Κεφάλαιο 16


Ήταν μια τεράστια ανακούφιση.
Το βράδυ δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς την θέση της αλλά τώρα που την έβλεπε πάνω στο γραφείο του καταλάβαινε πως δεν είχε μετακινηθεί καθόλου. Τα περιθώρια της βρισκόντουσαν στην σωστή απόσταση με τα διάφορα αντικείμενα γραφικής ύλης, με την οθόνη του υπολογιστή, με το πληκτρολόγιο, με τη μολυβοθήκη στα αριστερά. Είχε και την ίδια κλίση, το κάτω μέρος της ήταν τραβηγμένο προς τα δεξιά, στις ίδιες μοίρες όπως και χτες.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο υπάλληλος όταν έκατσε στο γραφείο του ήταν να την γυρίσει ανάποδα. Μετά πήρε μια ανάσα. Ήθελε να ακουμπήσει τους αγκώνες του στην επιφάνεια του γραφείου και να βάλει το κεφάλι του εκεί μέσα ανακουφισμένος, αλλά τα μάτια της προϊσταμένης ήταν επάνω του κι έτσι συμπεριφέρθηκε ως συνήθως. Όλη η λαχτάρα του βγήκε με μια βαθιά εκπνοή από την μύτη, χωρίς να φανερώνει στους άλλους το πόσο ξαλαφρωμένος αισθανόταν.
Άνοιξε τον υπολογιστή και κοίταξε τους συναδέλφους. Εργαζόντουσαν με τον ίδιο ρυθμό όπως κάθε μέρα, με την ίδια στάση και τις ίδιες κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό από χτες και προχτές και αντιπροχτές. Όλα ήταν όπως πάντα. Ο κόσμος του παρέμενε αναλλοίωτος και σταθερός. Μόνο το σακάκι της προϊσταμένης στον καλόγερο ήταν διαφορετικό, αλλά αυτή η αλλαγή ήταν στο καθημερινό πρόγραμμα.
Όσο η οθόνη έδειχνε το λειτουργικό που φόρτωνε, ο υπάλληλος πήρε την εκτύπωση στο χέρι, σαν να φοβόταν να την αφήσει από τα μάτια του. Σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, το άνοιξε και έλεγξε το τέταρτο ράφι. Πάνω πάνω ήταν το παραποιημένο βιογραφικό, εκεί που το είχε αφήσει χτες βράδυ. Είχε καταλήξει πως αν η προϊσταμένη τον είχε υποψιαστεί, η πιο λογική της αντίδραση θα ήταν να συγκρίνει τις δύο εκτυπώσεις. Αν είχε καταλάβει θα το έπαιρνε μαζί της.
Αλλά και όλο το εσωτερικό του ντουλαπιού ήταν όπως το θυμόταν. Είχε αντικρύσει τόσες φορές αυτή την μόνιμη ακαταστασία που του είχε μείνει σαν αποτύπωμα στην μνήμη. Οποιαδήποτε αλλαγή θα ενοχλούσε αμέσως το μάτι του. Όλα όμως ήταν όπως πάντα. Ακόμα και τα δύο διπλωμένα βιογραφικά στο πλάι που είχαν πέσει από το χτύπημα της καθαρίστριας. Ακόμα και αυτή η χαρακτηριστική σελίδα που κρεμόταν μπροστά μπροστά, στο δεύτερο ράφι, σαν γλωσσίδι, κεντραρισμένη στην χαραμάδα.
Έκλεισε το ντουλάπι και ξαναέκατσε στη καρέκλα του. Άφησε την εκτύπωση πάνω στο γραφείο.
Δεν θα παραποιούσε τίποτα από δω και στο εξής. Η απόφαση που είχε πάρει χτες το βράδυ επισφραγίστηκε από το γεγονός πως δεν τον είχαν ανακαλύψει. Η πίεση που αποφορτίστηκε, μετά τα τόσα άσχημα σενάρια που σκεφτόταν όλες αυτές τις ώρες, τον έκανε να βάλει ένα οριστικό τέλος στο σχέδιο του. Προς στιγμήν μάλιστα, του ήρθε να διορθώσει και όλα όσα είχε κάνει μέχρι τώρα. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, αυτές οι αλλαγές δεν είχαν γυρισμό.
Το αριστερό του χέρι πήγε πάνω στην εκτύπωση για να ξεμπερδέψει οριστικά μαζί της. Αλλά πριν την εξαφανίσει, άκουσε την πειθαρχημένη φωνή της προϊσταμένης να τον καλεί στο γραφείο της.
«Έρχεστε λίγο;»
Ο υπάλληλος δεν ήθελε να φύγει πριν καταστρέψει το αποδεικτικό στοιχείο αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έσυρε την εκτύπωση μπροστά από το πληκτρολόγιο και την έσπρωξε διακριτικά από κάτω.
Πήγε στο γραφείο της.
Η προϊσταμένη τον κοίταξε με μια διαπεραστική ματιά.
«Είστε καλά;»
«Ναι» απάντησε ο υπάλληλος.
«Είστε κατακόκκινος».
«Έτρεξα λίγο τώρα που ερχόμουν στην Εταιρία, για αυτό».
Η προϊσταμένη κούνησε το κεφάλι της και τον κοίταξε λίγο ακόμα.
«Δώσατε την απόδειξη από το ταξί στον φύλακα;»
«Ναι».
«Ωραία. Υπάρχει ένα θέμα σχετικά με την αργοπορία σας».
«Δηλαδή;»
«Πρέπει να μου πείτε πως θα καλυφθούν οι ώρες που χάσατε. Θέλετε να τις χρεωθείτε σαν κανονική άδεια;»
«Καλύτερα όχι» απάντησε ο υπάλληλος. Δεν του είχε απομείνει πολύ και όση είχε έπρεπε να την φυλάξει για την εξεταστική περίοδο του πανεπιστημίου.
«Σαν άδεια άνευ αποδοχών;»
Ούτε. Τα έσοδα του ήταν λίγα.
«Δεν θέλω να χάσετε αυτές τις ώρες, καταλαβαίνω τις δυσκολίες που σας προκάλεσαν οι καιρικές συνθήκες. Αν και θα έπρεπε να είχατε προσέξει περισσότερο. Η μόνη λύση λοιπόν είναι το κανονικό ωράριο. Ήρθατε στις 11, που σημαίνει πως σήμερα θα πρέπει να καθίσετε μέχρι αργά».
Τον υπάλληλο δεν τον πείραζε καθόλου. Ήταν τόσο ανακουφισμένος που θα καθόταν πρόθυμα.
«Το θέμα λοιπόν είναι με τις ώρες αφοσίωσης που αναλογούν στην σημερινή ημέρα. Φυσικά, δεν πρόκειται να σας ζητήσω να τις εργαστείτε μετά το τέλος του ωραρίου σας, θα σας πάρει το ξημέρωμα. Θα πρέπει να μετατεθούν σε άλλη μέρα, και δεν βλέπω αυτή τη στιγμή άλλη διαθέσιμη από το απόγευμα του Σαββάτου».
«Εντάξει».
«Το καλό είναι πως την Κυριακή έχετε ρεπό. Εκτός αν θέλετε να τις εργαστείτε τότε».
«Όχι, Σάββατο απόγευμα είναι καλύτερα».
«Ωραία. Και κάτι ακόμα. Στο διάστημα της απουσίας σας ήρθαν μερικοί υποψήφιοι. Τις αιτήσεις και τα βιογραφικά τους τα μάζεψε ένας συνάδελφος αντί για εσάς. Τα έχει αφήσει δίπλα από την οθόνη του υπολογιστή σας».
Ο υπάλληλος αισθάνθηκε ένα κρύο ιδρώτα όταν άκουσε πως κάποιος στεκόταν πάνω από το γραφείο του όσο έλειπε.
«Παρακαλώ, ελέγξτε ότι όλα έχουν γίνει σωστά, αλλά αργότερα, γιατί έχει έρθει ένας ακόμα υποψήφιος και περιμένει στο σαλόνι».
«Εντάξει».
«Δεν σας χρειάζομαι κάτι άλλο» είπε η προϊσταμένη.
Ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι και βγήκε από το γραφείο της.
Πήγε στο δικό του αλλά δεν έκατσε, αν και θα το ήθελε. Χρειαζόταν να ηρεμήσει λίγο, να αφήσει την ταραχή του να καταλαγιάσει και να συγκροτήσει τον εαυτό του. Και σωματικά δεν ήταν πολύ καλά. Ήταν νηστικός από το προηγούμενο μεσημέρι και με μια ολόκληρη καφετιέρα μέσα στο στομάχι. Ούτε τα ρούχα του δεν είχαν στεγνώσει τελείως. Αισθανόταν τις κάλτσες να κολλάνε νωπές πάνω από τους αστραγάλους. Έπρεπε όμως να εξυπηρετήσει τον υποψήφιο.
Πήρε μια κενή αίτηση εργασίας από ένα πλαστικό ράφι κι ένα στυλό. Παράλληλα, τράβηξε την εκτύπωση κάτω από το πληκτρολόγιο και την δίπλωσε στα τέσσερα. Την έβαλε στην τσέπη του παντελονιού, που φούσκωσε από το πάχος. Δεν τολμούσε να την ξαναφήσει προκλητικά μόνη της πάνω στο γραφείο. Μετά, βγήκε στον διάδρομο να συναντήσει τον κουστουμαρισμένο κύριο στο σαλονάκι.
Ήταν άλλος ένας υποψήφιος για την θέση στο γραφείο προσωπικού. Και μάλιστα κλάσης Α. Και δυστυχώς, ο καλύτερος που είχε παρουσιαστεί μέχρι τώρα.
Ο υπάλληλος είχε φυλλομετρήσει το βιογραφικό του καθώς εκείνος συμπλήρωνε την αίτηση εργασίας και ήταν ότι ακριβώς έψαχναν. Ήταν σαν να εκπαιδευόταν χρόνια με σκοπό να εργαστεί κάποια μέρα στην θέση που ζητούσαν στην Εταιρία. Του είχε μιλήσει λίγο και από τον αέρα του κατάλαβε πως θα τα πήγαινε μια χαρά και στις συνεντεύξεις. Φιλόδοξος αλλά και προσγειωμένος, εργασιομανής, με αυτοπεποίθηση, μιλούσε την εταιρική γλώσσα άπταιστα. Θα κέρδιζε τον Τμηματάρχη, αρκεί να μην προέβαλε μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις. Υπό άλλες συνθήκες, ίσως να τον είχε συμπαθήσει και αυτός. Αλλά τώρα τον έβλεπε να παίρνει την θέση του ηλικιωμένου συναδέλφου απέναντι του.
Ένοιωσε ένα μικρό ανακάτεμα στο στομάχι, που δεν ήταν μόνο από την επίδραση του καφέ.
Αυτό όμως δεν τον έκανε να αλλάξει την απόφαση του. Είχε συνειδητοποιήσει για τα καλά πως είναι να βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού, ένα μόλις βήμα πριν πέσεις κάτω. Ήταν τρομερά επιπόλαια τα όσα είχε κάνει και το τίμημα δυσανάλογο. Μόλις σήμερα είχε αντιληφθεί σε όλο του το μέγεθος το φάσμα της καταστροφής. Το χαρτί που βρισκόταν στην τσέπη του διπλωμένο στα τέσσερα του είχε δώσει μία ακόμα ευκαιρία.
Θα μπορούσε να ρημάξει το βιογραφικό και αυτού του κυρίου μπροστά του, αλλά κάποιος που παραλίγο να κομματιάσει το μέλλον του με τα ίδια του τα χέρια κάνει ένα βήμα πίσω, κάθεται σε μια καρέκλα και λέει ‘ευτυχώς’. Σταματά κάθε αυτοκαταστροφική ενέργεια και μένει να συλλογίζεται ανακουφισμένος αυτό που έχει, και τι καλά που δεν το έχασε από τις δικές του, άλογες πράξεις. Όπως και αυτός καθόταν τώρα στον δερμάτινο καναπέ, καταβάλλοντας προσπάθεια να μιλήσει όσο πιο ευγενικά μπορούσε στον υποψήφιο, πλήρως παραιτημένος από κάθε υπόγεια σκέψη.
Τον αντιπάθησε πάντως. Και τον αντιπάθησε για έναν ακόμα λόγο. Όσο ο υποψήφιος του μιλούσε, αυτός τον κοιτούσε και σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν, πόσο ευνοϊκά του είχαν έρθει τα πράγματα χωρίς να το ξέρει. Κάποιοι άνθρωποι έχουν όντως άστρο. Θα έπαιρνε την θέση στην Εταιρία έχοντας εξασφαλίσει τον λιγότερο δυνατό συναγωνισμό, κάτι που αυτός είχε καταφέρει με τόση ψυχική φθορά για να βοηθήσει κάποιον άλλον. Κάποιαν άλλη. Κάποια με όμορφο χαμόγελο και ένα μικρό στρας στο δόντι.
Εκείνη τι στιγμή αισθάνθηκε πιο αδύναμος από ποτέ, και όχι μόνο επειδή το σώμα του είχε υποβληθεί στην δοκιμασία της νηστείας και του κακού ύπνου. Ήταν η ψυχολογική κατάπτωση που φέρνει το προαίσθημα της αποτυχίας σε μια προσπάθεια που είχε πιστέψει πολύ, και κυρίως γιατί αυτή η αποτυχία οφειλόταν ουσιαστικά στην παραίτηση του ίδιου. Σαν αντιστάθμισμα υπήρχε μόνο η σκέψη πως μια αμυδρή ελπίδα υπήρχε ακόμα.
Τουλάχιστον, είχε κάνει ότι μπορούσε.
Έκλεισε την συζήτηση με μάλλον λακωνικό τρόπο, ίσως και λίγο απότομο. Σηκώθηκε πρώτος και γύρισε στο γραφείο του κρατώντας το βιογραφικό, που φαινόταν να ζυγίζει τόνους.
Τα άλλα βιογραφικά δίπλα από την οθόνη του υπολογιστή ήταν αδιάφορα. Έλεγξε τις αιτήσεις εργασίας όπως του είχε πει η προϊσταμένη -πιο σχολαστικά απ’ ότι θα χρειαζόταν- και δεν βρήκε λάθη. Τα καταχώρησε και τα έκανε μια στοιχισμένη στοίβα στην άκρη του γραφείου, δείχνοντας μια διάθεση να τα κάνει όλα σωστά και περιποιημένα. Τακτοποίησε μαζί τους και κανά δυο ακόμα βιογραφικά που είχαν φτάσει ηλεκτρονικά στο σύστημα. Αλλά το καλό βιογραφικό το έβαλε κάτω από τα άλλα, να μην το βλέπει.
Αισθάνθηκε την ανάγκη να ρίξει όλο του βάρος στην ερχόμενη εξεταστική περίοδο, ώστε να πάρει όσο πιο γρήγορα μπορούσε ένα ακόμα πτυχίο. Με την τρομάρα που είχε πάρει, ήταν αποφασισμένος να συμβιβαστεί και να πάει παρακάτω με πιο ασφαλής μεθόδους. Αυτός παραλίγο να πάει πίσω. Δεν θα ξαναέπαιζε με το κεφάλι του.
Μέχρι τότε, θα τα ανεχόταν όλα αυτά που, τουλάχιστον, του προσφέραν μια σιγουριά. Εξάλλου, από κάθε άποψη ήταν σε καλύτερη μοίρα από χιλιάδες άλλους που γυρόφερναν εκεί έξω, ψάχνοντας μια ανοικτή πόρτα. Αυτός τουλάχιστον ήταν μέσα.
Έβγαλε από την τσέπη την εκτύπωση, την ξεδίπλωσε, την ίσιωσε, και την εξαφάνισε στον καταστροφέα εγγράφων.
Μετά κοίταξε το περιβάλλον του. Τους τρεις τοίχους γεμάτους ντουλάπια και τον τέταρτο από πλεξιγκλάς, τις λάμπες φθορίου, τους συναδέλφους ανάμεσα στο χαρτομάνι και την προϊσταμένη με το ακουστικό στο αυτί. Προς το παρών, μπορούσε να συνεχίσει ασφαλής την ζωή του σε αυτό το γνώριμο χώρο, που τον ήξερε καλά. Όλα παρέμεναν όπως πάντα.
Και αυτός ήταν όπως πάντα, απλά σήμερα ήταν πιο εργατικός από ποτέ. Πρόσεχε κάθε λεπτομέρεια της δουλειάς του διπλοτσεκάροντας μην κάνει ούτε ένα λάθος, μην ξεφύγει το παραμικρό, και περνούσε από την μία εργασία στην άλλη με την φροντίδα κάποιου που δούλευε για πρώτη φορά.
Μόνο που το στομάχι του χειροτέρευε και η ταλαιπωρία του γινόταν όλο και πιο εμφανής καθώς περνούσε η ώρα. Όταν ανασήκωσε λίγο τα χέρια του πάνω από το πληκτρολόγιο, τα είδε να έχουν ένα ελαφρύ τρέμουλο. Τα έκανε απότομα γροθιές και τα ξανάνοιξε, αλλά δεν κατάφερε και πολλά. Ήταν σίγουρα ο καφές. Έπρεπε να βάλει κάτι στο στόμα του αλλά ακόμα δεν ήθελε να φάει τίποτα. Αισθανόταν πείνα αλλά δεν αισθανόταν όρεξη. Αποφάσισε πως θα έτρωγε μια και καλή στο εστιατόριο της Εταιρίας, δεν αργούσε η ώρα του μεσημεριανού.
Και τα μάτια του ήταν ξερά. Ήταν στιγμές που δεν άντεχε να αντικρίζει άλλο την οθόνη.
Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα, που ήταν στον ίδιο διάδρομο με το γραφείο προσωπικού. Έριξε νερό στο πρόσωπο του πολλές φορές. Στο τέλος, στηρίχτηκε στον νιπτήρα και κούνησε το κεφάλι του απότομα. Πλύθηκε μια τελευταία φορά. Απόφυγε τον στεγνωτήρα με τον αέρα και έκοψε μπόλικο χαρτί υγείας. Σκούπισε τα χέρια του και μετά το πρόσωπο.
Όταν βγήκε από την τουαλέτα όμως, ήταν σαν να μην είχε κάνει τίποτα. Αισθανόταν βαρύς και ταυτόχρονα άδειος. Αισθανόταν υπερένταση και ταυτόχρονα εξάντληση. Περπάτησε στον διάδρομο με ένα μηχανικό βάδισμα και οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά υπήρχαν και δεν υπήρχαν.
Το απότομο άσπρο φως που τον σκέπασε ολοκληρωτικά ήταν σαν ένα λαμπυρίζων λευκό σεντόνι. Θα μπορούσε να είναι η ξαφνική βουτιά σε μια θάλασσα από χιόνι, ή στα σύννεφα, ή σε ένα κόσμο φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από βαμβάκι.
Αλλά ήταν απλώς το μικρό στρας στο δόντι ενός όμορφου χαμόγελου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου