Κεφάλαιο 24

 Ο κ. Βασιλείου δεν φώναξε πολύ ακόμα. Μόνο μια τελευταία κραυγή, ανατριχιαστική, που διαπέρασε το ντουλάπι και εξαπλώθηκε στα γραφεία. Μετά σιώπησε, και οι άλλες φωνές γύρω του που συνέχιζαν να ωρύονται άρχισαν να χάνουν την υπόσταση τους. Και οι εικόνες φάνηκαν να θολώνουν, σαν να αποστασιοποιούνται από την αντίληψη του, να απομακρύνονται και να γίνονται αδιάφορες, άνευ σημασίας.
Ό κόσμος όλος έγινε αδιάφορος. Υπήρχε ακόμα, όπως ακριβώς τον είχε γνωρίσει, αλλά τα κομμάτια του άρχισαν να συνενώνονται. Ουδέτερα συστατικά που κολλούσαν το ένα πάνω στο άλλο, βιογραφικά, ντουλάπια, υπάλληλοι, γραφεία, που εξαφάνιζαν το χρώμα τους μέχρι να γίνουν μικρά σκοτεινά κενά που προσελκύονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας στο τέλος ένα τεράστιο ενιαίο κενό, που συμπυκνώθηκε και ήρθε να εγκατασταθεί μέσα του.
Το μόνο που έβλεπε τώρα πια ήταν ο καταστροφέας εγγράφων, βουβός, που έμοιαζε ικανοποιημένος και χορτάτος από τις σελίδες του κ. Διαμαντόπουλου.
Ένοιωσε ένα μεγάλο πόνο και μετά τίποτα άλλο. Σαν να ναρκώθηκε ξαφνικά, και ότι επακολούθησε ήταν σαν να εξελισσόταν σε μια ασπρόμαυρη ταινία χωρίς ήχο, που παιζόταν κάπου αλλού, μακριά.
Είδε τον υπάλληλο με το χλομιασμένο πρόσωπο που παραλίγο να πέσει έτσι όπως ήταν σκυμμένος μπροστά. Τον είδε να ανασηκώνεται στηρίζοντας το χέρι του στο πάτωμα, να γυρνά αδύναμος και να μπαίνει στο γραφείο της προϊσταμένης.
Από το πλεξιγκλάς τους είδε να συζητούν, μιλώντας κυρίως η προϊσταμένη, που τελείωσε μάλλον με ερωτήσεις γιατί ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι, αρνητικά στην αρχή και μετά θετικά.
Τον είδε να βγαίνει πιο χλομός από πριν, με το στόμα σφιγμένο και τα χείλια στραμμένα κάπως προς τα μέσα, και να έρχεται στο γραφείο του. Τον είδε να πλησιάζει το ντουλάπι και υπέθεσε πως θα συνέχιζε το γέμισμα της σακούλας, που αυτή τη στιγμή δεν τον ένοιαζε καθόλου.
Αλλά έκανε λάθος γιατί ο υπάλληλος ήρθε κατευθείαν επάνω του, λες και έψαχνε συγκεκριμένα αυτόν και ήξερε πολύ καλά που θα τον βρει. Τον είδε να τον πιάνει απότομα, να διαβάζει το όνομα του και να τον βγάζει από το ντουλάπι.
Δεν τον πείραξε η κάπως βίαιη απομάκρυνση του, ούτε τα δάχτυλα του υπαλλήλου που τον κρατούσαν λες και θέλαν να γίνουν γροθιά συνθλίβοντας τον. Ένοιωσε το τράνταγμα από τον βηματισμό του και ο κ. Βασιλείου σε όλη τη διαδρομή κοιτούσε τον καταστροφέα εγγράφων, μέχρι να προσπεράσουν την σακούλα, να διασχίσουν όλη την απόσταση και να βρεθούν τελικά στο γραφείο της προϊσταμένης.
Τα δάχτυλα της προϊσταμένης ήταν πιο ευγενικά, χωρίς το τρέμουλο του υπαλλήλου, αλλά σταθερά και σχεδόν αλύγιστα. Είδε το πρόσωπο της, και μετά ξανά αυτό του υπαλλήλου καθώς τον ακουμπούσαν στο γραφείο. Το εσωτερικό των ματιών του είχε γεμίσει κοκκινίλες από την έλλειψη ύπνου.
Άκουσε την προϊσταμένη να ζητά επιβεβαίωση από τον υπάλληλο πως ο κ. Βασιλείου δεν ήταν παραποιημένος. Είδε τον υπάλληλο να της γνέφει σιωπηλός καταφατικά, και μετά να συγκατανεύει όταν άκουσε την προϊσταμένη να του λέει πως δεν γινόταν αλλιώς, προέκυψαν κάποιες πιέσεις, ‘δεν το ξέραμε από την αρχή αλλιώς δεν θα τον είχε απορρίψει ο Τμηματάρχης, αλλά καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα γιατί αυτή η ιστορία θα τελειώσει εδώ, χωρίς κινδύνους και επιπτώσεις, με την πρόσληψη του’.
Είδε τον υπάλληλο άλλη μια φορά να συγκατανεύει και αυτήν να τον ρωτά αν είναι καλά. Αλλά η απάντηση του δεν την ικανοποίησε και τον παρέπεμψε στα ιατρεία της Εταιρίας. Της είπε ξανά πως είναι καλά, απλά κουρασμένος, αυτή όμως επέμεινε και ο κ. Βασιλείου τον είδε να φεύγει από το γραφείο της.
Είδε μετά να αποχωρεί και η προϊσταμένη και απέμεινε μόνος του εκεί, πάνω σε μια κρύα επιφάνεια, να αντικρίζει απέναντι το περίφημο ντουλάπι των επιτυχημένων που έκρυβε μέχρι τώρα η πλάτη της προϊσταμένης. Αλλά δεν τον ενδιέφερε, γιατί αυτός θα ήθελε να κοιτάξει προς τα πίσω, προς τον καταστροφέα εγγράφων, εκεί που κείτονταν πλέον τα κομμάτια του κ. Διαμαντόπουλου.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να περιμένει, με θέα την κλειστή πόρτα του ντουλαπιού των επιτυχημένων που από μέσα έβγαινε μια σιγή. Δεν αναρωτιόταν όμως, δεν τον ένοιαζε, περίμενε χωρίς να σκέφτεται τίποτα, κοιτώντας που και που το ταβάνι, μέχρι που η προϊσταμένη εμφανίστηκε ξανά.
Δεν ήταν μόνη της γιατί από πίσω της ακολούθησε ένας κύριος που κάθισε στην καρέκλα. Τους άκουσε να συζητούν για διάφορα θέματα που αφορούσαν την Εταιρία και μετά έγιναν πιο συγκεκριμένοι, αναφέροντας πως σε λίγο θα δουν την Τμηματάρχη για περισσότερες λεπτομέρειες. Μέσα σε μια θολή πραγματικότητα κατάλαβε πως αυτός ο κύριος που καθόταν ήταν ο εκπρόσωπος του, ο κ. Βασιλείου αυτοπροσώπως, και πως επρόκειτο να προσληφθεί.
Αυτό σήμαινε πως είχε γλυτώσει από το ντουλάπι των αποτυχημένων αλλά και από την μαύρη σακούλα. Αλλά δεν τον άγγιξε καθόλου η αλλαγή της μοίρας του, ούτε η προοπτική του καινούργιου ντουλαπιού, καθόταν απαθής και αδιάφορος, με την σκέψη πάντα στον καταστροφέα εγγράφων.
Τους άκουσε να συζητούν λίγο ακόμα και μετά είδε την προϊσταμένη να σηκώνει το τηλέφωνο που χτυπούσε. Απάντησε στον Τμηματάρχη και μετά είπε στον κ. Βασιλείου πως τώρα μπορούσε να τον δει, και πως θα τον οδηγούσε στο γραφείο του.
Ένοιωσε ξαφνικά να αιωρείται και η κεφαλίδα του να γέρνει προς τα πίσω, καθώς τα χέρια της προϊσταμένης τον έπιαναν από τα πλαϊνά του. Είδε στο βάθος τον υπάλληλο που επέστρεφε από τα ιατρεία, να κλείνει την μαύρη σακούλα στρίβοντας πρόχειρα το πάνω μέρος της και να την βάζει σε μιαν άκρη, και να κάθεται στο γραφείο του.
Μετά βρέθηκε στο πλάι, στον γοφό της προϊσταμένης αλλά κοιτώντας προς τα έξω, και βρέθηκε να κοιτά έναν τοίχο με ράφια, μετά έναν τοίχο από πλεξιγκλάς με φόντο τον υπάλληλο και τον καταστροφέα εγγράφων, μετά μια πόρτα που άνοιγε.
Η προϊσταμένη βγήκε από το γραφείο της και προχώρησε πρώτη, και αυτός είδε να τους ακολουθεί ο κ. Βασιλείου, ντυμένος με το κοστούμι του και την κολλαριστή γραβάτα. Είδε κάποιους συναδέλφους να ρίχνουν κλεφτές ματιές προς την μεριά του, αλλά όχι τόσο έντονα ώστε να τους προσέξουν. Είδε τον υπάλληλο τον βιογραφικών να μαζεύει τα πράγματα του, σαν να ετοιμαζόταν να φύγει. Είδε μικρά χάρτινα υπολείμματα στο πάτωμα, γύρω από τον καταστροφέα εγγράφων.
Ένοιωσε να σταματά μπροστά από το γραφείο του υπαλλήλου. Άκουσε την προϊσταμένη να συνομιλεί μαζί του και να αποδέχεται την πρόταση του γιατρού για ξεκούραση, γραμμένη σε ένα άσπρο απόκομμα που της έδειξε, ‘ναι, φυσικά, νομίζω πως το χρειάζεστε, θα φροντίσω να πάρετε μερικές ημέρες ακόμα’.
Ένοιωσε πάλι να ξεκινούν και πριν απομακρυνθούν ο κ. Βασιλείου κοίταξε τον υπάλληλο, που ξαφνικά διασταυρώθηκαν οι ματιές τους.
Υπήρξε τότε μια απότομη επαφή των συνειδήσεων τους, τηλεπαθητική, και άκουσε τον υπάλληλο να του λέει πως είναι λοιπόν ένας κύριος Τάδε, αλλά δεν διέκρινε συναισθήματα οργής ή μίσους στο μήνυμα του, δεν διέκρινε τίποτα τέτοιο παρά μόνο μια μεγάλη κούραση, μια απέραντη απογοήτευση, και δεν τον κοίταξε άλλο και έστρεψε το χάρτινο βλέμμα του αλλού, οπουδήποτε αλλού εκτός από τα κατάκοπα μάτια του υπαλλήλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου