Κεφάλαιο 17


Το κλάμα του καινούργιου ήταν σπαρακτικό. Από την ανατολή δεν είχε σταματήσει καθόλου, μέχρι αυτή την προχωρημένη ώρα. Μόνο η εξάντληση φαινόταν ικανή να μειώσει τον ακατάπαυστο θρήνο του αλλά ακόμα είχε δυνάμεις. Θα έκλαιγε μέχρι το βράδυ. Μέχρι και ο κ. Διαμαντόπουλος τον είχε λυπηθεί.
Ήταν μεγάλη ψυχρολουσία να βγαίνει κανείς από το ντουλάπι θεωρώντας πως ήρθε η δικαίωση και να αφήνει αυτή τη φυλακή νομίζοντας πως δεν θα ξαναγυρίσει, μόνο και μόνο για να ξαναπάρει την αρχική του θέση το πρωί. Λίγες μόνο ώρες είχε κρατήσει η λανθασμένη του εντύπωση, που τις είχε περάσει στο γραφείο της προϊσταμένης παρέα με την άλλη εκτύπωση. Με το πρώτο άναμμα της λάμπας, η προϊσταμένη τον είχε πάρει και τον είχε ξαναβάλει εκεί ακριβώς που ήταν.
Ο κ. Βασιλείου είχε δει την έκπληξη στο βλέμμα του καθώς βρισκόταν στα χέρια της, ανάμεσα στα δύο ανοιχτά φύλλα της πόρτας. Ο καινούργιος είχε ψελλίσει ένα ‘τι...’ κοιτώντας τρομοκρατημένος πέρα δώθε, και μετά είχε ακολουθήσει η συνειδητοποίηση τού τι πρόκειται να του συμβεί. Είχε αρχίσει να ουρλιάζει και να ξεσπά σε μια κρίση απανωτών ερωτήσεων μπλεγμένων με κλάματα, παρακαλώντας για εξηγήσεις. Από εκείνη την ώρα δεν είχε κάνει τίποτα άλλο από το να συνοδεύει κάθε οδυρμό του με τι λέξη ‘γιατί...’ και πολλούς, πολλούς λυγμούς.
Και όλο το ντουλάπι είχε ακολουθήσει στο ρυθμό της δικιάς του τραγωδίας, γιατί στην επανατοποθέτηση του είδαν όλοι και το αποτέλεσμα που είχε η αποκάλυψη της απάτης. Μηδαμινό. Η κίνηση της προϊσταμένης είχε όλη την αρνητική επίδραση που μπορούσε να επιφέρει η επιβεβαίωση των απαισιόδοξων. Αν δεν τα είχε καταφέρει αυτός που αποδεδειγμένα ήταν κλεμμένος, τότε ποιος μπορούσε.
Αλλά και ο Κρεμασμένος φώναζε ‘...όχι!... όχι!...’ καθώς έπαιρνε ξανά την θέση του στο δεύτερο ράφι, καταδικασμένος ξανά να μην κάθεται φυσιολογικά όπως και οι άλλοι. Είχε εκφράσει κι αυτός απορία στην αρχή, αλλά όταν η προϊσταμένη τον στήριξε ανάμεσα στα άλλα βιογραφικά όπως πρώτα, αρνιόταν να πιστέψει τι του συμβαίνει και αντιδρούσε με αυτά τα ‘όχι’, ώσπου και η δική του, αργή φωνή να χαθεί μέσα στο γενικό χάος.
Πέρασε ώρα μέχρι να μπορέσουν να κουβεντιάσουν ο κ. Βασιλείου και ο κ. Διαμαντόπουλος γιατί ενδιάμεσα είχε προκύψει και η εμφάνιση του υπαλλήλου, που είχε τροφοδοτήσει με νέα καύσιμα τον σαματά.
«Δεν είναι αυτό που φαίνεται...» είπε ο κ. Βασιλείου. Μιλούσε με τον ίδιο πεσιμιστικό τόνο όπως και το βράδυ. Σαν κουρασμένος.
Ο κ. Διαμαντόπουλος συμφώνησε συλλογισμένος.
«Ναι» είπε.
«Κάτι άλλο συμβαίνει...»
«Ναι».
«Και ο Κρεμασμένος, δεν είναι ο ίδιος...»
«Έτσι νομίζω».
«Τον είδα. Θα έπρεπε να είναι στραπατσαρισμένος αλλά ήταν λες και η προϊσταμένη δεν τον τσαλάκωσε ποτέ».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κούνησε το βλέμμα καταφατικά.
«Και η φωνή του ήταν διαφορετική» συμφώνησε. «Έμοιαζε όπως και πρώτα αλλά δεν ήταν τόσο χαζεμένη. Ήταν πιο συγκεντρωμένος. Και οι ερωτήσεις που έκανε ήταν σαν να μην είχε ξαναμπεί στο ντουλάπι...»
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε. Δεν είχε συνέλθει από την χτεσινή του διαπίστωση και ο κ. Διαμαντόπουλος έβλεπε τώρα στο μισοσκόταδο πόσο μαραζωμένος ήταν. Κατρακυλούσε με γοργά βήματα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε δεξιά, προς την πόρτα. Αλλά μπορούσε να δει ελάχιστα, όσο και να λοξοκοιτούσε. Αντίθετα, ο κ. Βασιλείου έβλεπε αρκετά από το πλάι που βρισκόταν.
«Είδες καλά έξω όταν άνοιξε την πόρτα η προϊσταμένη το πρωί;» τον ρώτησε.
«Ναι».
«Ο υπάλληλος ήταν στο γραφείο του;»
«Όχι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κούνησε το βλέμμα καταφατικά αλλά δεν επέμεινε με ερωτήσεις. Ο κ. Βασιλείου με δυσκολία έβγαζε τις προτάσεις του. Αν ήταν στο χέρι του θα τον άφηνε να ηρεμήσει, δεν ήταν όμως μόνοι τους στο ντουλάπι.
Ο ίδιος σκεφτόταν διαρκώς αυτό που είχαν υποθέσει όλοι. Ότι η προϊσταμένη δεν θα έκανε καμία ενέργεια για την απάτη.
Επιπλέον όμως, η προϊσταμένη είχε επιστρέψει τον καινούργιο πολύ νωρίς στο ντουλάπι. Υπερβολικά νωρίς. Δεν είχε περάσει σχεδόν καθόλου ώρα από το πρωί που άναψαν τα φώτα μέχρι που να τον τοποθετήσει πάλι στο τέταρτο ράφι. Αν ο σκοπός της χτες το βράδυ που τον είχε μαζέψει ήταν να τον τρίψει στα μούτρα του υπαλλήλου μαζί με την κανονική εκτύπωση, πολύ απλά δεν το είχε κάνει.
Ο υπάλληλος δεν είχε έρθει καν στο γραφείο όταν κατέφτασε η γνώριμη φλυαρία του καινούργιου -σε πιο κλαψιάρικους τόνους. Αλλά ακόμα κι αν είχε έρθει, θα έπρεπε να είχε κάνει κάποια συζήτηση με την προϊσταμένη, θα έπρεπε να είχε περάσει κάποιος χρόνος συζητώντας τις διαφορές στα δύο βιογραφικά. Αλλά ο χρόνος ήταν ελάχιστος και αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Πως η προϊσταμένη δεν είχε δείξει ποτέ τον καινούργιο στον υπάλληλο.
Είχε αλλάξει γνώμη λοιπόν; Γιατί ο κ. Διαμαντόπουλος δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιο άλλο τρόπο που θα μπορούσε να αποδειχτεί η ενοχή του υπαλλήλου. Η προϊσταμένη χρειαζόταν αυτές τις δύο εκτυπώσεις. Χτες τις είχε πάρει μαζί της αλλά τώρα, όπως έδειχναν τα πράγματα, ο υπάλληλος δεν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τις ευθύνες του.
Αλλά αυτό που δεν ευσταθούσε με τίποτα ήταν δεύτερη ενέργεια της προϊσταμένης. Όσο και να προσπαθούσε, ο κ. Διαμαντόπουλος αδυνατούσε να βρει ένα λόγο που είχε ξαναβάλει μέσα και τον Κρεμασμένο. Ήταν φανερό χτες πως σκόπευε να τον πετάξει, τόσο απότομη ήταν η κίνηση της όταν τον έστυβε στην παλάμη της, όπως του είχε πει ο κ. Βασιλείου.
«Είδες που τοποθέτησε τον Κρεμασμένο;» ρώτησε τον κ. Βασιλείου.
«Όχι. Αλλά από την κίνηση της έμοιαζε να τον ξαναβάζει στο δεύτερο ράφι. Και τον άκουσα να ρωτάει γιατί τον κρεμούσαν».
«Ναι, κι εγώ τον άκουσα...»
«Αλλά δεν είναι ο Κρεμασμένος. Άλλος είναι...»
«Ναι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος συμφώνησε μαζί του αλλά κατά βάθος δεν το πίστευε απόλυτα. Γιατί η φωνή αυτού που είχε κρεμαστεί δεν απείχε στην πραγματικότητα από την φωνή του Κρεμασμένου, ούτε στην χροιά ούτε και στον ρυθμό της. Ήταν σαν να μιλούσε ο Κρεμασμένος, αλλά πριν περάσει ατελείωτους μήνες εδώ μέσα, πριν αρχίσει να τα χάνει και πριν αρχίσει να βαριέται τόσο πολύ από την θέα των γραφείων. Ήταν ο Κρεμασμένος αλλά νεότερος, πριν ζήσει τα βιώματα του ντουλαπιού.
Ίσως να ήταν μια καινούργια σελίδα. Αυτό εξηγούσε γιατί ήταν ατσαλάκωτος, σαν να μην είχε γίνει ζαρωμένη μπάλα χτες. Η μόνη λογική εξήγηση ήταν να τον είχε ξαναεκτυπώσει από το σύστημα, με σκοπό να τον βάλει εκεί που ήταν πάντα. Αλλά το πιο περίεργο από όλα ήταν που η προϊσταμένη δεν τον είχε αφήσει απλά στην κορυφή του ραφιού και τον είχε κρεμάσει ακριβώς όπως ήταν.
«Μοιάζει σαν η προϊσταμένη να θέλει να αποκαταστήσει το ντουλάπι όπως ακριβώς ήταν και χτες» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Δηλαδή;»
«Όπως το άφησε ο υπάλληλος».
«Γιατί το λέτε αυτό;»
Ο κ. Διαμαντόπουλος του είπε όλα όσα είχε σκεφτεί. Μετά, ρώτησε τον κ. Βασιλείου:
«Πριν έρθει ο υπάλληλος, είδες αν στο γραφείο του υπήρχε η κανονική εκτύπωση;»
«Όχι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κούνησε το βλέμμα καταφατικά. Δεν είχε σημασία. Όταν το ντουλάπι θα ηρεμούσε, θα μπορούσε να πάρει την απάντηση από τον καινούργιο ή από τον Κρεμασμένο. Μάλλον από τον Κρεμασμένο γιατί ο καινούργιος είχε λιώσει στο κλάμα. Ήταν όμως σίγουρος πως η κανονική εκτύπωση βρισκόταν εκεί.
Θυμήθηκε την δεύτερη φορά που είχε ανοίξει για σήμερα το ντουλάπι, όταν είχε εμφανιστεί ο υπάλληλος κρατώντας το αυθεντικό βιογραφικό στο χέρι. Είχε τα μαύρα του τα χάλια και ο κ. Διαμαντόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να του το επισημάνει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο υπάλληλος τους είχε κοιτάξει και είχε κλείσει την πόρτα, χωρίς όμως να βάλει μέσα το βιογραφικό που κρατούσε. Αυτό ήταν τουλάχιστον περίεργο.
«Νομίζω πως η προϊσταμένη θέλει να παγιδέψει τον υπάλληλο» είπε.
Ο κ. Βασιλείου τον κοίταξε.
«Δεν βλέπω κάποια άλλη εξήγηση» συνέχισε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Ίσως θέλει να τον κάνει να πιστέψει πως όλα είναι κανονικά για να συνεχίσει να κλέβει. Μπορεί να μην είναι σίγουρη πως η απάτη αφορά μόνο τον καινούργιο ή είναι γενικότερη. Έτσι όμως θα τον πιάσει, και με περισσότερες αποδείξεις».
Ο κ. Βασιλείου τον κοιτούσε χωρίς να μιλά.
«Και μπορεί να θέλει να μάθει τον τρόπο που κλέβει και τους άλλους, που έρχονται ιδιοχείρως» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. Γιατί δεν νοείται απάτη χωρίς να κλέψει και αυτούς».
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
Ο κ. Βασιλείου δεν είχε και πολύ όρεξη να σκεφτεί την άποψη του κ. Διαμαντόπουλου.
«Θα ήθελα να τον πιάσουν...» είπε μόνο.
«Κι εγώ».
«Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα με εμάς εδώ μέσα».
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν μίλησε.
Ο κ. Βασιλείου κούνησε βαριά το βλέμμα του και κοίταξε κάπου αλλού. Μετά, γύρισε πάλι στον κ. Διαμαντόπουλο.
«Αφού λοιπόν δεν είναι ο παλιός Κρεμασμένος, δεν μπορεί να ξέρει και αν ο υπάλληλος έχει κλέψει και μένα».
«Όχι, αυτός μόλις μπήκε, δεν ξέρει τίποτα...»
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε.
«Αλλά και ο παλιός» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «δεν είναι σίγουρο πως θα γνώριζε».
«Ναι...»
Ο κ. Βασιλείου έκανε μια παύση. Μετά, είπε:
«Όταν πρωτομπήκα, εσείς καθόσασταν στο πλάι. Ψηλά. Είχατε καλή θέα κάθε φορά που άνοιγε το ντουλάπι».
«Και;»
«Θα πρέπει να είδατε τον υπάλληλο όταν με έβαλε εδώ μέσα».
«Ναι, τον είδα».
Ο κ. Βασιλείου έκανε κι άλλη παύση. Μετά είπε:
«Πως ήταν στο πρόσωπο;»
«Τι εννοείς;»
«Ήταν κοκκινισμένος;»
«Τι σημασία έχει αυτό;»
«Ο Κρεμασμένος είχε πει πως ο υπάλληλος ήταν κατακόκκινος όταν έβαλε τον κλεμμένο μέσα...»
«Αυτό δεν σημαίνει πως συμβαίνει κάθε φορά...»
«Το ξέρω, είναι κουτό, αλλά θα ήταν μια ένδειξη...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν μίλησε.
«Πείτε μου...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος πάλι δεν μίλησε.
«Πείτε μου...» τον παρότρυνε καθησυχαστικά ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος ξεφύσηξε.
«Γιατί επιμένεις να μάθεις κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε.
«Θα ήταν μια ηθική δικαίωση».
«Όχι, θα ήταν ένα επιπλέον βάρος».
«Καταλαβαίνω πως εσείς το βλέπετε έτσι, αλλά εγώ θα ήθελα πραγματικά να ξέρω...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν ήξερε τι να πει.
Ναι, θυμόταν την στιγμή που ο υπάλληλος τον είχε βάλει μέσα. Θυμόταν και το πρόσωπο του. Αλλά δεν ήξερε ποια απάντηση θα ήταν η σωστή στην περίπτωση του κ. Βασιλείου. Δεν ήξερε ποια απάντηση θα τον ωφελούσε περισσότερο.
«Δεν τον είχες προσέξει όταν σε έφερε;» τον ρώτησε.
 Ο κ. Βασιλείου είπε:
«Όχι... Ήμουν τρομοκρατημένος...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος έγνεψε με κατανόηση. Έμεινε λίγο σιωπηλός.
«Ναι» είπε τελικά, επιβεβαιώνοντας και με το βλέμμα, «ήταν κατακόκκινος...»
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε και έμεινε αμίλητος, κοιτώντας αλλού. Μετά από λίγο όμως τον διέψευσε:
«Όχι. Ήταν φυσιολογικός. Χωρίς καμία ιδιαίτερη έκφραση».
Ο κ. Διαμαντόπουλος τον κοίταξε.
«Τον θυμάμαι» είπε ο κ. Βασιλείου, «δεν είχε τίποτα περίεργο εκείνη την ημέρα...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος κούνησε το βλέμμα σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα να λέει ψέματα.
«Εντάξει» του είπε, «δεν ήταν κόκκινος».
Ο κ. Βασιλείου συμφώνησε.
«Γιατί με ρώτησες αφού τον είχες δει;» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
Παύση.
«Σκέφτηκα πως ίσως ήμουν τόσο τρομοκρατημένος που να είχα κάνει λάθος… Να μην είχα προσέξει καλά…»
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν είπε τίποτα.
«Αλλά η αλήθεια είναι πως είχε μια συνηθισμένη έκφραση...» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Δεν σημαίνει τίποτα αυτό».
«Όχι...»
Ο κ. Βασιλείου έκανε ξανά παύση.
«Ευχαριστώ πάντως» είπε μετά.
«Μη το σκέφτεσαι».
«Και για όλα τα προηγούμενα...»
Πέρασαν μερικές στιγμές έτσι.
«Ακόμα δεν θες να φωνάξεις;» τον ρώτησε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Όχι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος συγκατάνευσε. Μετά άραξε, στρέφοντας το βλέμμα προς το ταβάνι.
«Τουλάχιστον» είπε, «θα παρακολουθήσουμε τον νέο Κρεμασμένο να τα χάνει από την βαρεμάρα μέρα με τη μέρα...»
«Ναι...»
«Μπαίνω στον πειρασμό να του το πω από τώρα».
Ο κ. Βασιλείου χαμογέλασε θλιμμένα.
«Είναι τραγική φιγούρα, ε;»
«Έτσι φαίνεται».
«Αν τελικά ήταν τυφλός θα ήταν πολύ τυχερός, χωρίς να το ξέρει...»
Σειρά του κ. Διαμαντόπουλου να χαμογελάσει.
«Ναι» είπε, «τυχερός...»
Και ξαφνικά, του ήρθε άλλο ένα μικρό γελάκι.
«Τι;...» τον ρώτησε ο κ. Βασιλείου.
«Σκέφτεσαι να...»
«Τι;...»
«...σκέφτεσαι να είχε μια τεράστια μύτη και κάθε φορά που έκλειναν οι πόρτες να του την κοπάναγαν και...» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη φράση του, γιατί αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ξέφρενο γέλιο. Σύντομα τον ακολούθησε και ο κ. Βασιλείου, σιγά σιγά στην αρχή, δυνατά στο τέλος, παρασυρμένος από την αστεία εικόνα που του έφερε στην φαντασία.
Το γέλιο τους κατέληξε σε ξέσπασμα. Βούτηξαν σε ένα ποταμό λυτρωτικού γέλιου που τους είχε παρασύρει και γέλαγαν διαρκώς, με ένα γέλιο που ήταν πολύ πιο ανακουφιστικό από το να φώναζαν. Υπήρχαν μόνο μικρά διαλλείματα που τα γέμιζαν με μια βαθειά εισπνοή και μια μάταιη προσπάθεια να ελέγξουν τον εαυτό τους, αλλά αμέσως ακολουθούσε η απότομη εκπνοή που τους οδηγούσε σε ένα νέο ξέσπασμα γέλιου, μεγαλύτερο από το προηγούμενο και πιο ανεξέλεγκτο, όχι τόσο από την ανοησία που είχαν πει αλλά κυρίως επειδή έβλεπαν ο ένας τον άλλον να μην μπορεί να σταματήσει, και του μετέδιδε το γέλιο εκ νέου.
Γελούσαν και έβγαζαν προς τα έξω όλα όσα θα ήθελαν να φωνάξουν από μέσα, είτε από φόβο είτε από απόγνωση, είτε από οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα αισθάνονται τα βιογραφικά που κλείνονται σε ένα σκοτεινό ντουλάπι και δεν βρίσκουν διέξοδο, όλες τις λέξεις που τριβελίζουν τις σκέψεις, αλλά μεταμορφωμένες σε μια μακροσκελή σειρά συλλαβών από ‘χα’ και από ‘χο’, σε μια περιορισμένη από γραμματική και συντακτικό γλώσσα αλλά αναμφίβολα εξαιρετικής δύναμης, που σαν αλχημιστής μεταμορφώνει οποιοδήποτε υλικό πετάς μέσα και αυτή στο επιστρέφει σε μία και μοναδική μορφή.
Σε αυτήν γινόταν η λέξη ‘φόβος’ ένα δισύλλαβο ‘χοχο’, η ‘απόγνωση’ ‘χαχαχα’, το ‘θέλω να βγω έξω’ ‘χαχαχα χοχοχο’, και συνέθεταν έτσι ο κ. Διαμαντόπουλος και ο κ. Βασιλείου ολόκληρες προτάσεις παρόμοιας ασυναρτησίας, που έβγαζαν όμως ένα πολύ απλό νόημα, σαν να ήταν αυτή ακριβώς η γλώσσα που επιτρέπει την μετάφραση δυσνόητων ψυχικών καταστάσεων για να τις μετατρέψει σε κάτι απλούστερο και καθαρότερο, εξαγνίζοντας τες από συναισθήματα και αναλύσεις εκ βάθους, αιτίες και αποτελέσματα, διαφορές και ομοιότητες, και ότι άλλο χρειάζονται τα βιογραφικά για να ερμηνεύσουν ένα τέτοιο μίζερο κόσμο.
Και ακολούθησαν αρκετοί διάλογοι μεταξύ τους σε αυτήν την μονοσήμαντη γλώσσα, που θα μπορούσαν να σημαίνουν ‘ξέχνα τα’, ‘ποια;’, ’όλα’, ‘για πόσο;’, ‘για όσο να ‘ναι’, ‘για όσο γελάμε;’, ‘για όσο γελάμε’, ‘μα δεν σταματάς’, ‘σταμάτα εσύ’, ‘δεν μπορώ’, ‘ούτε κι εγώ’, ‘δεν πειράζει’, ‘συμφωνώ’, ‘γέλα κι άλλο’, ‘αυτό κάνω’, ‘έχεις ξαναγελάσει έτσι;’, ‘όχι, πρώτη φορά’, ‘δεν μπορώ να πάρω αναπνοή από τα γέλια’, ‘δεν πειράζει, δεν χάθηκε κι ο κόσμος’, ‘και τι κόσμος’, ‘ναι, συμφωνώ’, ‘για αυτό γελάς;’, ‘δεν ξέρω γιατί γελάω’, ‘κι εγώ, δεν θυμάμαι γιατί γελάω’, ‘προφανώς γελάμε με αυτά που είπαμε’, ‘τι είπαμε;’, ‘τα λίγα που είπαμε’, ‘δεν είπαμε και τίποτα’, ‘γέλασα πάντως’, ‘και γω γέλασα, αν και δεν θυμάμαι πραγματικά τι είπαμε’, ‘καλά γέλια λοιπόν’, ‘επίσης’, ‘καλή εκτόνωση’, ‘καλή εκτόνωση’.
Και εκτονώθηκαν αρκετά, όχι όσο χρειάζεται για να ξεχάσουν τελείως τις δυσκολίες και το μέρος που βρισκόντουσαν αλλά αρκετά για να ξεφορτωθούν το βάρος για μερικά λεπτά ακόμα, πριν αυτό επιστρέψει και υποχρεωθούν να το ξανασηκώσουν αγκομαχώντας.
Ηρέμησαν σταδιακά, με τα γέλια να αφήνουν την θέση τους σε μικρά λαχανιάσματα και ξεφυσήματα αυτοσυγκέντρωσης, λίγα γελάκια ξανά, βλέμματα δω και κει και νέα ξεφυσήματα, ένα αργόσυρτο τελευταίο ξεφύσημα και τελικά ηρεμία.
Τριγύρω, οι υπόλοιποι ακόμα διαμαρτύρονταν προς την πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου