Κεφάλαιο 4


«Συγνώμη…» είπε η καθαρίστρια.
«Δεν πειράζει» απάντησε ο υπάλληλος.
«Δεν το ήθελα…»
«Το ξέρω, δεν πειράζει».
Η καθαρίστρια τράβηξε πίσω το καροτσάκι με τα καθαριστικά της. Το χτύπημα στο ντουλάπι είχε τραβήξει τα βλέμματα των υπόλοιπων υπαλλήλων, δυστυχώς και της προϊσταμένης, που είχε ανασηκώσει τα μάτια πάνω από τα γυαλιά της και την κοίταζε αυστηρά μέσα από το πλεξιγκλάς του γραφείου.
Η μεσόκοπη γυναίκα πάρκαρε το καροτσάκι κοιτάζοντας χαμηλά, καθώς είχε αντιληφθεί την προϊσταμένη.
«Νομίζω πως κάτι έπεσε εκεί μέσα…» είπε.
«Θα το φτιάξω εγώ, δεν είναι σημαντικό» απάντησε ο υπάλληλος. «Προσέξτε μόνο τον καλόγερο» συνέχισε, εννοώντας τον καλόγερο με τα κρεμασμένα σακάκια που ήταν παραδίπλα.
Η καθαρίστρια έκανε ένα νεύμα, μετά έσκυψε, πήρε το καλαθάκι των αχρήστων δίπλα από το γραφείο του υπαλλήλου και το άδειασε στη σακούλα σκουπιδιών, που έχασκε ορθάνοικτη μέσα στο καρότσι. Άνοιξε τον καταστροφέα εγγράφων και άδειασε και το δικό του δοχείο.
Οι άλλοι υπάλληλοι στράφηκαν ξανά στην εργασία τους, όπως και η προϊσταμένη, που βεβαιώθηκε πως όλα είχαν ξαναμπεί στον ρυθμό τους.
Ο υπάλληλος των βιογραφικών έκανε λίγο πίσω μαζί με την καρέκλα του και άφησε την καθαρίστρια να περάσει το γραφείο του με ένα νοτισμένο πανί. Ήταν νωρίς το απόγευμα, η ώρα που οι καθαρίστριες με τις μπλε φόρμες έβγαιναν για να συμμαζέψουν την Εταιρία, παρόλο που οι υπάλληλοι εργάζονταν ακόμα. Ήταν δύσκολο να βρεθούν ώρες που τα γραφεία να είναι άδεια.
Έφερε το χέρι του στο πρόσωπο γιατί αισθανόταν ένα ελαφρύ τσούξιμο στα μάτια και τα έτριψε με τα δάκτυλα. Τα κράτησε πιεσμένα με τον αντίχειρα και τον μέσο, κοντά στο σημείο που ξεκινούσε η μύτη. Όταν τα άνοιξε, η καθαρίστρια ξεσκόνιζε ακόμα.
Απέναντι του, τις δυο γωνίες της αίθουσας καταλάμβαναν τα γραφεία των συναδέλφων, δύο αντρών και μιας γυναίκας. Η τρίτη γωνία ήταν η δική του ενώ στην τέταρτη βρισκόταν το γραφείο της προϊσταμένης, που είχε σχεδόν πάντα κλειστή την πόρτα. Ο φωτισμός ολόγυρα ήταν μουντός, προερχόταν μόνο από τις λάμπες γιατί η αίθουσα του γραφείου προσωπικού τύχαινε να είναι στο εσωτερικό της Εταιρίας, κι έτσι δεν υπήρχαν καθόλου παράθυρα. Μόνο τρεις μεγάλοι τοίχοι, γεμάτοι ράφια και ντουλάπια, και στα αριστερά ένας τέταρτος από πλεξιγκλάς, που χώριζε την αίθουσα του γραφείου Προσωπικού από τον κεντρικό διάδρομο.
Αν ο διάδρομος ήταν δρόμος, με φώτα, βιτρίνες, ανθρώπους, ο τοίχος στα αριστερά θα ήταν ένα τεράστιο παράθυρο. Τώρα όμως, δεν ήταν παρά ένας διάφανος τοίχος που χρησίμευε για να φέρνει το χλωμό φως του διαδρόμου μέσα στο γραφείο προσωπικού, και για να υπάρχει φυσικά μια διαφάνεια στους εντός και τους εκτός. Όπως και το πλεξιγκλάς στο γραφείο της προϊσταμένης, που είχε το επιπλέον χαρακτηριστικό της εποπτείας.
«Έχει καλό καιρό έξω;» ρώτησε την καθαρίστρια.
«Λίγη συννεφιά».
«Θα βρέξει;»
«Δεν νομίζω».
Η καθαρίστρια μετακίνησε μερικά χαρτιά στο γραφείο για να σκουπίσει από κάτω. Μετά καθάρισε το μόνιτορ και το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Η ηλικία της είχε επηρεάσει την παλιά της σβελτάδα, φαινόταν αργή πια. Που και που, καθώς δούλευε, έριχνε δειλές ματιές προς το γραφείο της προϊσταμένης, μα τις ξανατραβούσε αμέσως.
«Δεν τελειώσατε ακόμα;…» ρώτησε χαμηλόφωνα τον υπάλληλο.
«Όχι, όχι ακόμα…»
«Υπομονή, σε λίγο θα πάτε σπίτι σας να ξεκουραστείτε».
«Θα αργήσω κι άλλο, αλλά ναι, μετά θα πάω σπίτι να ξεκουραστώ».
«Δεν θα βγείτε καμιά βόλτα;»
«Με τέτοια κούραση καλύτερα να ξαπλώσω».
Η καθαρίστρια μάζεψε τα χαρτιά που είχε μετακινήσει νωρίτερα και τα έβαλε περιποιημένα σε μια άκρη του γραφείου.
«Νέος άνθρωπος, πρέπει να βγαίνετε και λίγο…»
«Ίσως την Κυριακή. Αν έχω περισσότερο χρόνο».
«Την Κυριακή θα έχει καλό καιρό».
«Ίσως έχω ώρες αφοσίωσης αυτή την Κυριακή».
«Θα δουλεύετε;»
«Ίσως».
«Τότε την άλλη Κυριακή».
«Ναι, ίσως την άλλη Κυριακή».
Η καθαρίστρια τελείωσε το καθάρισμα και μάζεψε τα συμπράγκαλα της, βάζοντας τα στο καροτσάκι. Τον αποχαιρέτισε και τράβηξε το καροτσάκι πισωπερπατώντας αργά, προσέχοντας ιδιαιτέρως μην χτυπήσει τον καλόγερο με τα σακάκια, και το οδήγησε στο επόμενο γραφείο της αίθουσας.
Στον καλόγερο υπήρχαν και τα τρία σακάκια των αντρών που εργάζονταν στο γραφείο προσωπικού. Τα άλλα δύο, σύνολο πέντε, ήταν το πάνω μέρος των ταγέρ της προϊσταμένης και της γυναίκας συναδέλφου, της θηλυκής δηλαδή εκδοχής των κουστουμιών. Ήταν όλα τοποθετημένα σε ξεχωριστή κρεμάστρα του καλόγερου, ποτέ το ένα πάνω στο άλλο.
Ο υπάλληλος σκέφτηκε πως θα ήταν άσχημο αν τα γκρέμιζε η καθαρίστρια. Τα ράσα και η στρατιωτική στολή είχαν παρακμάσει από καιρό ως σύμβολα κοσμικής εξουσίας, σήμερα ήταν τα κουστούμια. Αν η προϊσταμένη είχε κοιτάξει αυστηρά την καθαρίστρια επειδή απλά είχε χτυπήσει το ντουλάπι των αποτυχημένων, θα ήταν πραγματικά δυσάρεστο να την έβλεπε να μην δίνει την προσοχή που έπρεπε στα σακάκια, που ήταν αναπόσπαστο μέρος της στολής.
Ο σεβασμός της προϊσταμένης για την δική της στολή ήταν έκδηλος: κάθε μέρα κρεμούσε κι από ένα διαφορετικό σακάκι στον καλόγερο, αδιαμφισβήτητης αξίας. Ήταν όμως άγνωστο πού έβρισκε τον χρόνο να αγοράζει συνεχώς καινούργια ταγέρ ενώ ποτέ της δεν έλειπε από το γραφείο. Η προϊσταμένη, μια κοντή και γερασμένη γυναίκα με ανέκφραστο πρόσωπο - όχι, είχε ένα πειθαρχημένο και αυστηρό πρόσωπο, όμως καμία άλλη έκφραση δεν είχε δει ποτέ του σε αυτό – πάντα πήγαινε πριν από αυτόν στην Εταιρία και πάντα έφευγε μετά. Δεν θυμόταν μια ημέρα που να μην υπάρχει στο γραφείο της αυτό το βλέμμα, δυο μάτια πάνω από τα τζάμια των γυαλιών της, που παρακολουθούσαν τους γύρω υπό τις οδηγίες του σκυφτού της κεφαλιού.
Για τους συνάδελφους δεν είχε παρόμοιες απορίες, γνώριζε τα σακάκια τους περισσότερο απ’ ότι γνώριζε αυτούς. Μια μικρή συλλογή είχαν ο καθένας που ανανέωναν σπάνια, όπως και ο ίδιος, ένα δυο φορές το πολύ στην διάρκεια του έτους. Δεν ήταν όμως πως δεν επιθυμούσαν μια μεγαλύτερη ποικιλία κουστουμιών. Υπήρχαν απλά αυτοί οι αναγκαίοι συμβιβασμοί που επιβάλλει η διαχείριση μιας μικρής τσέπης, αλλά και η απουσία ενός δυσεύρετου πια, ελεύθερου χρόνου.
Μεταξύ τους οι συνάδελφοι δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις, κι αυτό ήταν κάπως αντιφατικό αν σκεφτείς τα χρόνια που δούλευαν μαζί. Ως συνήθως, ήταν προσηλωμένοι στα ψηφιακά γράμματα μιας οθόνης ή στα τυπογραφημένα μιας ανεξάντλητης συλλογής σελίδων πάνω στο γραφείο τους. Όχι πως δεν μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν. Αλλά μιλούσαν λίγο και πάντα προσεκτικά, και όταν το έκαναν, το έκαναν με την χρήση αυτής της ιδιότυπης εταιρικής γλώσσας, του πληθυντικού και των αποστάσεων, που είχε υποβληθεί σε μια αυστηρή κάθαρση από οτιδήποτε δεν αφορούσε την εργασία, και άρα ήταν περιττό.
«Έχετε κάποιο πρόβλημα;» ακούστηκε από το γραφείο της η προϊσταμένη.
Εκείνος γύρισε προς αυτήν.
«Όχι, καθόλου».
«Σας βλέπω κάπως σκυφτό στην καρέκλα σας».
«Με έπιασε λίγο το στομάχι μου, όχι κάτι ιδιαίτερο».
«Να το κοιτάξετε αυτό το ζήτημα».
«Το έχω καιρό, είναι συνηθισμένο».
«Το γνωρίζω πως το έχετε καιρό, και δεν πρέπει να το αφήνετε».
«Θα το ξανακοιτάξω, σύντομα».
Η προϊσταμένη δεν κατέβασε τα μάτια της παρά μόνο όταν τον είδε να τραβά πάλι την καρέκλα του μπροστά, έτοιμος να ξαναδουλέψει.
Ο υπάλληλος άνοιξε ένα συρτάρι από το γραφείο του και έβγαλε ένα μπουκαλάκι με χάπια. Κατάπιε ένα. Δεν έλεγε ψέματα για το στομάχι του, ήταν από τα μικροπροβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια.
Κοίταξε μετά τα δύο πακέτα από βιογραφικά που είχαν μαζευτεί δίπλα από την οθόνη του υπολογιστή, τη σοδειά της ημέρας.
Το ένα πακέτο ήταν όσα είχε ήδη καταχωρήσει και περίμεναν να παραδοθούν στην προϊσταμένη. Για τα περισσότερα θα μπορούσε να μην είχε μπει καν στον κόπο να ασχοληθεί μαζί τους. Το μέλλον τους ήταν τόσο φτωχό όσο και οι λιγοστές τους αράδες. Αλλά από την στιγμή που ο υποψήφιος συμπλήρωνε την αίτηση εργασίας, είτε σε χαρτί γιατί ήρθε αυτοπροσώπως στην Εταιρία είτε ηλεκτρονικά, υπήρχε μια επίσημη διαδικασία που δεν γινόταν να παρακαμφτεί. Έπρεπε να αρχειοθετηθούν και να ακολουθήσουν την καθορισμένη οδό από την Διοίκηση.
Το δεύτερο πακέτο ήταν όσα δεν είχε προλάβει ακόμα να ολοκληρώσει. Τα φυλλομέτρησε στα γρήγορα σέρνοντας τον αντίχειρα στην γωνία του πακέτου, αφήνοντας μια μικρή ριπή αέρα να έρθει προς το μέρος του. Το δάκτυλο σκάλωνε σε όσα ήταν τοποθετημένα μέσα σε φάκελο, που ανασήκωνε τα υπόλοιπα και τα άφηνε να πέσουν με ένα κούφιο θόρυβο πάνω στα προηγούμενα. Ήταν αρκετά. Όταν θα τα τελείωνε, μαζί με τις υπόλοιπες εργασίες του, θα είχε έρθει πια το βράδυ.
Δεν ήταν μόνο η κούραση που εκείνη τη στιγμή δυσκολευόταν να θυμηθεί τα πρόσωπα των νέων βιογραφικών, που μόλις σήμερα τα είχε συναντήσει. Τα τελευταία χρόνια, η μνήμη του γινόταν όλο και πιο ασθενική, πράγμα αφύσικο για έναν άντρα μόλις τριάντα πέντε ετών, που θα έπρεπε λογικά να θυμάται ακόμα και τους διαλόγους που είχε ανταλλάξει με τους υποψήφιους. Αλλά έπιανε τον εαυτό του, όλο και πιο συχνά, να μην θυμάται ούτε τις απαντήσεις που του έδιναν στις τυπικές του ερωτήσεις, που ευτυχώς τις κρατούσε σημειωμένες πάνω στην αίτηση εργασίας, αλλιώς θα παρέμεναν αγνοούμενες σε δύσβατες περιοχές της μνήμης.
Αυτή η ενοχλητική προσομοίωση αμνησίας πάντως, που δεν είχε να κάνει με επαγγελματική αδιαφορία, δεν του συνέβαινε με τα βιογραφικά κάποιων λίγων υποψηφίων, που είχαν έρθει προηγούμενες ημέρες: αυτών που ζητούσαν μια θέση εργασίας στο γραφείο προσωπικού, και που ανάμεσα σε άλλα ήταν τα μόνα που είχαν ελπίδες να τα καταφέρουν. Βρισκόντουσαν ήδη στα χέρια του Τμηματάρχη για να εξεταστούν.
Αυτά τα λίγα πρόσωπα τα θυμόταν. Όπως θυμόταν και τις απαντήσεις τους, αλλά και την σταδιοδρομία τους όπως την είχε διαβάσει στο βιογραφικό τους. Μπορούσε επίσης να θυμηθεί και τις διάφορες κινήσεις τους στην μικρή τους συζήτηση στο σαλονάκι, αν έδειχναν αυτοπεποίθηση ή αμηχανία, κάτι που θα έπαιζε τον δικό του ρόλο στη διάρκεια της συνέντευξης με τον Τμηματάρχη. Μαζί με το πάχος των βιογραφικών και τις προδιαγραφές της θέσης εργασίας, είχε ήδη μαντέψει τις πιθανότητες του καθενός για να προσληφθεί.
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα έφερνε συχνά στην σκέψη του, και ίσως αυτό να ήταν και η αιτία που θυμόταν ακόμα και ολόκληρους διαλόγους, ακόμα και σήμερα που είχαν περάσει μέρες από τότε. Ειδικά ότι αφορούσε εκείνη την απλή κοπέλα, που είχε έρθει λίγο πριν το μεσημέρι, πριν δεκαέξι μέρες ακριβώς. Είχε καθίσει μαζεμένη στην θέση της στο σαλονάκι και του είχε μιλήσει στον πληθυντικό, με μια ευγένεια ανεπιτήδευτη και μακριά από την εταιρική γλώσσα, και είχε φανεί η αμηχανία της από την αρχή, όταν την είχε ρωτήσει τυπικά το ονοματεπώνυμο της και αυτή του είχε συστηθεί, έτσι απλά, ως Αγγελική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου