Κεφάλαιο 7

Ο κ. Βασιλείου μπορεί να μην φώναξε αλλά ντροπή αισθανόταν. Όχι γιατί κατά βάθος δεν ήθελε να φωνάξει και αυτός αλλά γιατί όλη αυτή η κατακραυγή που είχε πέσει πάνω του, με ένα μένος πρωτόγνωρο για αυτόν, τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει πόσο λίγος ήταν, και κυρίως, πόσο λίγο είναι να είσαι λίγος σε ένα τέτοιο μέρος. Είχε σιωπήσει και είχε κρατηθεί σε αυτήν την μικρή γωνία του ντουλαπιού χωρίς να λέει κουβέντα, παρόλο που οι ερωτήσεις ερχόντουσαν άφθονες στην σκέψη του και χτυπούσαν από μέσα για να τους ανοίξει μια πόρτα.
Ένοιωθε ένα εσωτερικό βύθισμα, παρόμοιο με την βουτιά που είχε κάνει στο πάτωμα του ραφιού. Αισθανόταν την ανάγκη να απομονωθεί και να τραβηχτεί σε μια ακόμα πιο απόμερη άκρη από το σημείο που είχε βρεθεί, στην αφάνεια αν ήταν δυνατόν. Κι εκεί θα μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα, δηλαδή ίσως και να φώναζε κι αυτός, γιατί ήταν πραγματικά δύσκολο να αποδεχτεί πως αυτή η καταδίκη ήταν μόνιμη.
Είχε περάσει αρκετή ώρα από την είσοδο του στο ντουλάπι όταν τα βιογραφικά σταμάτησαν να φωνάζουν εναντίων του. Άλλα σταμάτησαν γιατί τσακωνόντουσαν πια μεταξύ τους, άλλα γιατί είχαν κουραστεί, άλλα γιατί είχαν αντιληφθεί πως τελικά είχε πέσει από την κορυφή και είχε καταχωνιαστεί στο πάτωμα. Η ησυχία είχε έρθει σταδιακά, όπως και πριν, και ήταν καταπραϋντική.
Ο κ. Βασιλείου είχε περάσει αυτό το διάστημα προσπαθώντας να καταλαγιάσει την ταραχή που του προξενούσε αυτό το μέρος και προσπαθώντας να καταλάβει. Αλλά τον είχαν κλείσει φυλακή από την μια στιγμή στην άλλη και του είχαν έρθει όλα απότομα, δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί. Το μικρό του πέρασμα από τον έξω κόσμο, που ξεκινούσε από την στιγμή που εκτυπώθηκε πριν από λίγες ημέρες, ήταν μια συλλογή εντυπώσεων και εικόνων που ξαφνικά είχαν τραβηχτεί στην άκρη, και πριν προλάβει να βγάλει το οποιοδήποτε συμπέρασμα για όσα είχε συναντήσει, τα είχε σκεπάσει όλα αυτή η σκοτεινή απόγνωση.
Η ησυχία όμως δεν έμελλε να κρατήσει πολύ γιατί λίγο αργότερα ξανάνοιξε η πόρτα του ντουλαπιού, κι εμφανίστηκε ο υπάλληλος που τοποθέτησε ένα ακόμα αποτυχημένο βιογραφικό σε κάποιο από τα κάτω ράφια. Ο κ. Βασιλείου, έτσι που καθόταν με την πλάτη στον τοίχο, ίσα που πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στα γραφεία. Οι υπόλοιποι έγκλειστοι αρχίζαν πάλι να φωνάζουν προς τα έξω και να κλαίνε, ξεχνώντας οποιαδήποτε προηγούμενη διαφορά τους και ανακαλώντας την πραγματική τους δυστυχία.
«Ξέρεις τι περιμένουν κάθε φορά;» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος στον κ. Βασιλείου.
«Τι;»
«Να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο υπάλληλος με άδεια χέρια. Αυτό θα σημαίνει πως αντί να βάλει κάποιον, θα βγάλει».
«Καταλαβαίνω...»
«Τσάμπα περιμένουν φυσικά, και οι περισσότεροι το ξέρουν».
Ο κ. Βασιλείου κούνησε το βλέμμα.
«Είναι τόσο δύσκολο να βγει κάποιος;»
«Είναι απίθανο».
Ο κ. Βασιλείου κοίταξε πάλι προς την πόρτα που έκλεισε, εκεί που πριν από λίγο είχε κοιτάξει κλεφτά την αίθουσα του γραφείου Προσωπικού. Σκέφτηκε πως ο κ. Διαμαντόπουλος είχε προβλέψει σωστά, ο υπάλληλος δεν είχε δώσει καμία σημασία που είχαν σωριαστεί διπλωμένοι. Έκανε την δουλειά του και μετά ξανασφράγισε το κελί τους.
Ο εξαρχής σκοπός και προορισμός ενός βιογραφικού είναι να βρεθεί στο ντουλάπι των επιτυχημένων. Μια υπαρξιακή επιταγή, ένα θεμελιώδες ένστικτο, και αυτό ήταν και η δική του επιθυμία. Αλλά αυτό που του επέβαλε η φύση της ύπαρξης του βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο, όχι πολύ μακριά από εδώ αλλά πλέον απαγορευμένο. Στις απρόβλεπτες ώρες που ο υπάλληλος θα έφερνε έναν ακόμα αποτυχόντα, θα έπρεπε να αρκεστεί στις στιγμιαίες εικόνες του μεταβατικού κόσμου που είχε γνωρίσει για λίγο, αυτού των γραφείων.
Κλείστηκε σε μια εσωτερική απομόνωση και είδε τον κ. Διαμαντόπουλο – που μάλλον σεβάστηκε την κατάσταση του και τον άφησε στην ησυχία του - να στρέφεται κι αυτός προς την πόρτα, αλλά με διαφορετικό σκοπό: να προσφέρει απλώς το μερίδιο του στον συνολικό σαματά. Η δική του φωνή όμως δεν έμοιαζε με τις άλλες, ούτε και με τα συναισθήματα των υπολοίπων, παρά την κοινοτυπία των λέξεων του. Φώναζε απλά για να φωνάξει. Ο κ. Βασιλείου είχε προσέξει πως σε αυτή την δυνατή φωνή, αλλά και το βλέμμα, υπήρχε μια ειρωνική αδιαφορία. Αλλά ακόμα πιο κάτω κρυβόταν ένας υποδόριος θυμός, κάτι που ταίριαζε με την κάπως απότομη συμπεριφορά και τον αρνητισμό του.
Παρόλα αυτά, ο κ. Διαμαντόπουλος ήταν ο μόνος που δεν είχε στραφεί εναντίων του, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πίστη του πως οι ίδιοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Φαινόταν πως για αυτόν ήταν όλοι έρμαια μιας άλλης δύναμης κι ακολουθούσαν ανήμποροι την βούληση της.
Αυτό το χέρι βοηθείας όμως που του είχε προσφέρει και το θράσος του να υψώσει ανάστημα κόντρα σε όλους, έκανε τον κ. Βασιλείου να νοιώθει άσχημα, σχεδόν υπεύθυνος, που ο κ. Διαμαντόπουλος είχε χάσει την θέση με την πανοραμική θέα και είχε βρεθεί εκεί κάτω, με την ταπεινή δυνατότητα πλέον να κοιτά αυτόν, και πίσω από αυτόν ένα τοίχο.
Αναλογίστηκε ξανά την αδιαφορία και τον θυμό του. Ο κ. Διαμαντόπουλος θα πρέπει να ήταν μία από τις διαφορετικές εκφάνσεις ενός βιογραφικού που έρχεται γεμάτος ελπίδες στην Εταιρία και καταλήγει τελικά στην αποτυχία. Γύρω τους υπήρχε ένα πλήθος άλλων εκφάνσεων, η συμπεριφορά των οποίων μαρτυρούσε την δικιά τους εκδοχή και αντίδραση στην απόρριψη, τόσο διαφορετική από αυτή των βιογραφικών που είχε συναντήσει στα γραφεία και δεν είχαν δοκιμάσει ακόμα αυτήν την γεύση. Συμπεριφορές που ήταν άμεσα εξαρτημένες από τον χρόνο παραμονής τους στο ντουλάπι, αλλά και από την παραδοχή ενός τετελεσμένου μέλλοντος –αν και μερικοί, οι πιο καινούργιοι ίσως, έδειχναν ακόμα καλή πίστη στην έξοδο τους.
Αναρωτήθηκε πως θα συμπεριφερόταν ο Γάτμαν σε λίγες μέρες, ή πώς να είχε αντιδράσει ο κ. Διαμαντόπουλος την πρώτη του μέρα στο ντουλάπι. Αλλά και άλλες φωνές που έδειχναν φρέσκες, όπως και αυτή του βιογραφικού που είχε μόλις μπει και είχε λυγίσει αμέσως, στο πρώτο σκοτάδι, αναρωτήθηκε σε τι είδους φωνές θα κατέληγαν. Θα γινόντουσαν σαν μία από αυτές τις παλαιότερες ή θα πρόσθεταν μια καινούργια νότα; Αναρωτήθηκε πως θα αντιδρούσε και αυτός σε λίγες μέρες από σήμερα. Σε ένα μήνα. Σε δύο μήνες. Σε περισσότερο.
Τον τρόμαξε η σκέψη.
Στριμωγμένος, διπλωμένος στα δύο, πεταμένος σε ένα μέρος που κάθε εκατοστό του μαρτυρούσε ασημαντότητα και την αδιαφορία των δεσμοφυλάκων, έφερε στην σκέψη του την πιθανότητα του άλλου ντουλαπιού, πώς θα ήταν, τι βιογραφικά θα συναντούσε κανείς εκεί μέσα, τι συνθήκες θα επικρατούσαν. Αλλά καθώς δεν είχε κανένα στοιχείο, γρήγορα η εικόνα εκείνου του ντουλαπιού έδωσε την θέση της στην εικόνα ενός άλλου, ιδεατού, χωρίς φωνές κι απελπισίες. Ώριμες συζητήσεις, πολιτισμένες, ευγενικές, ίσως περισσότερο φως, στοίχιση και ευταξία, και, γιατί όχι, περισσότερος χώρος ίσως για τον καθένα.
«Τελείωσε το συρραπτικό;» τον ρώτησε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Τι;...» έκανε ξαφνιασμένος ο κ. Βασιλείου.
Ήταν το σημείο που οι φωνές είχαν αρχίσει να κατευνάζουν. Πολλοί συνέχιζαν αλλά ο κ. Διαμαντόπουλος είχε βαρεθεί.
Μέχρι τώρα είχε κοιτάξει αρκετές φορές τον κ. Βασιλείου και είχε προσέξει πόσο τον ενοχλούσε η φασαρία. Μιας και ήταν τόσο κοντά πάντως, κι έτσι που τον έβλεπε, είχε αποφασίσει να μην φωνάζει τόσο δυνατά όπως συνήθως.
«Τελείωσε το συρραπτικό όταν ήρθες;» είπε. «Συνήθως τα ηλεκτρονικά βιογραφικά τα πιάνει με συρραπτικό ο υπάλληλος».
«Ναι, είχαν τελειώσει, ήμασταν πολλοί εκείνη την ημέρα...»
«Συνηθισμένη περίπτωση» συμπέρανε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Τις περισσότερες φορές ερχόμαστε μαζικά. Οι τελευταίοι παίρνουν ότι απομένει».
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε.
«Το καλό να σε φέρνουν ιδιοχείρως» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Δεν σου βάζουν χέρι».
«Εκτός από τις σημειώσεις...»
Εννοούσε τις σημειώσεις από μελάνι πάνω στα περιθώρια των βιογραφικών, αλλά και τις διάφορες υπογραμμίσεις επάνω τους.
«Αυτά είναι από τους τμηματάρχες. Υποχρεωτικό κακό για όλους» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Τι σημαίνουν;»
«Απλά σημειώνουν κάποια σημεία που θέλουν να μάθουν περισσότερες πληροφορίες. Μερικά από αυτά είναι και απαντήσεις σε κάποιες από τις ερωτήσεις τους».
Ο κ. Βασιλείου δεν είπε τίποτα για τα δικά του, κατάλευκα περιθώρια.
«Εσείς είστε καιρό εδώ;» τον ρώτησε.
«Κοντεύω δυο μήνες. Αλλά δεν θα το γιορτάσω...»
Και ο κ. Διαμαντόπουλος πρόσθεσε: «Ίσως απλά να φωνάξω λίγο περισσότερο εκείνη την ημέρα».
«Για το γραφείο προσωπικού κάνατε αίτηση;»
«Όχι. Για αλλού».
«Καταλαβαίνω...»
«Εγώ πήρα προφανώς αυτό που άξιζα».
Ο κ. Βασιλείου διέκρινε ξανά τον θυμό μέσα του. Και αρκετή πικρία.
«Ίσως δεν ευνόησαν οι συνθήκες όταν κάνατε την αίτηση εργασίας» του είπε.
«Θα μπορούσα να είμαι καλύτερος, και να μην είχα ανάγκη αυτές τις συνθήκες που λες».
«Εσείς δεν είστε άσχημο βιογραφικό, κ. Διαμαντόπουλε…»
«Ούτε και το καλύτερο».
«Πολλοί θα σας ζήλευαν…»
«Και λοιπόν; Είμαι εδώ».
Ο κ. Βασιλείου τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει.
«Σημασία έχει να πας στο άλλο ντουλάπι» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «τα άλλα δεν έχουν σημασία».
«Μπορούσαμε πράγματι να κάνουμε κάτι για αυτό;»
«Εμείς όχι. Αλλά αυτός που εκπροσωπούμε έπρεπε να είχε φροντίσει περισσότερο. Δεν μπορείς να φτάσεις στο ντουλάπι των επιτυχημένων όταν εκείνος δεν φροντίζει περισσότερο για σένα».
«Δεν μου δίνετε την εντύπωση πως δεν φρόντισε για εσάς».
«Μόνο που ξέχασε να με εμπλουτίσει. Οι καιροί αλλάζουν κ. Βασιλείου και η στασιμότητα είναι μειονέκτημα. Δεν μπορείς να παραμείνεις ανταγωνιστικός αν δεν συμβαδίζεις με τις εξελίξεις. Και η δικιά μου εξέλιξη έχει σταματήσει από καιρό».
«Σίγουρα θα έχετε μια καλή προϋπηρεσία...»
«Κι άλλοι έχουν καλή προϋπηρεσία αλλά φρόντισαν να αποκτήσουν περισσότερα προσόντα. Αλλά τα τελευταία χρόνια εκείνος με άφησε στάσιμο. Δεν μπορώ πια να συναγωνιστώ τους υπόλοιπους».
«Ίσως έκανε ότι μπορούσε...»
«Δεν ήταν αρκετό» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Όφειλε να με κάνει καλύτερο. Κι αν εκείνος θέλει να ασχοληθεί με άλλα πράγματα στην ζωή του δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Είμαστε βιογραφικά, αξία έχει μόνο ότι μπορεί να γραφεί επάνω μας με μια γραμμή, πιστοποιημένη από ένα επιπλέον χαρτί. Τίποτα άλλο δεν είναι σημαντικό».
Ο κ. Βασιλείου δεν μίλησε και ο κ. Διαμαντόπουλος του έριξε άλλη μια εξεταστική ματιά. Παρόλο που ήταν καινούργιος και τρομοκρατημένος, άκουγε με μεγάλη προσοχή όσα του έλεγε. Ήταν ένας αξιοπρεπής τρομοκρατημένος.
Όταν τον ξαναείδε να σιωπά και να συλλογίζεται την κατάσταση του, μαλάκωσε την ένταση της φωνής του. Το ντουλάπι ήταν δύσκολο για όλους αλλά πιο πολύ για τους καινούργιους.
«Μια συνήθεια είναι» του είπε.
«Συνηθίζεται;» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Ναι, συνηθίζεται. Βρίσκεις τρόπους να συνηθίσεις».
«Για αυτό φωνάζετε εσείς;»
«Είναι ένας τρόπος. Τι άλλο έχω να κάνω;»
«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα για ότι συμβαίνει εδώ μέσα...»
«Και αυτά που ξέρουμε εμείς άχρηστα είναι. Το μόνο που δεν χρειάζεται να φοβάσαι είναι τους υπόλοιπους ανόητους εδώ μέσα. Ο καθένας λέει το κοντό του και το μακρύ του. Το ίδιο μπορείς να κάνεις και εσύ».
«Εδώ κάτω που είμαστε δεν νομίζω να ξανασχοληθούν μαζί μου».
«Μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου τυχερό που πέσαμε. Αν παρέμενες στην κορυφή, σε λίγες μέρες θα ήσουν σκεπασμένος από ένα σωρό άλλους. Εδώ έχουμε περισσότερο χώρο, δεν είμαστε στον σωρό».
«Οι άλλοι δεν είδαν έτσι την πτώση μας...»
«Πως την είδαν;»
«Σαν δικαίωση, νομίζω...»
«Οι άλλοι είναι ανόητοι, στο είπα».
Ο κ. Βασιλείου κοίταξε δεξιά κι αριστερά.
«Δεν με πειράζει...» είπε.
«Καλό αυτό. Και όσο πιο γρήγορα καταφέρεις να μην σε πειράζει τίποτα, τόσο το καλύτερο για σένα».
Ο κ. Βασιλείου έκανε μια παύση. Μετά είπε:
«Να μην με πειράζει τίποτα... Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να γίνω ποτέ τόσο αδιάφορος».
«Θα μπορέσεις, με τον καιρό» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
Απόφυγε να του πει πως όταν η εκπλήρωση του μοναδικού σκοπού μιας ύπαρξης χάνεται οριστικά, όταν δεν υπάρχει καμία ελπίδα, τότε έρχεται μια πλήρης και καταθλιπτική αδιαφορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου