Κεφάλαιο 1


Η πόρτα του ψηλού μεταλλικού ντουλαπιού άνοιξε με ένα τρίξιμο και το εσωτερικό του σκοτάδι ξεπλύθηκε αδύναμα από το φως της αίθουσας. Φάκελοι, ντοσιέ και σκέτες σελίδες, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο και διαχωρισμένα σε ομάδες από τέσσερα οριζόντια ράφια, άφηναν μια ελαφριά αλλά δυσάρεστη μυρωδιά κλεισούρας. Ο αφρόντιστος σωρός, που μακράν απείχε από την έννοια της στοίχισης, ήταν ένα συνοθύλεμα χαρτιών που οι γωνίες τους ξεμύτιζαν δεξιά κι αριστερά. Πολλά από αυτά ήταν έτοιμα να γλυστρίσουν στο πλάι ενώ στην μπροστινή μεριά, λες και κάποιος το είχε τραβήξει, ένα σκέτο φύλλο κρεμόταν σχεδόν ολόκληρο προς τα κάτω.
Η ταξινόμηση ήταν υποτυπώδης, τέσσερα μόνο ράφια που το καθένα φιλοξενούσε από το ένα τέταρτο των γραμμάτων της αλφαβήτας. Ο υπάλληλος διάλεξε το πρώτο, επειδή το επώνυμο του βιογραφικού που κρατούσε στα χέρια άρχιζε από το γράμμα Β, και το άφησε στην κορυφή. Κάποτε θα φρόντιζε να το τοποθετήσει ανάμεσα στα κατάλληλα βιογραφικά ώστε όλα μαζί να τηρούν αυστηρά αλφαβητική σειρά, και η αναζήτηση τους να είναι όσο το δυνατόν πιο εύκολη. Αλλά, μετά από πέντε χρόνια που εργαζόταν στο γραφείο προσωπικού της Εταιρίας, διάλεξε απλά το σωστό ράφι και το άφησε πάνω από τα άλλα, δίνοντας του έτσι ένα μικρό προνόμιο μέχρις ότου να σκεπαστεί από το επόμενο.
Έκλεισε το ντουλάπι και κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών έκατσε στο γραφείο του, που βρισκόταν ένα βήμα μπροστά. Τράβηξε το πληκτρολόγιο προς τη μεριά του και συνέχισε την εργασία του.
Τα κύρια καθήκοντα αυτού του υπαλλήλου αφορούσαν την μισθοδοσία. Είχε όμως επιφορτισθεί και με κάποιες δευτερεύουσες ευθύνες, μία εκ των οποίων ήταν να εξυπηρετεί όσους αιτούνταν εργασία. Τους υποδεχόταν στο σαλονάκι του προθαλάμου, τους έδινε την αίτηση εργασίας, έκανε μερικές τυπικές ερωτήσεις, και μετά επέστρεφε στο γραφείο του με την αίτηση συμπληρωμένη και συνοδευμένη από το βιογραφικό τους.
Για αυτό και κατά καιρούς υπήρχε στο γραφείο του ένας σωρός βιογραφικών, που ο όγκος τους άλλαζε σύμφωνα με τα προσόντα του καθενός: τις σπουδές του, τις πιστοποιήσεις του, και όσες προϋπηρεσίες και συστατικές επιστολές μπορούσε να προσθέσει ο αιτών από κάτω. Ήταν μια αντίθεση όλο αυτό το χαρτί δίπλα από τον υπολογιστή αλλά ήταν αναπόφευκτο γιατί, εκτός από τα βιογραφικά που έφερναν αυτοπροσώπως οι υποψήφιοι, έπρεπε να εκτυπώνει και αυτά που στέλνονταν ηλεκτρονικά, και να τα τοποθετεί κι αυτά μαζί τους.
Αυτή η συλλογή πάνω στο γραφείο του πάντως ποτέ δεν ανέβαινε πολύ σε ύψος γιατί ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερες αρμοδιότητες. Έπρεπε μόνο να τα μαζεύει, να καταχωρεί τα στοιχεία των αιτούντων στον υπολογιστή και μετά να τα παραδίδει στην προϊσταμένη, η οποία, ανάλογα με το τμήμα που επιθυμούσαν να εργαστούν, τα παρέδιδε με την σειρά της στους αντίστοιχους τμηματάρχες για να αξιολογηθούν.
Αν κρίνονταν επαρκή, ακολουθούσαν συνεντεύξεις με τους υποψήφιους, μετά δεύτερες συνεντεύξεις, ίσως και τρίτες. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας τα βιογραφικά ακολουθούσαν μια αντίστροφη πορεία από την αρχική και κατέληγαν πάλι στα χέρια της προϊσταμένης, που έπρεπε να τα βάλει στη άκρη αν απορρίφθηκαν ή να τα δώσει αν εγκρίθηκαν στον Προσωπάρχη, ώστε να πάρουν και την δική του, τελική έγκριση.
Για τον υπάλληλο ήταν ευτύχημα που δεν τα ξανάβλεπε για τόσο καιρό από την στιγμή που έφευγαν από τα χέρια του καθώς ήταν ένα ενοχλητικό χαρτομάνι. Όμως, δεν γλύτωνε τα βιογραφικά των υποψηφίων που απέτυχαν στις συνεντεύξεις ή απορρίφθηκαν αμέσως, καθώς είχε επιφορτιστεί και με την – κάπως άχαρη – διαδικασία να αρχειοθετηθούν και να μπουν στο ντουλάπι.
Στο ντουλάπι δηλαδή που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, και που τις περισσότερες φορές του θύμιζε ένα νεκροταφείο βιογραφικών, αφού ποτέ ως τώρα δεν είχε ξαναβγεί κάποιο από εκεί μέσα για να επανεξετασθεί. Το κλείσιμο αυτού του ντουλαπιού ήταν μια αμετάκλητη καταδίκη των βιογραφικών στο σκοτάδι και στο πιεστικό στοίβαγμα με τους υπόλοιπους αποτυχόντες, ώσπου να έρθει η στιγμή, συνήθως μια φορά κάθε δύο χρόνια, που γινόταν η εκκαθάριση, και όλα αυτά τα άχρηστα χαρτιά κατέληγαν στο ομώνυμο καλάθι.
Ήταν υποχρεωμένος πάντως να ξαναβλέπει μόνο τα βιογραφικά όσων απορρίφθηκαν καθώς τα άλλα, σαφώς λιγότερα, κατέληγαν σε ένα δεύτερο ντουλάπι, πίσω από το γραφείο της προϊσταμένης αυτή τη φορά. Και αυτά βρισκόντουσαν σε ένα έρεβος οριοθετημένο από αλουμινένια τοιχώματα αλλά δεν πετάγονταν ποτέ, αντίθετα με τα αποτυχόντα που είχαν ένα διαφορετικό, πιο θλιβερό πεπρωμένο.
Ο υπάλληλος βέβαια δεν έκανε συχνά αυτές τις σκέψεις. Του ερχόντουσαν όμως αυθόρμητα κάθε φορά που άνοιγε το ντουλάπι για να τοποθετήσει άλλον έναν αποτυχόντα εκεί μέσα, ιδίως αν θυμόταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε, από την μέρα που τον είχε υποδεχτεί στο σαλόνι του προθαλάμου. Και είχε πάντα την στιγμιαία αίσθηση πως ακουγόταν ένα μουρμουρητό από τα υπόλοιπα βιογραφικά, κάτι σαν ξεψυχισμένη διαμαρτυρία ή σαν μια πικρή, νοσταλγική αντίδραση στο εισερχόμενο φως.
Στην αρχή είχε δεχτεί αστειευόμενος αυτό το συναίσθημα, είχε πει μάλιστα και κάποια προσεκτικά αστεία στους συναδέλφους, κάτι που μάλλον κατέκρινε η δεσποτική ματιά της προϊσταμένης. Με τον καιρό όμως του είχε γίνει μια συνήθεια και ως αστείο είχε χάσει την πρωτοτυπία του. Μόνο που, σαν μια προγραμματισμένη ρουτίνα, επέστρεφε από τότε η σκέψη της πρώτης φοράς, ενός νεκροταφείου δηλαδή αποτυχημένων βιογραφικών.
Η ίδια ρουτίνα ήταν που, κάθε φορά που τοποθετούσε ένα ακόμα αποτυχημένο βιογραφικό στο βάθος του ντουλαπιού, τον έκανε να ξεχνά πολύ γρήγορα την αίσθηση αυτής της ιδιόμορφης ταφής. Και ήταν η ίδια ρουτίνα που του έδινε την δυνατότητα να παραδίδει τα βιογραφικά στην προϊσταμένη και σχεδόν να ξέρει ποια θα είχαν τέτοιο μέλλον και ποια όχι, καθώς μπορούσε εμπειρικά πια να καταλάβει τις πιθανότητες του καθενός, συνήθως μόνο από τις διαστάσεις του φακέλου.
Υπήρχαν φορές πάντως που έκανε λάθος εκτίμηση, και τα κριτήρια που είχε αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια που παραλάμβανε βιογραφικά έπεφταν τελείως έξω. Ήταν αυτές οι περιπτώσεις που σηκωνόταν η προϊσταμένη από το γραφείο της, φτιαγμένο από πλεξιγκλάς στην γωνία της αίθουσας, έβγαζε το κεφάλι της από την πλαστική πόρτα και του έλεγε ‘φέρε μου τον Τάδε’, εννοώντας το βιογραφικό του Τάδε, που μόλις είχε αποχωρήσει από το σαλόνι του προθαλάμου. Αυτός καταχωρούσε τότε τα στοιχεία του στον υπολογιστή δίνοντας του απόλυτη προτεραιότητα, και μετά έπαιρνε τον φάκελο του Τάδε και τον πήγαινε στο γραφείο της.
Αυτά τα βιογραφικά σπάνια τα ξανάβλεπε αφού κατέληγαν συνήθως στο προνομιακό ντουλάπι με την λαμπρή τύχη να μην καταστραφούν ποτέ. Ο Τάδε ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα προσληφθεί.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, σπάνιες ομολογουμένως, ο υπάλληλος επέστρεφε από το γραφείο της προϊσταμένης και καθόταν στο δικό του, και φαινόταν τότε το ντουλάπι να τρίζει αδιόρατα πίσω από την πλάτη του, και μικροί, παραπονιάρικοι ψίθυροι να βγαίνουν από την χαραμάδα της δίφυλλης πόρτας που το κρατούσε κλειστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου