Κεφάλαιο 2


Μα δεν ήταν ακριβώς ψίθυροι αυτό που έβγαινε από το ντουλάπι. Στην πραγματικότητα ήταν σωστό πανδαιμόνιο. Μια πολυφωνική συγχορδία από τρανταχτούς θορύβους, εκκωφαντικούς, που μέσα στο ντουλάπι χαλούσαν κόσμο. Και δεν γινόταν μόνο στις περιπτώσεις που τα βιογραφικά αισθανόντουσαν εξαπατημένα, όπως νόμιζε ο υπάλληλος, αλλά κάθε φορά που τον έβλεπαν να κλείνει την ταφόπλακα τους, και μαζί μ’ αυτήν τις όποιες ελπίδες τους.
Η συνολική εντύπωση που έδινε αυτή η χορωδία ήταν πως έκλαιγε με σφοδρότητα, καθώς οι περισσότεροι από τους ήχους που την αποτελούσαν ήταν όντως κλάμα. Αλλά, με ένα πιο επιμελή αφουγκρασμό, μπορούσες να διακρίνεις μεταξύ τους και ήχους που ήταν μάλλον γιουχαΐσματα, ή κάποιους άλλους που ήταν παράπονα εκφρασμένα με λέξεις, αλλά και διάφορες άλλες λέξεις, λογιών λογιών, που εξέφραζαν κι αυτές κατά βάθος παράπονο αλλά ήταν αμφιβόλου ηθικής.
Καταλάβαινες λοιπόν πως στην ουσία επρόκειτο για μια χαοτική αντίδραση, η κραυγή ενός μπερδεμένου όχλου που περιλάμβανε πολλές συμπεριφορές με κυρίαρχη την απελπισία, κάτι που σάστισε ακόμα περισσότερο το νεοεισερθέν βιογραφικό, που είχε ήδη την αγωνία κάποιου που τον πετούνε στο άγνωστο.
Μα ο καινούργιος δεν πρόλαβε να δει πολλά, μόνο μερικούς σκληρούς τοίχους και το στιγμιότυπο μιας οχλαγωγίας που τον αγρίεψε, γιατί αμέσως μετά ήρθε το σκοτάδι, που έγινε πιο στιβαρό από καθετί μόλις έκλεισε η πόρτα. Και το δυσοίωνο συναίσθημα που είχε όταν αφέθηκε στην κορυφή της στοίβας, πάνω από τα υπόλοιπα βιογραφικά που στέναζαν και κλαψούριζαν, γιγαντώθηκε από το σβήσιμο των οσωνδήποτε μπορούσε να δει.
Τον είχαν παρατήσει ξαπλωμένο μπρούμυτα, πάνω πάνω, κοιτώντας προς ένα ταβάνι που δεν μπορούσε να διακρίνει και στην κορυφή ενός χαλασμού. Από κάτω του αισθανόταν τον ηχητικό παλμό του πλήθους, τις φωνές που εκρύγνηνταν και που αντηχούσαν στους τοίχους ανεβαίνοντας ως πάνω. Δεν μπορούσε να κινηθεί και το μόνο που μπορούσε να αντιληφθεί ήταν ένα κόσμο σε αναβρασμό, αγνοώντας αν έπρεπε να ενωθεί κι αυτός μαζί τους στην διαμαρτυρία ή να παραμείνει λουφαγμένος, σε μια προσποίηση ανυπαρξίας.
«Ανοίξτε επιτέλους!»
«Πόσο θα μας έχετε εδώ μέσα;»
«Λίγο φως!»
«Γιατί; Γιατί;»
«Ανοίξτε!»
 «Καταραμένοι!»
Μεταξύ των λυγμών, διέκρινε και κάποιες φωνές που φώναζαν οργανωμένα, συνθήματα πρέπει να ήταν, που δεν καταλάβαινε όμως τι έλεγαν μέσα στην τόση φασαρία. Υπήρχαν και αρκετές φωνές που απλώς μονολογούσαν, ή, καλύτερα, μοιρολογούσαν, αλλά αυτές σκεπάζονταν από τις υπόλοιπες φωνές και από το γενικότερο κομφούζιο. Άλλες φωνές που άκουγε ήταν σκέτοι φθόγγοι, φωνήεντα, που η διάρκεια τους τραβούσε σε μάκρος, ενώ άλλες ήταν εντελώς ακατάληπτες. Υπήρχαν τέλος και κάποιες φωνές ανεξάρτητες, που ήταν πιο ευγενικές από τις υπόλοιπες και πιο εκλεπτυσμένες, ήταν όμως ελάχιστες και χάνονταν κι αυτές μέσα στη χάβρα.
 «Γιατί δεν φωνάζεις;» τον προέτρεψε κάποιος από το πλάι, πολύ κοντά του. Ήταν μια φωνή δυνατή αλλά όχι εχθρική, ενώ ταυτόχρονα διαμαρτυρόταν και προς την πόρτα.
Ο καινούργιος κοίταξε προς τα κει αλλά ήταν αδύνατο να δει στο σκοτάδι.
«Γιατί δεν φωνάζεις;» τον ξαναρώτησε ακόμα πιο δυνατά, ώστε να τον ακούσει μέσα από τις άλλες φωνές.
«Τι να φωνάξω;» είπε εκείνος ταραγμένος.
«Δεν ξέρω, φώναξε, δεν έχεις τίποτα να φωνάξεις;»
«Όχι, τι να φωνάξω;»
«Φώναξε όπως κι εγώ! Δυνατά!»
«Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να φωνάξω…»
«Μα δεν αισθάνεσαι τίποτα άσχημο; Ε, φώναξε ότι να ‘ναι!»
Και η άγνωστη φωνή συνέχισε τις αποδοκιμασίες της προς την πόρτα.
«Τι συμβαίνει;…» τόλμησε να τον ρωτήσει ο καινούργιος.
«Φώναξε τώρα! Άσ’ τα αυτά!» απάντησε η φωνή και στράφηκε οριστικά στις διαμαρτυρίες της.
Μια άλλη φωνή ερχόταν από το βιογραφικό που βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον καινούργιο, αυτό που είχε πλακώσει και του είχε πάρει την πρωτοκαθεδρία στην κορυφή, που κι αυτό απευθυνόταν μία προς τον έξω κόσμο και μία προς σε αυτόν, ρωτώντας αν υπήρχε κάποια λογική εξήγηση που το είχαν σκεπάσει με κάποιο άλλο βιογραφικό.
«Μπορεί κάποιος να μου το εξηγήσει αυτό το πράγμα;»
και μετά:
«Με ποια λογική σε τοποθέτησαν από πάνω μου;»
και μετά:
«Υπάρχουν καθόλου κανόνες εδώ μέσα; Γιατί έβαλαν άλλον από πάνω μου; Με ποια λογική;»
Ο καινούργιος αδυνατούσε να δώσει αυτήν την εξήγηση - δεν είχε ιδέα γιατί ήταν από πάνω του - αλλά φοβήθηκε προς στιγμήν μήπως ήταν ο ίδιος η αιτία αυτού του πανζουρλισμού, ή, έστω, εν μέρει υπαίτιος. Κατέληξε όμως πως κάτι τέτοιο δεν ευσταθούσε, αφού εκτός από το βιογραφικό από κάτω και το άλλο παραδίπλα που του είχαν μιλήσει, κανένα άλλο δεν φαινόταν να δίνει σημασία στην παρουσία του.
Όποια κι αν ήταν η αιτία του πανδαιμόνιου, είτε έφταιγαν οι τωρινές συνθήκες των βιογραφικών είτε η προοπτική τους για ένα ακόμα χειρότερο μέλλον, το βέβαιο ήταν πως δεν υπήρχε τίποτα αισιόδοξο σε αυτό το χάος. Υπήρχε αντίθετα μια ακαθόριστη αίσθηση τελεσίδικου, μιας δυσάρεστης κατάστασης που είχε οριστικοποιηθεί. Αλλιώς, η αντίδραση τους δεν θα ήταν τόσο απελπισμένη.
Όταν πέρασαν μερικά λεπτά και άρχισε κάπως να προσαρμόζεται, το σκοτάδι μειώθηκε σιγά σιγά από μια λεπτή κάθετη γραμμή φωτός ανάμεσα στα δύο φύλλα της πόρτας. Ήταν όμως ένα αδύναμο φως και δεν τον καθησύχασε καθόλου, όπως δεν καθησύχασε και τα υπόλοιπα βιογραφικά, που συνέχιζαν να διαμαρτύρονται ασταμάτητα. Οι φωνές στροβιλίζονταν στο ντουλάπι, από πάνω ως κάτω, τέσσερα ράφια γεμάτα χαρτιά και πλαστικές θήκες που οι οδυρμοί τους γινόντουσαν ένα κουβάρι.
Ο καινούργιος παρέμεινε σιωπηλός. Προσπαθούσε να καταλάβει που είχε έρθει, αν και αδυνατούσε να καταλάβει τι κοινό είχε με όλους αυτούς τους δυστυχισμένους και το παραλήρημα τους. Η χάβρα διέγειρε μέσα του την διάθεση του πανικού, έτοιμου να βγει και να ενωθεί με την ένταση των υπολοίπων. Τον συγκρατούσε με δυσκολία και ο λόγος που τα κατάφερνε ήταν η έκπληξη του από την δύναμη αυτής της διαμαρτυρίας. Και φυσικά ο φόβος. Η παθητική του στάση ήταν περισσότερο προϊόν παραλυσίας.
Αν και σκέφτηκε πως η παραμονή του εδώ ίσως ήταν προσωρινή, ο όγκος των δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων βιογραφικών που είχε αντικρύσει μπαίνοντας και τώρα βρισκόντουσαν από κάτω του, μαρτυρούσε το αντίθετο. Ήταν αδύνατον να είχαν μαζευτεί τόσα πολλά σε ένα χρονικό διάστημα που θα μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει ‘προσωρινό’. Θα πρέπει να στοιβάζονταν επί μήνες.
Δεν κράτησε αυτό το συμπέρασμα γιατί τον έκανε να βουλιάζει ακόμα περισσότερο στην θέση του. Αλλά κάτι του έλεγε πως μάλλον θα έπρεπε να ξεχάσει την ηρεμία των προηγούμενων ημερών, την ησυχία των γραφείων και τις πολιτισμένες συζητήσεις με τα βιογραφικά των υπόλοιπων υποψηφίων, πάνω στο γραφείο του υπαλλήλου και σε αυτό του Τμηματάρχη.
Και αυτό που ξεχώριζε πάνω από όλα μέσα σε αυτό το συνοθύλεμα συναισθημάτων που τον είχε κατακλύσει, ήταν μια επιθυμία ενστικτώδης που εξελισσόταν γρήγορα σε πιεστική ανάγκη, και δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ ότι κατά βάθος ζητούσαν και οι υπόλοιποι έγκλειστοι: να βγει αμέσως έξω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου