Κεφάλαιο 3


Η καταιγίδα κόπασε μετά από ώρα. Οι φωνές χαμήλωναν η μία μετά την άλλη, κουρασμένες, παρόλο που λίγες πεισματάρες συνέχιζαν ακόμα.
Ο καινούργιος μπορούσε πια να διακρίνει το περιβάλλον αλλά όχι πολλές λεπτομέρειες. Το ταβάνι ήταν δυσδιάκριτο αλλά έβλεπε τα κοντινά σωματίδια σκόνης να αιωρούνται μέσα στο ασθενικό φως που τρύπωνε από την πόρτα. Μιας και ήταν τοποθετημένος πάνω απ’ όλους και καθώς δεν μπορούσε δει τίποτα από κάτω, το οπτικό του πεδίο ήταν περιορισμένο. Έβλεπε μόνο από το ύψος του ως την κορυφή του ντουλαπιού, και γύρω γύρω.
Δεξιά του πάντως, μπορούσε να δει το βιογραφικό που η φωνή του τον είχε προτρέψει νωρίτερα να φωνάξει μαζί με τους υπόλοιπους. Ήταν ένα βιογραφικό που η κανονική του θέση ήταν αρκετές θέσεις πιο κάτω από αυτόν, αλλά είχε τοποθετηθεί έτσι πρόχειρα που το μισό ακουμπούσε στο πλαϊνό τοίχωμα και είχε στρίψει προς τα πάνω, ξεπερνώντας σε ύψος την κορυφή της στοίβας, κι έχοντας μια πανοραμική θέα.
«Τώρα που ηρέμησαν κάπως τα πράγματα» άρχισε να λέει το βιογραφικό που ήταν ακριβώς από κάτω του, αμέσως όμως έκανε μια παρένθεση στα λεγόμενα του χαμηλώνοντας την φωνή: «…πως είπαμε, φίλε μου, το όνομα σου;…»
«Βασιλείου…» είπε ο καινούργιος.
«…χάρηκα κ. Βασιλείου…» και μετά ξανανέβασε την φωνή του ένα τόνο: «Τώρα λοιπόν που είναι πιο ήρεμα τα πράγματα κ. Βασιλείου, και χωρίς να θέλω να γίνω φορτικός, μήπως μπορείτε να μου πείτε, αν μπορείτε, το τονίζω: αν μπορείτε, δεν θέλω βλέπετε να παρεξηγηθώ, τις σπουδές σας;»
«Ωωωωωωω!» επενέβη εκνευρισμένο το βιογραφικό από δίπλα, το στραβωμένο, που είχε ξεπεράσει την κορυφή της στοίβας, «κόφτο επιτέλους Γάτμαν, έχεις γίνει ανυπόφορος».
«Μην εκνευρίζεστε κ. Διαμαντόπουλε, δεν έχω καμία πρόθεση να μειώσω τον καινούργιο μας φίλο, γι’ αυτό και τον ρώτησα ΑΝ μπορεί. Αν δεν μπορεί, δεν χρειάζεται να μου απαντήσει, απλά προσπαθώ να καταλάβω γιατί τον έβαλαν πάνω από μένα».
«Για τον ίδιο λόγο που είχαν και σένα μέχρι τώρα πάνω πάνω. Για κανένα απολύτως λόγο, γιατί δεν το παρατάς επιτέλους αυτό το θέμα; Γιατί και γιατί και γιατί…»
«Ναι αλλά εγώ είμαι ένα αρκετά καλό βιογραφικό, κι αυτό είναι τουλάχιστον μια ικανοποιητική εξήγηση που με έβαλαν στην κορυφή, αν φυσικά η τοποθέτηση έγινε με κάποια λογική. Ενώ ο καινούργιος, να, κοιτάξτε, δεν είναι παρά δυο τρεις κόλλες χαρτί. Και χωρίς, επιμένω, να θέλω να τον μειώσω, αναρωτιέμαι: δεν θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε κάποιο άλλο σημείο;»
«Αυτό που σε νοιάζει είναι που τοποθετήθηκε πάνω από σένα, και όχι αν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος κανονισμός».
«Δεν έχω κανένα πρόβλημα που τοποθετήθηκε από πάνω μου κ. Διαμαντόπουλε. Αν έχει περισσότερα προσόντα καλώς τοποθετήθηκε, αλλά επειδή βλέπω ότι αποτελείται μόνο από… πόσες σελίδες είσαστε κ. Βασιλείου;…»
«Τρεις…»
«…μόνο από τρεις σελίδες, από τις οποίες, προφανώς, η μία είναι η αίτηση εργασίας και άρα απομένουν μόνο δύο σελίδες καθαρού βιογραφικού, τότε, μήπως θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε κάποιο άλλο ράφι, ή, έστω, κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα βιογραφικά;»
«Καλά, έχεις δει να λειτουργεί τίποτα σωστά εδώ μέσα;» απάντησε ο κ. Διαμαντόπουλος. «Ο υπάλληλος απλά ανοίγει την πόρτα και πετάει μέσα τις νέες αποτυχίες, κι αυτό ήταν, τέλος. Και ο κ. Βασιλείου σε λίγες ημέρες θα σκεπαστεί από κάποιον άλλον, και μετά από κάποιον άλλον, και μετά από κάποιον άλλον. Κι αυτό είναι όλο».
«Μην το λέτε αυτό κ. Διαμαντόπουλε! Εδώ μέσα υπάρχουν κάποια σπάνια βιογραφικά που αδυνατώ να πιστέψω πως απλά πετάχτηκαν στη σωρό, σίγουρα θα υπάρχει κάποια ταξινόμηση, δεν θα ήταν λογική μια τέτοια συμπεριφορά!» είπε ο Γάτμαν, βάζοντας στα σπάνια και τον εαυτό του, καθώς ήταν ένα πολυσέλιδο βιογραφικό.
«Το λες γιατί είσαι μόνο λίγες ώρες εδώ. ...λογική και λογική…»
«Εντάξει, καταλαβαίνω πως είστε αποκαρδιωμένος, όλοι είμαστε κ. Διαμαντόπουλε, αλλά αν ο συμπαθέστατος κ. Βασιλείου, που δεν πολυμιλάει αυτή τη στιγμή, και τον καταλαβαίνω φυσικά πόσο άβολα θα αισθάνεται, αλλά αν ο κ. Βασιλείου είναι απλά δύο σελίδες βιογραφικό και με σκεπάσει, τι πιθανότητες έχω εγώ για να με δουν και να με επανεξετάσουν, ώστε να με πάνε κάποια στιγμή στο άλλο ντουλάπι;»
«Άντε πάλι», έκανε απογοητευμένος ο κ. Διαμαντόπουλος, «δεν θες να καταλάβεις πως δεν πρόκειται να πας πουθενά…»
«Εκφράζω μόνο μερικές λογικές σκέψεις, που είναι το κακό σε αυτό;»
«Το κακό είναι πως είσαι ανόητος».
«κ. Γάτμαν», μεσολάβησε διστακτικά ο καινούργιος, «δεν θέλω να δημιουργώ πρόβλημα, πραγματικά. Πολύ ευχαρίστως να αλλάξω θέση μαζί σας αν υπάρχει τρόπος».
Από κάπου κάτω ακούστηκε μια φωνή: «Δεν μπορούν να βάζουν μικρά βιογραφικά πάνω πάνω! Επιτέλους! Ναι, να αλλάξετε θέση! Αλλάξτε θέση!»
Ο κ. Διαμαντόπουλος έριξε μια αγριεμένη ματιά προς τα κει. Μετά γύρισε πάλι προς τον Γάτμαν: «Και πως ακριβώς θα το κάνετε αυτό; Μπορεί κάποιος από τους δυο σας να κινηθεί και δεν το ξέρω;»
«Δεν ξέρω πως μπορεί να γίνει αυτό» είπε ο Γάτμαν, «αλλά σίγουρα εκτιμώ το γεγονός πως ο κ. Βασιλείου συμφωνεί κι αυτός ότι το σωστό είναι να αλλάξουμε θέσεις. Απλά πράγματα κ. Διαμαντόπουλε, βλέπετε; Με λογική και λίγη καλή διάθεση».
«Ωραία» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «είστε καλύτερο βιογραφικό από τον κ. Βασιλείου αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξετε θέση. Και τώρα, τι;»
«Μα πρέπει κάποιος να μας εξηγήσει γιατί δεν προσέχτηκε αυτό το γεγονός» απάντησε ο Γάτμαν, «ίσως ήταν μια απροσεξία, κάτι που έγινε βιαστικά. Πρέπει όμως να διορθωθεί».
«Τίποτα δεν πρόκειται να διορθωθεί».
«Κάτι θα μπορεί να γίνει».
«Τίποτα δεν μπορεί να γίνει».
«Συμφωνούμε όμως πως είναι άδικο κάτι τέτοιο, και το λέω πραγματικά χωρίς να θέλω να μειώσω τον κ. Βασιλείου, …και εσείς κ. Βασιλείου, γιατί τόσο φτωχό βιογραφικό; κρίμα είναι, τι κάνατε στη ζωή σας;… αλλά θα πρέπει να απαιτήσουμε μία καλύτερη αντιμετώπιση, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα».
«Καλά, για ποια αντιμετώπιση μιλάς;» εκνευρίστηκε ξανά ο κ. Διαμαντόπουλος. «Φωνάζουμε και ξαναφωνάζουμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο εδώ μέσα, έχεις δει εσύ όμως κανένα αποτέλεσμα;»
«Μα ακριβώς γιατί φωνάζετε, ακόμα κι εσείς κ. Διαμαντόπουλε, που είστε ο άρχων στις φωνές εδώ μέσα, κάτι που το λέω χιουμοριστικά φυσικά, μην με παρεξηγήσετε, σημαίνει όμως πως ευελπιστείτε ακόμα!»
«Φωνάζω γιατί δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω!»
Ο Γάτμαν έβγαλε έναν αναστεναγμό. Μετά έκανε μια παύση και είπε:
«Μήπως ο κ. Βασιλείου έχει κάποιο ιδιαίτερο προσόν που να υπερκαλύπτει το μειονέκτημα των λίγων σελίδων; Έχετε κ. Βασιλείου; Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός…»
Αλλά ο καινούργιος απάντησε αρνητικά. Τα χαρτιά του δεν είχαν κάτι ξεχωριστό.
Από κάτω ακούστηκαν μικρές αποδοκιμασίες.
«Άχρηστε!» είπε κάποια φωνή. «Σε βάλανε και πάνω πάνω!»
«Κι εσείς κ. Βασιλείου» είπε ο Γάτμαν γλυκαίνοντας τη φωνή, «και το λέω αυτό με όλο το θάρρος, τώρα που γνωριστήκαμε, θα έπρεπε να είχατε φροντίσει ώστε να αποτελείστε από περισσότερες σελίδες, ένα βιογραφικό είμαστε εξάλλου, αυτός είναι ο προορισμός μας... Και θα μπορούσατε τώρα να κάθεστε κάλλιστα εκεί πάνω, χωρίς να μπορεί να σας πει κανένας τίποτα. Τώρα όμως… δεν βλέπετε κι εσείς το λάθος τού να κάθεστε πάνω από μένα;»
Ο καινούργιος έριξε μια φευγαλέα ματιά στον κ. Διαμαντόπουλο. Μετά είπε:
«Ας αλλάξουμε θέσεις με τον κ. Γάτμαν, είναι καλύτερα να…»
«Δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξετε θέσεις» τον διέκοψε ο κ. Διαμαντόπουλος, «κανείς μας δεν μπορεί να κινηθεί».
Ο Γάτμαν όμως επέμεινε: «Ο κ. Βασιλείου είναι τοποθετημένος κάπως στην άκρη… Ίσως, αν προσπαθούσε, έχουμε και μια μικρή κλίση προς τα δεξιά, είναι βλέπετε ένα ντοσιέ από κάτω που μας ανασηκώνει όλους μονόπαντα, ίσως λοιπόν ο κ. Βασιλείου να μπορούσε να γλιστρήσει λίγο προς τα δεξιά και να….»
«Ακόμα και να μπορούσατε να αλλάξετε θέσεις» είπε ο κ. Διαμαντόπουλος, «ακόμα κι αν υπήρχε αυτή η περίπτωση να πάει κάποιος από δω μέσα στο άλλο ντουλάπι, εσύ ειδικά δεν θα είχες καμία πιθανότητα. Ξεχνάς τον χυμένο καφέ επάνω σου;»
Ο Γάτμαν κόμπιασε. Ήταν αλήθεια πως κάτω από την ζελατίνα του πολυτελή φακέλου που τον κάλυπτε, στην πρώτη του σελίδα υπήρχε μια μεγάλη σκούρα κηλίδα.
«Εντάξει, ένα ατύχημα ήταν αυτό, συμβαίνουν... Μια αδέξια κίνηση του Τμηματάρχη, πάνω στην κούραση της εργασίας…»
«Μόνο που έχουν σβηστεί όλα σου τα προσωπικά στοιχεία. Ακόμα κι αν σε ξαναέβγαζαν έξω, πως θα ήξεραν ποιος είσαι;… Κι εσύ ακόμα ελπίζεις…»
«Α, έξω!... έξω!...» αναπόλησε κάποιος από κάτω. Κανά δυο άρχισαν να κλαίνε.
«Μπορούν να με βρουν αν θέλουν» απάντησε κάπως απελπισμένος ο Γάτμαν, «αρκεί να δουν τα προσόντα μου, και αν με χρειαστούν θα ψάξουν να με βρουν!»
«Πως; Μόνο το ‘Γατ’ έμεινε από το επώνυμο σου και το ‘Μαν’ από το όνομα, δεν γνωρίζουν καν πως σε λένε!»
 «Μπορούν να βρουν το όνομα μου αν θέλουν! Αλλά και τι σημασία έχει στο κάτω κάτω το όνομα μου κ. Διαμαντόπουλε; Αυτό που έχει σημασία είναι τα προσόντα που γράφονται πάνω στο υπόλοιπο χαρτί, στο καθαρό χαρτί, αυτό έχει σημασία! Μια ζωή αφιερωμένη στο να γεμίσει με προσόντα αυτό το βιογραφικό, αυτή ήταν η ζωή μου κ. Διαμαντόπουλε, κοιτάξτε με! Αλλά πώς να με δείτε αφού με σκέπασε ένα βιογραφικό που δεν είναι παρά δύο μόνο σελίδες, δύο μόνο σελίδες!, και πως θα με δει οποιοσδήποτε άλλος τώρα πια;»
«Κατεβάστε τον καινούργιο από πάνω!» κραύγασε μια φωνή. «Κατεβάστε τον!»
Και μια άλλη: «Αίσχος! Αίσχος!»
Ο κ. Διαμαντόπουλος γύρισε προς τα κει και τους έβαλε τις φωνές, με κάποιες όχι και τόσο κόσμιες εκφράσεις. Μετά στράφηκε στον καινούργιο:
«Μην ανησυχείς, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Κανείς μας δεν μπορεί να κάνει τίποτα».
Αλλά από κάτω, η μια φωνή παρέσερνε την άλλη. Ξεσηκωνόντουσαν με μια πρωτοφανή προθυμία και σε λίγο είχε γενικευτεί το κακό:
«…όχι άλλη αδικία μεταξύ μας…»
«Κατέβα!... Κατέβα!...»
«…δεν σέβεσαι το κόπο του να γίνει ένα σπουδαίο βιογραφικό...»
«… θα έπρεπε να ντρέπεσαι…»
«Κατεβάστε τον κάποιος!...»
«…ένα τίποτα είσαι…»
Το ντουλάπι, μέσα σε δυο στιγμές, έβραζε πάλι σε πυροτεχνήματα έξαλλων ήχων, που αυτή τη φορά δεν είχαν την αφηρημένη αίσθηση ενός γενικού κλάματος αλλά την μορφή μιας συσσωρεμένης οργής, που είχε στραφεί αποκλειστικά προς τον καινούργιο.
Ο κ. Διαμαντόπουλος άρχισε να βροντοφωνάζει στα βιογραφικά από κάτω, και συνέχισε έτσι λες και είχε βαλθεί να τα βάλει μόνος εναντίων όλων στο ποιος θα φωνάξει περισσότερο. Ο καινούργιος ήταν πραγματικά ανήσυχος και κοίταζε τριγύρω φοβισμένος, χωρίς να μπορεί να αντικρύσει κατάματα την απειλή, έτσι ανάσκελα που ήταν.
«Μην φοβάσαι!...» άκουσε από δίπλα τον κ. Διαμαντόπουλο να ξεχωρίζει ανάμεσα από δεκάδες οργισμένες φωνές. «Απλά φώναξε κι εσύ!...»
Μα εκείνη τη στιγμή, είτε γιατί ο οργή έγινε μια χειροπιαστή ύπαρξη που μετακινούσε πράγματα, είτε γιατί ευθυνόταν εκείνος ο δυνατός μεταλλικός ήχος που ακούστηκε ξαφνικά από το πλάι, από την έξω μεριά του ντουλαπιού, και που το ταρακούνησε ελαφρώς, ο κ. Διαμαντόπουλος έχασε την ισορροπία του. Το κομμάτι του που ήταν στηριγμένο στο πλαϊνό τοίχωμα γλίστρησε προς τα κάτω, βρέθηκε για λίγο να αιωρείται κρατημένος από το υπόλοιπο μέρος του, που ήταν στηριγμένο ανάμεσα στα άλλα χαρτιά, ώσπου τελικά δεν άντεξε και το βάρος του τον παρέσυρε.
Μαζί με αυτόν κουνήθηκαν και όλα τα βιογραφικά από πάνω. Ο Γάτμαν φοβήθηκε και σταμάτησε να μιλά - χαμηλώνοντας σταδιακά τη φωνή του - και κοίταζε τρομαγμένος δεξιά κι αριστερά, μην μπορώντας να πιαστεί από κάπου. Παρά το τράνταγμα όμως και την μικρή μετακίνηση που προκλήθηκε - έφταιγε και η μικρή κλίση που ήδη υπήρχε - έμεινε τελικά στην θέση του, γεγονός που δέχτηκε με φανερή ανακούφιση.
Μα ακόμα πιο ανακουφιστικό γεγονός από το ότι δεν κατρακύλησε αλλά παρέμεινε σε αυτήν την κάπως προνομιακή θέση, στην κορυφή της στοίβας, ήταν που είδε τον κ. Βασιλείου να γλιστρά από πάνω του, πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια της ζελατίνας που κάλυπτε την λεκιασμένη του σελίδα, να γλιστρά και να γλιστρά, ώσπου να φεύγει τελείως και να ακολουθεί κατά πόδας τον κ. Διαμαντόπουλο.
Ανακουφιστικό, πράγματι, να τους βλέπει να παρασύρονται με τόση ευκολία και τόσο απροσδόκητα, και να πέφτουν και οι δύο μαζί στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου