Κεφάλαιο 5


Η πτώση τους σταμάτησε στο πάτωμα του πρώτου ραφιού.
Ο κ. Διαμαντόπουλος προσγειώθηκε σηκώνοντας ένα μικρό νέφος ξεφτιών χαρτιού και σκόνης, ξαφνιασμένος ακόμα από αυτήν την εξέλιξη. Είχε πέσει διπλωμένος σε ένα σχήμα U, με τη μία άκρη του να στηρίζεται στην στοίβα και την άλλη στο πλαϊνό τοίχωμα, κοιτώντας πλέον προς τον τοίχο.
Επάνω του προσγειώθηκε ο κ. Βασιλείου, που όσο έπεφτε, η τελευταία του σελίδα ανέμιζε πίσω του και τριβόταν πάνω στους έξαλλους συγκάτοικους. Διπλώθηκε κι αυτός με παρόμοιο τρόπο αλλά λίγο προς το πλάι και κοιτώντας αντίθετα από τον κ. Διαμαντόπουλο, προς τη μεριά των βιογραφικών. Η σελίδα του που τον ακολουθούσε πιασμένη από τον συνδετήρα έκατσε κι αυτή, αργά αργά, και παίρνοντας στο τέλος το ίδιο σχήμα.
Τριγύρω, ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν, αν και στο σημείο που βρισκόντουσαν ήταν μια ιδέα πιο ήσυχα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος στράφηκε προς τα πάνω, αφουγκράστηκε το εξαγριωμένο πλήθος, και προς κατάπληξη του κ. Βασιλείου άρχισε να φωνάζει:
«Κατεβάστε τον! Κατεβάστε τον κάποιος! Αίσχος! Αίσχος!»
Μετά σταμάτησε, κοίταξε με αποδοκιμασία τα βιογραφικά που φώναζαν με τον ίδιο τρόπο, και γύρισε προς τον κ. Βασιλείου:
«Τελικά είναι πιο ανόητοι απ’ ότι νόμιζα. Ακόμα φωνάζουν για να φύγεις πάνω από τον Γάτμαν».
«Νόμιζα πως φωνάζατε γιατί τώρα είμαι πάνω από εσάς».
«Πως; Όχι, λίγο με ενδιαφέρει».
«Αν μπορούσα θα το είχα αποφύγει, αλλά δεν…»
«Αν μπορούσες να το αποφύγεις, ίσως και να σου έλεγα να φύγεις. Αλλά ότι ήταν να κάνουμε έπρεπε να το κάνουμε πριν καταλήξουμε εδώ μέσα». Μετά είπε: «Άκουσες και συ το χτύπημα;»
«Άκουσα ένα θόρυβο από την αντίθετη μεριά που στηριζόσασταν».
«Κάτι χτύπησε το ντουλάπι απ’ έξω, για αυτό πέσαμε».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε πάλι προς τα πάνω, με περιφρόνηση αυτή τη φορά, και ίσως ετοιμάστηκε να ξαναφωνάξει αλλά τελικά, με ένα ξεφύσημα θυμού, παραιτήθηκε από την ιδέα. Κοίταξε όπου μπορούσε να δει εκεί κοντά και περιεργάστηκε την νέα τους τοποθεσία.
Τίποτα καινούριο, τοίχοι και αλλόφρονα χαρτιά, όπως και πριν. Αλλά μισό μέτρο πιο κάτω.
«Προφανώς θα μείνουμε αρκετό καιρό σε αυτό το σημείο» είπε, «καλύτερα να το συνηθίσουμε».
«Ίσως μας δει ο υπάλληλος και μας τακτοποιήσει».
«Τίποτα δεν θα κάνει. Αλλά και να μας ξαναβάλει στην θέση μας δεν βλέπω καμιά διαφορά. Τουλάχιστον εδώ είναι πιο ήρεμα».
Ο κ. Βασιλείου κοίταξε κι αυτός τριγύρω. Το σημείο που είχαν βρεθεί από την πτώση ήταν πιο σκοτεινό από πριν, αν και όχι τελείως. Είχαν πέσει στο πλάι και το φως της χαραμάδας σταματούσε στο μπροστινό μέρος της στοίβας, που το εμπόδιζε να έρθει σε αυτούς.
Όπως όμως ήταν στραμμένος προς το εσωτερικό του ντουλαπιού, έβλεπε τις άκρες των βιογραφικών να φωτίζονται αμυδρά, και σε μερικά σημεία το φως να ανακλάτε σε ζελατίνες και συνδετήρες, και να μεταδίδετε λίγο ακόμα.
Όχι πως ήταν ευχάριστο ότι έβλεπε. Τα χαρτιά πίσω από την πλάτη του κ. Διαμαντόπουλου ήταν πιεσμένα από τον όγκο των από πάνω, και όσοι δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν ή να κλάψουν ήταν επειδή τα φίμωνε το βάρος. Παρατήρησε ένα που η μία του γωνία ίσα που προεξείχε, και που η προσπάθεια του να μιλήσει κατέληγε ανεπιτυχώς σε μπουκωμένους ήχους. Τα τελευταία χαρτιά, κάτω κάτω, που κάποτε είχαν έρθει πρώτα και τώρα σήκωναν το βάρος αυτού του κόσμου, ήταν ανήμπορα να πουν οτιδήποτε.
Λίγο ψηλότερα, λίγο πιο πάνω από τα βιογραφικά που δεν μπορούσαν να μιλήσουν καθόλου, υπήρχε ένα που τον κοιτούσε επίμονα, από μια άκρη του που μόλις που ξεπρόβαλλε. Είχε αντιληφθεί πως ήταν ο καινούργιος και του μιλούσε ξέπνοα, με πολύ κόπο τόσο στριμωγμένος που ήταν, λέγοντας διαρκώς: «…δώσε μου την μια σελίδα σου… εσύ δεν την χρειάζεσαι… δώσε μου την μία μόνο…», ευελπιστώντας πως με μια αύξηση των προσόντων του θα τον έβγαζαν έξω, αλλά ήταν τόσο άψυχη φωνή που μετά από λίγο έσβησε τελείως.
«Θα σταματήσουν σύντομα» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Την επόμενη φορά που θα ανοίξει η πόρτα θα σταματήσουν να ασχολούνται μαζί σου».
Ο κ. Βασιλείου έγνεψε απογοητευμένος.
«Ίσως και νωρίτερα, ανάλογα πότε θα κουραστούν» πρόσθεσε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Ναι...»
Έτσι που είχαν πέσει ο ένας επάνω στον άλλον και κάθονταν αντίθετα, η φυσική τους κίνηση ήταν να αλληλοκοιτάζονται. Μπορούσαν τουλάχιστον να μιλούν σχετικά σιγά και να ακούγονται μεταξύ τους, παρά τη φασαρία.
«Τι μέρα ήταν έξω;» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Τετάρτη».
«Πρωί;»
«Όχι, απόγευμα».
Ο κ. Διαμαντόπουλος έκανε μια προσπάθεια να κοιτάξει προς την χαραμάδα της πόρτας, πράγμα αδύνατο έτσι που καθόταν. Στράφηκε πάλι μπροστά και παρατήρησε τον κ. Βασιλείου, που καθόταν ζαρωμένος και λιγομίλητος, με μια σύγχυση στο βλέμμα και μια κωμική προσπάθεια να κρύψει τον φόβο του. Προσπαθούσε πάντως, αν μη τι άλλο, να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του. Ακόμα.
«Ηλεκτρονικά ήρθες;» τον ρώτησε.
«Ναι, πριν από μία εβδομάδα».
«Και τι θέση ζητούσες;»
«Για το γραφείο Προσωπικού».
«Προφανώς μια απλή θέση γραφείου, αν κρίνω από τις σελίδες σου».
«Ναι... Αλλά απορρίφθηκα αμέσως».
«Ούτε συνέντευξη;»
«Όχι».
Ο κ. Διαμαντόπουλος έκανε μια παύση. Με τόσο λίγες σελίδες ήταν μάλλον αυτονόητο κάτι τέτοιο. Μετά είπε:
«Ναι, θα έπρεπε να το περιμένεις».
«Το περίμενα, μόλις γνώρισα τους υπόλοιπους υποψήφιους...»
«Ήσασταν πολλοί;»
«Αρκετοί. Αλλά από όσους είχαμε μαζευτεί στο γραφείο του Τμηματάρχη τρεις τέσσερις ήταν οι πιο δυνατοί. Οι άλλοι…»
«Σαν και σένα;»
«Ναι, σαν και μένα...»
«Ξέρω... Κάποιοι από αυτούς ήρθαν τις προηγούμενες μέρες» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Εν καιρώ θα φτάσουν και οι υπόλοιποι».
Ο κ. Βασιλείου συγκατάνευσε με κατανόηση. Μετά, με μια μικρή θλίψη, είπε:
«Είναι αλήθεια λοιπόν πως μας έφεραν εδώ γιατί αποτύχαμε;»
«Ναι».
«Και... δεν υπάρχει τρόπος να φύγουμε;»                    
«Δυστυχώς».
Και ο κ. Διαμαντόπουλος πρόσθεσε: «Μπορείς να φωνάξεις πάντως αν θες, είναι ανακουφιστικό».
Ο κ. Βασιλείου αρνήθηκε.
Κοίταξε μελαγχολικός σε διάφορα ύψη της στοίβας και όλους αυτούς που συνέχιζαν να ωρύονται εναντίον του. Οι τελευταίες φωνές στην κορυφή ήταν μια απρόσωπη μανία, λες και μιλούσε το σκοτάδι. Οι φωνές από τα κάτω ράφια ήταν η μανία αγνώστων. Σχεδόν όλες όμως είχαν σαν αντικείμενο αυτόν.
«Τι λένε τα συνθήματα;» ρώτησε.
«Ποια συνθήματα;»
«Ακούγονται κάποια συνθήματα. Κάποιοι φωνάζουν μαζί, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε…»
«Δεν είναι συνθήματα» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος, «είναι βιογραφικά του ίδιου προσώπου».
Ο κ. Βασιλείου τον κοίταξε.
«Κάποιοι στέλνουν το βιογραφικό τους συνεχώς» εξήγησε ο κ. Διαμαντόπουλος, «μια, και δυο, και τρεις φορές… Φωνάζουν απλώς τα ίδια πράγματα».
«Μάλιστα...» είπε ο κ. Βασιλείου, και η σκέψη του πως κάποιοι φώναζαν οργανωμένα, που θα μαρτυρούσε μια συνεργασία ορισμένη από την λογική και άρα την χαλιναγώγηση πρωτόγονων ενστίκτων και αντιδράσεων, αποδείχτηκε λανθασμένη. «Και στην αρχή μου φάνηκαν οι μόνοι πολιτισμένοι…»
«Δεν υπάρχει πολιτισμός εδώ μέσα. Αναρχία ίσως… Αλλά τι περιμένεις στο ντουλάπι που καταλήξαμε».
Ο κ. Βασιλείου χαμήλωσε το βλέμμα.
«Όταν συζητούσαμε με τους άλλους υποψήφιους» είπε, «έξω, στα γραφεία, κανείς μας δεν φανταζόταν κάτι τέτοιο…»
«Θα το συνειδητοποιήσουν κι αυτοί, μόλις έρθουν».
«Ίσως αυτοί να φανούν πιο τυχεροί…»
«Φοβάμαι πως τους περισσότερους θα τους ξανασυναντήσεις. Κάποιοι βέβαια ίσως και να τα καταφέρουν καλύτερα. Αλλά θα είναι λίγοι».
«Που θα πάνε αυτοί;»
«Στο άλλο ντουλάπι. Στο γραφείο της προϊσταμένης».
«Εκεί πάνε όσους περνούν τις συνεντεύξεις;»
«Ναι».
«Και... είναι καλύτερα εκεί;»
«Κανείς δεν ξέρει. Κανείς μας δεν έχει βρεθεί».
Και ο κ. Διαμαντόπουλος πρόσθεσε:
«Αλλά για εμάς δύο ντουλάπια υπάρχουν. Αυτό ή το άλλο. Προτιμώ το άλλο».
«Ναι, καταλαβαίνω...»
Από κάτω, από το δεύτερο ράφι, δύο βιογραφικά έπαψαν να ασχολούνται με τον κ. Βασιλείου και άρχισαν να λογομαχούν μεταξύ τους, ανεβάζοντας κατά πολύ την ένταση της φωνής. Οι γείτονες τους άρχισαν να συμμετέχουν κι αυτοί στον καυγά.
«Έτσι είναι πάντα;» είπε ο κ. Βασιλείου.
«Υπάρχουν και καλύτερες στιγμές. Συνήθως όταν δεν μιλά κανείς».
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε προς τα κάτω και είπε:
«Θα μπορούσε πάντως να είναι και χειρότερα...»
«Δυσκολεύομαι να το φανταστώ».
«Σκέφτεσαι ένα ντουλάπι γεμάτο Γάτμαν;»
«Εντάξει» συμφώνησε ο κ. Βασιλείου, «θα μπορούσε να είναι και χειρότερα...»
Έμειναν για λίγο αμίλητοι.
«Όπως και να ‘χει» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «αυτό είναι το ντουλάπι μας πια. Κι εσένα απ’ ότι καταλαβαίνω δεν σου αρέσει να φωνάζεις».
«Ναι, δεν μου αρέσουν οι φωνές...»
«Σε κανέναν δεν αρέσουν, αλλά μετά από λίγο φωνάζουν όλοι. Μην αισθανθείς ντροπή όταν αποφασίσεις να το κάνεις».
Ο κ. Βασιλείου κούνησε καταφατικά το βλέμμα αλλά αρνήθηκε για άλλη μια φορά να φωνάξει.
Οι υπόλοιποι τριγύρω συνέχιζαν απτόητοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου