έπρεπε να έρθετε από την λεωφόρο τάδε» είπε η προϊσταμένη.
«Δεν γνώριζα για το μποτιλιάρισμα».
«Δεν ακούσατε ειδήσεις το πρωί;»
«Όχι».
«Ανέφεραν ποιες λεωφόρους θα πρέπει να αποφύγουμε».
«Δυστυχώς, δεν είδα ειδήσεις».
«Να ξέρετε γενικότερα πως η συγκεκριμένη λεωφόρος έχει πρόβλημα κάθε φορά που βρέχει πολύ».
«Ναι».
«Μην ξεχάσετε παρακαλώ να ζητήσετε μια απόδειξη πληρωμής από τον οδηγό».
«Ναι».
«Βεβαιωθείτε επίσης πως θα αναγράφονται επάνω της και οι ώρες της διαδρομής».
«Εντάξει».
Παύση.
«Οι άλλοι έχουν έρθει;» την ρώτησε ο υπάλληλος.
«Ναι, είναι εδώ».
Πήγε να τη ρωτήσει: Όλα καλά εκεί; Τίποτα που πρέπει να ξέρω;
Αλλά που να πει τέτοιο πράγμα.
«Δεν σας ακούω, είστε εκεί;» ρώτησε η προϊσταμένη.
«Ναι, εδώ είμαι. Έρχομαι το συντομότερο δυνατόν» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Το έβαλε στην εσωτερική τσέπη και μετά έτριψε δυνατά το πρόσωπο με τις παλάμες.
«Αργήσατε στη δουλειά;» ρώτησε ο ταξιτζής.
«Ναι».
«Συμβαίνουν αυτά».
«Σήμερα θα προτιμούσα να μην συμβεί».
«Τουλάχιστον, ευχαριστηθείτε το πρωινό σας. Έστω και σε αυτά τα χάλια». Εννοούσε τα χάλια του καιρού.
Θα μπορούσε να το ευχαριστηθεί, έστω και σε αυτά τα χάλια, είτε του καιρού είτε τα δικά του. Εξάλλου, είχε να βρεθεί έξω τέτοια πρωινή ώρα από την τελευταία του άδεια, εδώ και λίγους μήνες. Αλλά πέρα από την αγωνία του για το που βρίσκεται η εκτύπωση συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα. Πως η καθυστέρηση σε ένα πρόγραμμα που ακολουθούσε πιστά τόσα χρόνια ήταν επώδυνη. Αισθανόταν δυο φορές παράνομος, μία για τα παραποιημένα βιογραφικά και μία για την αργοπορία.
Ζήτησε από τον ταξιτζή να ανοίξει το καλοριφέρ και να το βάλει να έρχεται και πάνω και κάτω. Κατεύθυνε τον πάνω ζεστό αέρα προς τους ώμους του, εκεί που ήταν βρεγμένος. Τα πόδια τα στρίμωξε στο σημείο που έβγαινε ο αέρας από κάτω.
Έμεινε αμίλητος για όλη την υπόλοιπη διαδρομή.
Το συντομότερο δυνατόν που είπε στην προϊσταμένη κράτησε τελικά δυόμιση ώρες. Έφτασε στην Εταιρία γύρω στις έντεκα και πληρώνοντας όπως όπως τον ταξιτζή, πήρε την απόδειξη κι έτρεξε στην είσοδο. Μπήκε μέσα.
Ο φύλακας που καθόταν σε ένα μικρό γραφείο, λίγα μόλις μέτρα από την τζαμένια κεντρική πόρτα, καταχώρησε την ώρα εισόδου του σε έναν υπολογιστή.
«Αιτία καθυστέρησης;»
«Απεργούσαν τα μέσα συγκοινωνίας και ο δρόμος είχε κλείσει λόγω της βροχής».
Ο φύλακας το σημείωσε, ενώ ο υπάλληλος κοίταξε στο σαλονάκι του προθαλάμου στο βάθος. Είδε πως εκεί καθόταν ένας κουστουμαρισμένος κύριος.
«Η προϊσταμένη σας με ενημέρωσε πως θα φέρετε και κάποια απόδειξη» είπε ο φύλακας.
«Ναι» απάντησε ο υπάλληλος και του έδωσε την απόδειξη του ταξιτζή.
«Ωραία».
Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο και ο υπάλληλος έφυγε βιαστικός. Διόρθωσε όμως το περπάτημα του και το έκανε πιο τυπικό.
Έφτασε στο σαλονάκι και καθώς ο κουστουμαρισμένος κύριος τον κοιτούσε, τον χαιρέτησε με ένα επίσημο νεύμα του κεφαλιού.
Προχώρησε μετά στον διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του. Από το πλεξιγκλάς προσπάθησε να διακρίνει κάτι διαφορετικό στα πρόσωπα των συναδέλφων του, αν υπήρχε κάτι που να μαρτυρούσε τι είχε συμβεί, μια βαριά ατμόσφαιρα ίσως που να πλανιέται στην χωρίς παράθυρα αίθουσα. Αλλά εργαζόντουσαν με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και πάντα.
Η προϊσταμένη καθόταν στο γραφείο της. Ανασήκωσε τα μάτια της και τον είδε. Μετά τα ξαναχαμήλωσε πάνω στα χαρτιά που μελετούσε.
Ο υπάλληλος στάθηκε πίσω από την πόρτα και πριν την ανοίξει πήρε μια βαθιά εισπνοή. Έστρωσε το κουστούμι του και μπήκε. Χαιρέτησε τυπικά τους συναδέλφους του και ένοιωσε ξανά το βλέμμα της προϊσταμένης επάνω του. Το αισθάνθηκε επικριτικό και εξεταστικό ως τα νύχια. Προσπαθώντας να δείχνει φυσιολογικός, πήγε στον καλόγερο να κρεμάσει το σακάκι του. Το μάτι του όμως λοξοδρόμησε προς την επιφάνεια του γραφείου του.
Τι ανόητος που ήταν. Τσάμπα η ταραχή. Η εκτύπωση ήταν ακριβώς στο σημείο που την είχε αφήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου