Κεφάλαιο 23


«κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε και η προϊσταμένη, που κατέβασε το ακουστικό.
Ο υπάλληλος άκουσε το όνομα του αλλά δεν της απάντησε. Παρέμεινε γονατιστός στο πάτωμα να κρατάει το βιογραφικό του στα χέρια, γνωρίζοντας πως τον έβριζε με χίλιους δυο τρόπους.
Άκουγε και τον κ. Βασιλείου να φωνάζει, με μια φωνή που κόντευε να βραχνιάσει. Άκουγε και όλο το ντουλάπι, με τις απελπισμένες τους κραυγές. Άκουγε και αυτούς που είχαν στριμωχτεί στη σακούλα των σκουπιδιών.
Τους άκουγε γιατί αυτός τους δημιουργούσε, όχι λόγω μιας παραισθητικής ολίσθησης ούτε εξαιτίας κάποιου αθέλητου εκτροχιασμού του μυαλού. Τους άκουγε με την δύναμη της φαντασίας του γιατί ήταν μια ιστορία που την είχε πλάσει αυτός συνειδητά, όπως και τόσες άλλες τους προηγούμενους μήνες. Ιστορίες που είχε επιστρατεύσει για να περνούν αυτές οι ατελείωτες ώρες που καταντούσε να δουλεύει μηχανικά, και που όσο η μέρα πλησίαζε την νύχτα και αυτός εργαζόταν σαν υπνωτισμένος, το μυαλό του έπεφτε σιγά σιγά σε αυτήν την κατάσταση που ευνοεί τους ονειρικούς συνειρμούς. Και τότε οι ιστορίες έμοιαζαν να ζωντανεύουν πραγματικά, ειδικά αυτή των τελευταίων είκοσι τεσσάρων ωρών που φαινόταν να υφαίνεται από μόνη της, χωρίς την συνθετική ανάγκη του δημιουργού.
Αλλά τώρα που κρατούσε το βιογραφικό του στα χέρια και φαντασία με πραγματικότητα είχαν βρεθεί αντιμέτωπες, έβλεπε την ιστορία σε όλο της το βάθος, και αντιλαμβανόταν την πλήρη εικόνα. Γιατί συνειδητοποιούσε πως δεν την είχε πλάσει για να περνά απλά η ώρα ή για να λέει τις απόψεις του επειδή δεν είχε σε κάποιον να τις πει. Ούτε ήταν μόνο η ανάγκη του να αστειευτεί ή η ανάγκη του να περιγράψει τον κόσμο όπως τον αντιλαμβάνεται αυτός, μέσα κι έξω από το ντουλάπι, ή σε όλα τα ντουλάπια που είχε γίνει ο κόσμος.
Εξέτασε το βιογραφικό του και τις μπόλικες σελίδες του, που δεν να το είχε ντύσει με κάποιο πλαστικό ντοσιέ απέξω. Ήταν γεμάτο γραμμές αλλά με λευκά περιθώρια. Και χωρίς αίτηση εργασίας.
Θυμήθηκε που πριν τρεις μήνες το είχε εκτυπώσει για να το μελετήσει καλύτερα, να δει πως θα φαινόταν στα χέρια των Τμηματαρχών στις άλλες Εταιρίες και πως μπορούσε να το βελτιώσει, ώστε να μην το απορρίπτουν συνεχώς. Έψαχνε από καιρό κάποια άλλη θέση εργασίας αλλά οι λίγες που του απαντούσαν θετικά έμοιαζαν με αυτήν εδώ, και δεν ήταν λιγότερο απαιτητικές σε χρόνο. Οι άλλες το είχαν πετάξει προφανώς στα δικά τους ντουλάπια αποτυχημένων.
Το βιογραφικό του είχε περάσει ένα μήνα πάνω στο γραφείο του, αφημένο κάπου ανάμεσα σε άλλα χαρτιά όσο ο υπάλληλος συνέχιζε να το στέλνει ηλεκτρονικά όπου μπορούσε. Θυμήθηκε την στιγμή πριν δυο μήνες, την ώρα του φαγητού, που όλοι ήταν στο εστιατόριο της Εταιρίας και αυτός, μόνος στα γραφεία, άνοιγε το ντουλάπι πίσω του. Θυμήθηκε πως το πέταξε μέσα αγανακτισμένος, με μια κίνηση απογοήτευσης και θυμού συνάμα. Το είχε δει να θρονιάζεται μισό επάνω στην στοίβα και μισό στο πλαϊνό τοίχωμα, και το είχε παρατήσει εκεί. Όπως είχε παρατήσει και την προσπάθεια να βρει μιαν καλύτερη δουλειά, τουλάχιστον μέχρι να πάρει και το δεύτερο πτυχίο του.
Αλλά τώρα που κρατούσε τον κ. Διαμαντόπουλο–βιογραφικό στα χέρια, συνειδητοποιούσε πως ενώ στην ιστορία είχε πάρει ανεξάρτητη φωνή, σαν ίδιοι χαρακτήρες που ήταν μιλούσε με το δικό του στόμα. Η αδιαφορία, οι φωνές, η ειρωνεία και ο κυνισμός ήταν δικά του, που αδυνατούσε να τα εκφράσει στον κανονικό κόσμο. Ήταν όσα αισθανόταν και ήθελε να εκφράσει αλλά στο ντουλάπι των επιτυχημένων που βρισκόταν ο κ. Διαμαντόπουλος–υπάλληλος ήταν απαγορευμένα, γιατί θα τον πετούσαν έξω.
Αλλά κυρίως συνειδητοποιούσε πως η ιστορία της φαντασίας του εξελίχτηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να του καλύψει μια βαθύτερη ανάγκη, και αυτό τον έφερνε αντιμέτωπο με την αλήθεια που αφορούσε αυτόν σαν οντότητα, σαν μοναδικό άτομο, σαν το τελευταίο κινέζικο κουτί μέσα στο πλήθος. Γιατί συνειδητοποιούσε σε όλο της το μέγεθος την μοναξιά που είχε καταπέσει. Η ιστορία τού αποκαλύπτει ολόκληρη την ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή, που ο κ. Διαμαντόπουλος προσπαθεί να καλύψει στο ντουλάπι μέσω της φιλίας, όταν στον πραγματικό κόσμο προσπαθεί να την καλύψει μέσω του έρωτα.
Και τώρα βλέπει πως μόνο αυτά τα δύο, διαφορετικά και ανεξάρτητα, αλλά με κοινό παρονομαστή την ίδια ανάγκη, είναι τα μόνα που μπορούν να τον κάνουν να ανταπεξέλθει στους τοίχους που έχει παγιδευτεί και έχουν φράξει τους δρόμους του με αδιέξοδα, και είναι αυτά ακριβώς που έχει στερηθεί λόγω έλλειψης χρόνου.
Έχει πέσει σε ένα φαύλο κύκλο ενώ ο κ. Διαμαντόπουλος είναι ένας απλός άνθρωπος, θέλει να ζήσει μια απλή ζωή ακολουθώντας την προτεινόμενη πορεία, αλλά δεν μπορεί, γιατί για να τα καταφέρει πρέπει να στερηθεί αυτά που έχει ανάγκη, και αυτά που στερείται είναι αυτά ακριβώς που χρειάζεται για να τα καταφέρει. Αλλά δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς όλη την διεργασία μέσα του εκτός από την απομόνωση του, μέχρι που αντιμετωπίζει τώρα το βιογραφικό του.
Θυμάται πως είχε πει στην κοπέλα ‘Τότε, η επανάσταση χάνει ένα υποψήφιο μέλος...’, χωρίς όμως να το εννοεί, γιατί πραγματικά δεν τον ενδιαφέρουν οι επαναστάσεις. Αυτό που τον καίει είναι η ύπαρξη του και η ατομικότητα του, που έχει περιέλθει σε μιζέρια.
Αλλά τώρα που κρατά το βιογραφικό του συνειδητοποιεί πως η λέξη ‘επανάσταση’ δεν ήρθε τυχαία, είναι από αυτές τις λέξεις που σαν φυσαλίδες ξεπηδούν από μόνες τους. Γιατί αν δεν είναι επανάσταση αυτό που του συμβαίνει, τότε τι είναι;
Επαναστατεί το συνειδητό του που πλάθει ιστορίες, επαναστατεί το υποσυνείδητο που τον κάνει να πετάγεται τα βράδια με τις λέξεις ‘είμαι ηλίθιος’, και πιο συχνά ‘είμαι δυστυχισμένος’, επαναστατούν τα χέρια του που παραποιούν βιογραφικά στέλνοντας τα στο ντουλάπι των αποτυχημένων. Μόνο η εικόνα που προβάλλει δεν επαναστατεί, που παραμένει τυπική και συμβατική με αυτά που επιτάσσουν οι τοίχοι.
Μόνο που αυτή η επανάσταση δεν ήταν προϊόν της θέλησης του, δεν την επιδίωξε αλλά ούτε και την αντιλήφθηκε, γιατί αυτός θέλει να ζήσει μια ήσυχη ζωή, συμβιβαστική, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει με τις δυνατότητες που έχει. Είναι μια επανάσταση που ήρθε μόνη της, ύπουλα, έχει ξεκινήσει από καιρό και έχει γαντζώσει όλα τα μέρη του που μπορούν να αντιδράσουν. Και δεν ωφελεί πια να εθελοτυφλεί, δεν περνά απαρατήρητη πια, τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες έχουν συμβεί όλες οι επιμέρους εξεγέρσεις δίνοντας ένα δυναμικό παρών.
Αλλά ακριβώς γιατί η προσωπική του εσωτερική επανάσταση είναι ανεξάρτητη και όχι κατευθυνόμενη από ένα ελεγχόμενο σύνολο σκέψεων και πράξεων, το αποτέλεσμα της διοχετεύεται όπου βρίσκει ελεύθερο χώρο. Και ο υπάλληλος συνειδητοποιεί πως είναι ακριβώς αυτή που τον έκανε να στραφεί εναντίων των άλλων υποψηφίων, και καταλαβαίνει τώρα πως δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να χρησιμοποιήσει την μοναδική δυνατότητα που είχε, όχι την παραπλάνηση μιας εταιρικής διαδικασίας αλλά την στροφή στον μικρόκοσμο του, εκεί που στρέφονται όλοι για να υποστηρίξουν -όπως η προϊσταμένη- τους δικούς τους ανθρώπους, ή για να φαγωθούν ο ένας με τον άλλον. Καταλαβαίνει πως αυτός κάνει και τα δύο, βοηθά και υπονομεύει τους όμοιους του, και αισθάνεται μικρός για αυτόν τον λόγο.
Και αυτό του προσθέτει λίγη ακόμη κακία για τον χάρτινο κ. Διαμαντόπουλο, που συνεχίζει να τον βρίζει όσο τον πλησιάζει στον καταστροφέα εγγράφων.
Γνωρίζει πως ο κ. Διαμαντόπουλος-βιογραφικό τον θεωρεί υπεύθυνο που κατέληξε στο ντουλάπι των αποτυχημένων, όχι μόνο για την κίνηση να τον πετάξει μόνος του μέσα αλλά και γιατί δεν τον έχει κάνει κάποιον που να αξίζει περισσότερο. Γνωρίζει πως το βιογραφικό του κατά βάθος ντρέπεται για αυτόν.
Αλλά ο κ. Διαμαντόπουλος-υπάλληλος τον βλέπει σαν ένα άλλο είδος ταυτότητας, ή καλύτερα διαβατηρίου, που επενδύει την ζωή του επάνω του ώστε να τον κάνει ισχυρό και ανταγωνιστικό σε έναν ευμετάβλητο κόσμο. Αλλά η ζωή του έχει καταλήξει πιο στυφή από την υφή αυτών των χαρτιών, πιο τυποποιημένη από την ευταξία που έχει συντάξει τις γραμμές του. Η ζωή του έχει γίνει ένα σύνολο ικανοτήτων που μπορούν να γραφούν με λέξεις στο ύφος της εταιρικής γλώσσας για να την περιγράψουν συνοπτικά, ώστε να περάσει τις κατάλληλες πόρτες. Αλλά είναι τόσο πυκνά γραμμένες μεταξύ τους που από τα ενδιάμεσα κενά έχουν πεταχτεί έξω οι απλές στιγμές ζωής, στην αρχή γιατί δεν εξυπηρετούσαν τον σκοπό ενός βιογραφικού, μετά γιατί δεν χωρούσαν, και στο τέλος γιατί δεν υπήρχαν.
Αισθάνεται εξαρτημένος από αυτό, όπως και αυτό είναι εξαρτημένο από τον ίδιον. Ο ένας χρειάζεται τον άλλον, είναι δέσμιοι μεταξύ τους από μια αμοιβαία ανεπάρκεια. Αλλά είναι μέρη του ίδιου συνόλου, αφορούν την ίδια ζωή.
Υπάλληλος και βιογραφικό είναι απέναντι ο ένας στον άλλον και υπάρχει μεταξύ τους μια ιδιαίτερη αντιπάθεια. Και τώρα, ο κ. Διαμαντόπουλος συνειδητοποιεί πως μέσα στον μικρόκοσμο του έχει στραφεί ακόμα και εναντίον του, δηλαδή, εναντίον του εαυτού του.
Ακούει την προϊσταμένη να τον φωνάζει με το όνομα του, αλλά δεν της απαντά.
Ακούει και τον κ. Βασιλείου, πιο καθαρά από τις άλλες φωνές, αλλά η φιλία του δεν είναι αρκετή για να του αλλάξει γνώμη. Εξάλλου, σε λίγο θα πεταχτεί και αυτός στην σακούλα σκουπιδιών για να καταλήξει στον κάδο ανακύκλωσης, και όχι άδικα, δεν είναι κλεμμένος.
Τον φωνάζει η προϊσταμένη ξανά. Μα πριν πάει στο γραφείο της θέλει να κάνει αυτό που σαν αδήριτη ανάγκη τον προστάζουν τυφλά συναισθήματα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος απλώνει τα χέρια και κάνει τον κ. Διαμαντόπουλο μικρές λεπτές λωρίδες στον καταστροφέα εγγράφων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου