Κεφάλαιο 22


Αμηχανία.
Σάστισμα.
Μια απόλυτη βουβαμάρα.
Ήταν η πρώτη φορά που κανείς δεν αντιδρούσε όπως συνήθως. Υπήρξαν κάποια δευτερόλεπτα που το ντουλάπι δεν είχε ξαναδεί τέτοια ησυχία. Ακόμα και ο θρήνος του καινούργιου που έκλαιγε ακόμα σταμάτησε παρασυρμένος από την καθολική σιωπή.
Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος.
Ακούστηκε μια φωνή από το τρίτο ράφι, σιγανή αλλά γεμάτη έκπληξη, σαν να μην πίστευε αυτό που λέει:
«Δεν κρατάει κανέναν...»
Τα βλέμματα όσων μπορούσαν να δουν ήταν προσηλωμένα στον υπάλληλο. Στεκόταν ανάμεσα στα ανοικτά φύλλα της πόρτας.
«Τα χέρια του είναι άδεια...» είπε η ίδια η φωνή.
Μία ακόμα καθολική σιγή.
Και μετά το ξέσπασμα.
Τα βιογραφικά άρχισαν να ξεφωνίζουν. Απότομα. Ξέφρενα. Νόμιζαν πως ήρθε επιτέλους η στιγμή που θα εκπληρώνονταν οι προσδοκίες τους. Ήταν η ώρα που ο υπάλληλος θα έβγαζε, δεν θα έβαζε.
Τα περισσότερα φώναζαν για να διαλέξει αυτούς. Έλεγαν και ξαναέλεγαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν τα προσόντα τους, τόνιζαν το μέγεθος τους και παρέθεταν το ένα μετά το άλλο τα πλεονεκτήματα που τους έκαναν να ξεχωρίζουν. Σε λίγο ούρλιαζαν γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ξεχωρίσουν μέσα σε αυτό το χαμό από τους διπλανούς τους, που φώναζαν για τα ίδια πράγματα και για τον ίδιο λόγο.
Άλλα βιογραφικά ξεκίνησαν να ζητωκραυγάζουν ενώ υπήρχαν και πολλά που δεν είχαν καταλάβει τι γίνεται και ρωτούσαν εναγωνίως να τους πει κάποιος τι συμβαίνει. Όμως δεν έπαιρναν απαντήσεις γιατί ο καθένας έβλεπε την μοναδική του ευκαιρία να ξεφύγει και αφοσιωνόταν στην προσπάθεια να ακουστεί από τον υπάλληλο. Κάποιοι μάλιστα εκνευρίστηκαν μαζί τους που τους ενοχλούσαν τέτοια στιγμή και ακολούθησαν καβγάδες κι έντονες προσβλητικές στιχομυθίες. Ακόμα και πολλοί από αυτούς που στην φύση τους ήταν να μιλούν εκλεπτυσμένα και προσεκτικά, άφησαν στην άκρη τις ευγενικές λέξεις και τις αντικατέστησαν με βρισιές και ντροπιαστικές εκφράσεις, που θα έκαναν και τους πιο θρασείς να κοκκινίζουν.
Άλλα βιογραφικά παρακαλούσαν. Άλλα έκλαιγαν, ποντάροντας τις ελπίδες τους στον οίκτο του υπαλλήλου. Άλλα του έλεγαν κολακευτικά λόγια.
Μόνο ο κ. Βασιλείου και ο κ. Διαμαντόπουλος δεν φώναζαν.
«Τι βλέπεις;» φώναξε ο κ. Διαμαντόπουλος.
«Μόνο τον υπάλληλο...»
«Τι;» επανέλαβε γιατί δυσκολευόταν να ακούσει.
«Μόνο τον υπάλληλο...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος προσπάθησε να τον δει κι αυτός αλλά η λοξή του ματιά δεν ήταν αρκετή. Ξαναγύρισε προς τον κ. Βασιλείου.
«Τι κάνει;»
«Τίποτα, απλά στέκεται εκεί...»
«Και δεν κρατάει τίποτα στα χέρια;»
«Ναι, είναι άδεια...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος περισσότερο κατάλαβε παρά άκουσε τι του είπε ο κ. Βασιλείου.
«Τίποτα άλλο;»
«Τίποτα...»
«Γύρω του;»
«Δεν βλέπω, είναι αυτός μπροστά. Δεν βλέπω τίποτα άλλο...»
Ο υπάλληλος στεκόταν με τα χέρια κρεμασμένα κάτω. Ο κ. Βασιλείου δεν μπορούσε να δει παραπέρα, μόνο αυτόν και το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. Φαινόταν να κρατιέται όρθιος με δυσκολία και πετάριζε τα μάτια του συχνά, κοιτώντας το εσωτερικό χωρίς να κάνει τίποτα.
Όταν με τα πολλά σήκωσε τα χέρια του, ο κ. Βασιλείου τα ακολούθησε με το βλέμμα του. Τα είδε να ανεβαίνουν ψηλά και να πιάνουν ένα μάτσο βιογραφικά από την κορυφή, τόσα όσα χωρούσαν στις παλάμες του. Τα σήκωσε και άρχισε να τα βγάζει προς τα έξω.
Ο Γάτμαν, που βρισκόταν πάνω πάνω, είπε στον υπάλληλο:
«Πάντα πίστευα πως η λογική θα θριαμβεύσει! Παρόλα αυτά, αν και δε θέλω να γίνομαι κουραστικός, κι εσείς δεν είστε στην καλύτερη δυνατή κατάσταση απ’ ότι βλέπω, αλλά μήπως μπορείτε να μου εξηγήσετε το γεγονός γιατί μας βγάζετε όλους μαζί; Δεν έχω φυσικά κανένα πρόβλημα που μας βγάζετε ομαδικά, απλά θα προτιμούσα μια πιο προσωπική έξοδο. Υποθέτω όμως πως θα γίνει κάποια διαλογή στο γραφείο σας. Παρακαλώ, προσέξτε τον αριθμό των σελίδων μου… μπορείτε να κάνετε λίγη ησυχία; βλέπετε πως μιλάω με τον αξιότιμο υπάλληλο… έλεγα λοιπόν για τον αριθμό των σελίδων μου και είμαι σίγουρος πως αυτό δεν θα ξεφύγει της προσοχής σας, όπως και τα υπόλοιπα προσόντα μου, και μην σας προβληματίσει το ότι έχουν σβηστεί το όνομα μου και τα υπόλοιπα στοιχεία μου, είμαι σίγουρος πως θα καταφέρετε να βρείτε τον εκπρόσωπο μου… μα, κάντε, παρακαλώ, λίγη ησυχία ώστε να μπορέσω να συνεννοηθώ με τον συνεργάτη μας…»
Ο κ. Βασιλείου παρακολούθησε τα χέρια του υπαλλήλου να απομακρύνουν το πακέτο με τα βιογραφικά από το ντουλάπι. Η φωνή του Γάτμαν ακουγόταν σε όλη την πορεία της εξόδου, μπερδεμένη μαζί με τις άλλες του πακέτου. Βγήκε στον καθαρό αέρα και στο άπλετο φως της αίθουσας του γραφείου προσωπικού, για να σβήσει μαζί με τις υπόλοιπες καθώς πεταγόντουσαν στον πάτο μιας μεγάλης μαύρης σακούλας σκουπιδιών.
Ο κ. Διαμαντόπουλος θα πρέπει να είδε τον τρόμο στο βλέμμα του κ. Βασιλείου. Κοίταζε μαρμαρωμένος προς εκείνη την μεριά και είχε απομείνει να κοιτάζει στο ίδιο σημείο, εκεί που είχαν χαθεί οι φωνές αυτών που βγήκαν έξω.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.
Ο κ. Βασιλείου δεν απάντησε. Κοιτούσε μόνο προς τα εκεί.
«Τι συμβαίνει;»
Ούτε αυτή τη φορά πήρε απάντηση ο κ. Διαμαντόπουλος.
Έκανε μια προσπάθεια να κοιτάξει προς τα έξω. Ανώφελα, φυσικά. Η λοξή του ματιά όμως έπιασε μια σκιά να κινείτε, πρέπει να ήταν η φιγούρα του υπαλλήλου που ξαναρχόταν στον ντουλάπι.
«Μας πετάει…» ψέλλισε ο κ .Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος γύρισε προς αυτόν.
«Τι είδες;»
«Μας πετάει σε μια σακούλα σκουπιδιών…»
«Είσαι σίγουρος;»
Ο κ. Βασιλείου ξεκόλλησε από το σημείο που κοιτούσε και κοίταξε τον κ. Διαμαντόπουλο.
«Τους πέταξε σε μια σακούλα σκουπιδιών…» είπε άψυχα.
Ο κ. Διαμαντόπουλος έγνεψε και έμεινε σιωπηλός.
Μια αλλαγή στο ύφος της οχλαγωγίας τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του ψηλά. Είχαν καταλάβει και οι υπόλοιποι πως δεν επρόκειτο να συμβεί αυτό που νόμιζαν. Η αλλαγή ξεκίνησε από κάποιους που είδαν το καταχώνιασμα και γρήγορα την ελπίδα την διαδέχτηκε η απόγνωση, που εξαπλώθηκε και στα τέσσερα ράφια.
Ο κ. Βασιλείου κοίταξε κι αυτός ψηλά και είδε τα χέρια του υπαλλήλου να παίρνουν άλλο ένα πακέτο. Ο πρώτος, αυτός που είχε αποκαλυφθεί από τα βιογραφικά που είχαν πεταχτεί προηγουμένως, είπε ένα ‘επιτέλους!’ ανακουφισμένος που έβλεπε μετά από τόσο καιρό. Κοίταξε τριγύρω χαμογελαστός, χάρηκε κι αυτός τον φωτισμό από τις λάμπες φθορίου στην αίθουσα, και ξαναβρήκε το σκοτάδι του μέσα στην μαύρη σακούλα.
Κάποιοι από το πρώτο ράφι άρχισαν να εκλιπαρούν τον υπάλληλο να συνεχίσει το έργο του από το τέταρτο.
Αλλά αυτός επέστρεψε και πήρε άλλο ένα πακέτο.
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε τον κ. Βασιλείου. Όπως κάθε φορά που ο ψυχικός του κόσμος έπεφτε στο ναδίρ, η μιλιά του σφραγιζόταν. Όταν τον κοίταξε κι αυτός και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, είδε καθαρά το πόσο φοβισμένος ήταν.
«Υπάρχει μια πιθανότητα να μας μαζεύει για να μας πάει αλλού…» είπε ο κ Διαμαντόπουλος.
Ο κ. Βασιλείου έγνεψε καταφατικά. Αλλά δεν τον πίστεψε. Ο κ. Διαμαντόπουλος απλώς προσπαθούσε να τον ενθαρρύνει.
Κοίταξε πάλι ψηλά. Τα βιογραφικά μειώνονταν όλο και περισσότερο. Ο υπάλληλος αφαιρούσε συνεχώς πακέτα και γέμιζε την σακούλα
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως η αρχική του πτώση τού είχε δώσει μια μικρή παράταση ζωής. Ελάχιστη βέβαια. Και μάταιη.
Έφυγε άλλο ένα πακέτο.
Ο κ. Βασιλείου σκέφτηκε πόσο ειρωνικό ήταν που ο Γάτμαν από την κορυφή είχε καταλήξει πρώτος πρώτος στα σκουπίδια. Τώρα ήταν από τους τελευταίους σε εκείνο τον σωρό. Αλλά θα τον συναντούσε γρήγορα γιατί έφτανε και η δικιά του ώρα.
Και ακόμα δεν είχε μάθει αν ήταν κλεμμένος ή όχι. Συλλογίστηκε αυτούς που είχαν πέσει θύματα του υπαλλήλου και τώρα θα κατέληγαν στην σακούλα. Τον διαπέρασε ένα ρίγος αδικίας.
Έφυγε κι άλλο πακέτο.
Δεν είχαν απομείνει πολλά βιογραφικά στο πρώτο ράφι. Πάνω από την κεφαλίδα του κ. Διαμαντόπουλου, όπως ήταν στηριγμένος με την πλάτη στην στοίβα, υπήρχε ακόμα το πολύ ένα πακέτο. Ο υπάλληλος θα έπαιρνε εκείνο και μετά ήταν η σειρά τους.
Έτσι που κάθονταν οι δυο τους στο πλάι, ξεχωριστά από τους άλλους, ίσως ο υπάλληλος να τους άφηνε για το τέλος. Είχαν πάντως ελάχιστο χρόνο.
Τα χέρια του υπαλλήλου εμφανίστηκαν ξανά και άρπαξαν τα από πάνω βιογραφικά, όπως είχε μαντέψει ο κ. Βασιλείου. Μόνο που τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού έπιασαν κατά λάθος και την κεφαλίδα του κ. Διαμαντόπουλου.
Μια ταραχή έπιασε τον κ. Βασιλείου όταν είδε τα χέρια να σηκώνονται και μαζί με βιογραφικά να ανασηκώνεται και ο κ. Διαμαντόπουλος, σφηνωμένος ανάμεσα στα δάχτυλα του υπαλλήλου και στο πακέτο.
«κ. Διαμαντόπουλε...» ψέλλισε ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε με έκπληξη τριγύρω, καθώς άφηνε το πάτωμα του ραφιού.
«κ. Διαμαντόπουλε!...» είπε ξανά ο κ. Βασιλείου, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Αλλά ο υπάλληλος σήκωσε ακόμα περισσότερο τα βιογραφικά, μαζί τους και τον κ. Διαμαντόπουλο, που άρχισε να παρασύρει και τον κ. Βασιλείου που καθόταν επάνω του.
Το υποσέλιδο του κ. Βασιλείου ακολούθησε την κίνηση και άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, ενώ η πλάτη του σύρθηκε στο τοίχωμα του ντουλαπιού. Μετά σύρθηκε στο πάτωμα ενώ το υποσέλιδο του συνέχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω, μέχρι που άρχισε να γέρνει σιγά σιγά προς τα πίσω. Ο κ. Βασιλείου έκανε τελικά μισή περιστροφή, το υποσέλιδο του έπεσε κάτω και αυτός βρέθηκε μπρούμυτα στο πάτωμα του πρώτου ραφιού.
Ο κ. Διαμαντόπουλος τον είδε σε αυτήν την άσχημη και κάπως ντροπιαστική θέση. Του ήταν δύσκολο να τον βλέπει τόσο ανήμπορο και αναγκασμένο να αντικρίζει το πάτωμα. Ίσως έφταιγε και η δικιά του αδυναμία να τον βοηθήσει, αλλά δεν του άξιζε τέτοια συμπεριφορά κι έγινε έξαλλος από θυμό. Στράφηκε προς τον υπάλληλο και άρχισε να τον βρίζει όσο πιο χυδαία μπορούσε.
Η φωνή του ήταν σκληρή και τραχιά. Συνέχισε να του την εκτοξεύει όσο ανέβαινε προς τα πάνω.
Μέσα του όμως σκέφτηκε το μόνο παρήγορο πράγμα, πως τουλάχιστον ο κ. Βασιλείου είχε λίγο ακόμα χρόνο πριν από το τέλος. Αυτός δεν είχε αμφιβολία πως ήταν η τελευταία τους ημέρα, αλλά η βαθιά του αδιαφορία είχε κλονιστεί και τώρα σκεφτόταν πως ίσως γινόταν κάποιο θαύμα, ποιος ξέρει, και τότε, ίσως αυτός ο λίγος χρόνος να ήταν αρκετός για τον κ. Βασιλείου.
Αλλά όταν το πακέτο με τα βιογραφικά έφτασε στο ψηλότερο σημείο του και ετοιμαζόταν να βγει από το ντουλάπι, ο κ. Διαμαντόπουλος κοίταξε προς τα κάτω και είδε πως δεν ήταν μόνος. Πιασμένος από το υποσέλιδο του ήταν κρατημένος και ο κ. Βασιλείου. Από ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, κατά την πτώση τους από την κορυφή, ο συνδετήρας του είχε γραπωθεί επάνω του, και κρατιόντουσαν τώρα και οι δύο μαζί στον αέρα.
«κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Διαμαντόπουλος σταμάτησε να βρίζει τον υπάλληλο και τον κοίταξε σαστισμένος.
«Προσπαθήστε να κινηθείτε!... Ίσως πέσετε!...» φώναξε ο κ. Βασιλείου.
Είναι αδύνατον να κινηθώ, σκέφτηκε θλιμμένα ο κ. Διαμαντόπουλος, είναι αδύνατον να κάνω οτιδήποτε.
«Προσπαθήστε να κινηθείτε!...»
Ο κ. Διαμαντόπουλος δεν έβρισκε τίποτα να πει. Ήθελε να του πει να τον αφήσει για να μην έρθει κι αυτός μαζί του, αλλά ήξερε πως κι εκείνος ήταν αδύνατον να κινηθεί εξίσου. Όλα ήταν στο χέρι του υπαλλήλου.
Ο κ. Βασιλείου τον φώναξε άλλη μια φορά με το όνομα του.
Και αυτό έκανε τον κ. Διαμαντόπουλο να νιώσει πως του κόβουν με το ψαλίδι ένα μέρος του, εκεί που θα μπορούσε να υπάρχει μια υποθετική καρδιά.
Έκανε τότε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγει από τα δάχτυλα του υπαλλήλου. Έβαλε τα δυνατά του, το πάλεψε, παρόλο που ήξερε πως δεν είχε καμία δυνατότητα να κινηθεί. Και, φυσικά, απέτυχε παταγωδώς.
Σταμάτησε την προσπάθεια και κοίταξε απογοητευμένος προς τα κάτω.
«Μην σταματάτε!... Προσπαθήστε να κινηθείτε!...» φώναξε ο κ. Βασιλείου.
«Δεν γίνεται…» είπε χαμηλόφωνα ο κ. Διαμαντόπουλος, που είχε αποδεχτεί το μοιραίο.
«Προσπαθήστε!… Προσπαθήστε!...»
«Δεν γίνεται…» είπε άλλη μια φορά, με την ίδια παραίτηση.
Το πακέτο είχε βγει ελαφρώς έξω από το ντουλάπι όταν ο υπάλληλος πρόσεξε πως δεξιά κρεμόντουσαν δύο βιογραφικά, το ένα πίσω από το άλλο. Έφερε το κεφάλι του από εκείνη την μεριά και κατάλαβε τι είχε γίνει.
Ξαναέβαλε το πακέτο μέσα και προσπάθησε να ανοίξει τα δάχτυλα του ώστε να πέσει αυτός που είχε πιάσει κατά λάθος. Αλλά δεν μπόρεσε να τα ανοίξει όλα ταυτόχρονα γιατί θα του έπεφταν και πολλά από τα υπόλοιπα. Παρόλα αυτά, ο κ. Διαμαντόπουλος γλίστρησε λίγο.
Ο υπάλληλος έκανε άλλη μια προσπάθεια και ο κ. Διαμαντόπουλος απελευθερώθηκε λίγο ακόμα. Αλλά όποιο δάχτυλο και να άνοιγε, τον κρατούσε κάποιο άλλο.
 Άλλαξε τότε γνώμη και τράνταξε όλο το πακέτο, πηγαίνοντας τα χέρια πέρα δώθε. Με την δεύτερη προσπάθεια ήρθε το λιγότερο καλό αποτέλεσμα που είχε σκεφτεί. Ο συνδετήρας ξεγαντζώθηκε και τα δύο βιογραφικά χωρίστηκαν. Ο κ. Βασιλείου σωριάστηκε στο πάτωμα.
Αυτή η πτώση τον έφερε όπως περίπου ήταν και πριν, με την πλάτη στον τοίχο, αλλά αρκετά πιο έξω. Μόλις ανασκουμπώθηκε η σκέψη του, κοίταξε γρήγορα προς τα γραφεία και είδε τον υπάλληλο να στρίβει προς την σακούλα, που ήταν δύο μόλις βήματα μακριά. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι εργαζόντουσαν κανονικά. Στο βάθος, η προϊσταμένη σήκωνε το τηλέφωνο της που χτυπούσε.
Και ο κ. Διαμαντόπουλος κρεμόταν πάντα από το πακέτο, και απομακρυνόταν διαρκώς από το ντουλάπι.
«κ. Διαμαντόπουλε!... κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε ο κ. Βασιλείου.
Ο κ. Βασιλείου είδε τον κ. Διαμαντόπουλο να βρίζει διαρκώς τον υπάλληλο, και μόλις ακούει το όνομα του να στρέφεται προς αυτόν.
«κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε ξανά ο κ. Βασιλείου, που ήθελε να πει ένα σωρό πράγματα αλλά το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν το όνομα του.
«κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναζε και η φωνή του ήταν η πιο δυνατή του ντουλαπιού.
Και τότε έγινε το μικρό θαύμα, γιατί ο κ. Διαμαντόπουλος ξαφνικά ξέφυγε από το κράτημα του υπαλλήλου και βρέθηκε να πέφτει, ώσπου κατέληξε ανάσκελα στο δάπεδο.
Ο κ. Βασιλείου σταμάτησε να φωνάζει και είδε τον υπάλληλο να κοιτάζει τον κ. Διαμαντόπουλο και προς στιγμήν να σταματά. Τον είδε μετά να συνεχίζει την κίνηση του και να πετά τα υπόλοιπα βιογραφικά μέσα στην σακούλα, όπου είχαν ήδη μαζευτεί πολλά, και από μέσα έβγαινε ένα πνιχτό βουητό.
Τον είδε μετά να στρέφεται προς το πεσμένο βιογραφικό, να σκύβει από πάνω του και να το παίρνει στα χέρια του. Τον είδε να γονατίζει και να μένει εκεί, κοιτώντας τον κ. Διαμαντόπουλο, που είχε ξεκινήσει να τον βρίζει εκ νέου.
Ο κ. Βασιλείου δεν κατάλαβε γιατί υπήρξε αυτή η παύση, για λίγο δεν καταλάβαινε τίποτα. Αλλά μετά είδε πίσω από τον κ. Διαμαντόπουλο αυτό το εφιαλτικό μηχάνημα, που το είχε ξαναδεί στο μικρό διάστημα που βρισκόταν στο γραφείο του υπαλλήλου, και μάλιστα να λειτουργεί, τον καταστροφέα εγγράφων.
Ο υπάλληλος καθόταν γονατιστός με τον κ. Διαμαντόπουλο στα χέρια, μισό μόλις μέτρο μπροστά από τον καταστροφέα. Δεν έδειχνε πρόθεση να κάνει κάτι, ούτε υπήρχε κάποιος λόγος να τον αντιμετωπίσει διαφορετικά από τα άλλα βιογραφικά. Αλλά μια μικρή, αδιόρατη σχεδόν κίνηση του υπαλλήλου μπροστά, και το πιο άσχημο προαίσθημα που είχε νιώσει ποτέ ο κ. Βασιλείου τον έκανε να ξαναφωνάξει, αυτή τη φορά στα όρια του.
«κ. Διαμαντόπουλε!... κ. Διαμαντόπουλε!...»
Ο υπάλληλος έστεκε εκεί, και όσο στεκόταν εκεί, η απειλή πίσω από την πλάτη του κ. Διαμαντόπουλου έκανε τον κ. Βασιλείου να φωνάζει όλο και περισσότερο, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο έντονα, όσο δεν είχε ξαναφωνάξει ποτέ στην σύντομη ζωή του.
«κ. Διαμαντόπουλε!... κ. Διαμαντόπουλε!...»
Ο υπάλληλος πλησίασε τον καταστροφέα εγγράφων.
Ο κ. Βασιλείου δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο, ούτε που βρισκόταν ούτε τι περίμενε τον ίδιον. Έβλεπε τον κ. Διαμαντόπουλο έτοιμο να εξαφανιστεί βάναυσα και τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Οι φωνές που έβγαζε ήταν παρορμητικές, ανεξέλεγκτες, ούτε που καταλάβαινε πως φώναζε. Προσπαθούσε μόνο να αποτρέψει ένα βέβαιο και βάρβαρο τέλος.
«κ. Διαμαντόπουλε!... κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε άλλη μια φορά.
Αλλά ο υπάλληλος συνέχισε να απλώνει τα χέρια του προς τον καταστροφέα εγγράφων.
«κ. Διαμαντόπουλε!... κ. Διαμαντόπουλε!...»
«κ. Διαμαντόπουλε!...» φώναξε και η προϊσταμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου