Επίλογος


Ήταν μια παγωμένη μέρα, αλλά όχι όσο οι προηγούμενες.
Τα σύννεφα δεν άφηναν περιθώρια στο σκέπασμα του ουρανού αλλά είχαν ένα ελαφρύ γκρίζο χρώμα, προς την μεριά του λευκού περισσότερο, και έμοιαζαν να κατοικούν ψηλότερα απ’ ότι συνήθως. Στο τέλος των δρόμων, στα μικρά τετράγωνα που σχημάτιζαν κτίρια και ουρανός, μπορούσες να δεις μακριά, όχι όσο θα μπορούσες να δεις μια λαμπερή ημέρα αλλά αρκετά, μέσα από ένα διάφανο πέπλο που θαρρείς πως είχε τυλίξει την πόλη.
Τις πρώτες στάλες τις διαδέχτηκαν οι δεύτερες, μετά οι τρίτες και μετά οι επόμενες, όλες ψιλές και αραιές μεταξύ τους, σε ένα ψιχάλισμα που δεν έγινε βροχή. Κάποιοι άνοιξαν ομπρέλες, άλλοι δεν το θεώρησαν απαραίτητο. Οι προβλέψεις στην τηλεόραση είχαν πει πως ο καιρός θα συνέχιζε με αυτό το ψιλοβρόχι ως το μεσημέρι και κάποιοι είχαν φορέσει ένα απλό αδιάβροχο, ώσπου να ξεθυμάνουν και αυτά τα τελευταία αποθέματα βροχής.
Ο κόσμος στην πλατεία είχε μαζευτεί από νωρίς αλλά αυτοί συναντήθηκαν αλλού, σε μια γωνία που τέμνονταν δύο κεντρικοί δρόμοι. Αν είχαν περάσει ημέρες από τότε που είχαν ιδωθεί, αυτή θα δυσκολευόταν να τον αναγνωρίσει με τα καθημερινά του ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια που φορούσε. Αλλά ήταν μόλις χτες που τα έλεγαν στο σαλονάκι και τον είχε προσκαλέσει στο συλλαλητήριο της Παρασκευής, και λίγες μόνο ώρες από το βράδυ που εκείνος της είχε τηλεφωνήσει για να της πει πως απειλητικά τηλεφωνήματα σκοτεινών και υποχθόνιων δυνάμεων τον είχαν αναγκάσει τελικά να δεχτεί, και να την συνοδεύσει στην πορεία.
Την είχε δει να πλησιάζει από μακριά αλλά ακόμα κουβαλούσε μέσα του τα απομεινάρια της χτεσινής καταιγίδας. Προαισθάνθηκε την ικανότητα του για συζήτηση λειψή, αλλά τουλάχιστον είχε κοιμηθεί και είχε ξεκουραστεί αρκετά. Το υπόλοιπο της ξεκούρασης θα το συμπλήρωνε με αυτή την βόλτα μαζί της, την πρώτη μέρα της ολιγοήμερης αναρρωτικής του άδειας.
Όταν τον είχε δει αυτή είχε χαμογελάσει, σχολίασε λίγο το ντύσιμο του και τον είχε ρωτήσει αν είχε φέρει την ομπρέλα του για την βροχή ή για να κρύβει το πρόσωπο του. Αυτός είχε αρνηθεί κατηγορηματικά, χρησιμοποιώντας λέξεις και προφορά στην εταιρική γλώσσα και λέγοντας πως δεν θα άνοιγε λοιπόν την ομπρέλα του σε καμία των περιπτώσεων, εξάλλου, κάτω από το μπουφάν φορούσε φούτερ και η κουκούλα θα έκανε μια χαρά τη δουλειά της.
Προχώρησαν προς την πλατεία με ένα σιγανό βηματισμό, που τον έδωσε αυτός και η κοπέλα το δέχτηκε πρόθυμα. Φάνηκε μάλιστα πιο ομιλητική από αυτόν και με καλύτερη διάθεση, κάτι που σιγά σιγά παρέσυρε και την δική του και τον έκανε να μην σκέφτεται πως η θέση στη Εταιρία είχε καλυφθεί, και πως αυτή θα έπρεπε πλέον να ψάξει αλλού.
Αυτό ήταν το μόνο αγκάθι καθώς κατηφόριζαν τον δρόμο κουβεντιάζοντας διάφορα θέματα, που συνήθως κατέληγαν σε αστεία από την μεριά του. Η κοπέλα γελούσε συχνά, και γρήγορα τα προηγούμενα συμβάντα αλλά και όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον αποκλείστηκαν έξω από ένα ευχάριστο ‘τώρα’, που ο υπάλληλος φρόντισε να το απολαύσει όσο μπορούσε και προλάβαινε.
Από κάθε διασταύρωση που περνούσαν, νέος κόσμος έμπαινε στον δρόμο που οδηγούσε προς την πλατεία όπου θα ξεκινούσε το συλλαλητήριο. Ο υπάλληλος είδε από μακριά το μαζεμένο πλήθος των διαδηλωτών και θα προτιμούσε να το αποφύγει, όχι από φόβο αλλά γιατί θα προτιμούσε να περπατήσουν λίγο ακόμα μέσα στην πόλη, χωρίς να συμμετέχουν και να ανήκουν πουθενά, απλώς να περπατούν και να συζητούν μεταξύ τους.
Όταν αναγκάστηκαν να αφήσουν το πεζοδρόμιο με τα υπόστεγα και αυτή άνοιξε την ομπρέλα της, της είπε πως αν τώρα δεν κρύβεται αυτή τότε σαφώς δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες. Της συμπέρανε πως τελικά οι ομπρέλες χρησιμοποιούνται ως μέσο ανωνυμίας και της είπε πως οι διαδηλωτές είχαν χρέος να δώσουν μια παρουσία υπεύθυνα και ονομαστικά. Όταν αυτή την έκλεισε πεισματικά, αυτός άνοιξε την δική του, λέγοντας πως φυσικά οι κανόνες δεν ισχύουν για όλους, όπως και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της κοινωνίας.
Αλλά πέρα από τα αστεία της είπε πως δεν θα τους χαλάσει την διαμαρτυρία η βροχή, καλύτερα να καλυφτούν, και της υποσχέθηκε πως στις πρώτες κάμερες θα τους χαρίσει το πιο καλό του χαμόγελο και ένα πεντακάθαρο ανφάς.
Συνέχισαν να περπατούν κάτω από την ομπρέλα του και έφτασαν στο χώρο συγκέντρωσης. Σε λίγο η πορεία ξεκίνησε και από πάνω έβλεπες να σχηματίζεται μια τεράστια ουρά που προχωρούσε αργά στον δρόμο, μια χρωματιστή κορδέλα από ομπρέλες, αδιάβροχα, πανό και πινακίδες. Σε κάθε πλατεία που συναντούσαν, καινούργια πλήθη ενώνονταν μαζί τους, αυξάνοντας διαρκώς την δυναμική τους.
 Στα συνθήματα η κοπέλα συμμετείχε συχνά, όχι όμως και ο υπάλληλος, που εκείνες οι στιγμές ήταν οι μόνες που το μυαλό του ξαναγυρνούσε στην σκέψη πως το μέλλον της ίσως συνεχιζόταν αλλού, όχι σε αυτήν την πόλη. Το όριο που είχε δώσει η κοπέλα ήταν ένας μήνας ακόμα, αλλά αυτός είχε ευχάριστη διάθεση σήμερα και έδιωχνε την ημερομηνία λήξης πέρα από το βάθος του χρόνου.
Είχαν περπατήσει περίπου δύο ώρες όταν οι προβλέψεις αποδείχτηκαν λανθασμένες και άρχισε ξαφνικά να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Ένας μικρός πανικός δημιουργήθηκε καθώς το βουητό της βροχής σκέπασε την φωνή του συλλαλητηρίου, και όλοι προσπάθησαν να προστατευτούν από την μανία της. Οι ομπρέλες τράκαραν μεταξύ τους έτσι πυκνό που ήταν το πλήθος. Όσοι δεν είχαν, τράβηξαν τα πανωφόρια τους πάνω από το κεφάλι, ενώ πολλά πανό οριζοντιώθηκαν δημιουργώντας αυτοσχέδια σκεπάσματα. Πολλοί τραβήχτηκαν στα πεζοδρόμια αλλά οι περισσότεροι έμειναν στον δρόμο. Οι φωνές μπερδεύτηκαν μεταξύ συνθημάτων και επιφωνημάτων κατά της βροχής, αλλά και με αρκετά γέλια από τις ατάκες που ξεπηδούσαν από τους πιο εύθυμους. Κάποιοι θερμόαιμοι γδύθηκαν από την μέση και πάνω. Ο προπορευόμενος κύριος με το μεγάφωνο που έδινε τα συνθήματα, το φόρεσε ανάποδα στο κεφάλι δίνοντας μια ευχάριστη νότα στην αναπάντεχη αναποδιά. Μετά το κατέβασε, το πλήθος αναδιοργανώθηκε, τα συνθήματα ξανάρχισαν, και συνέχισαν την πορεία μεταξύ πλατσουρισμάτων και ακόμα πιο δυνατών ιαχών, που λες και τις είχε αναζωογονήσει το νερό.
Σε μισή ώρα η μπόρα δυνάμωσε κι άλλο, και οι περισσότεροι κατάλαβαν πως αυτή η διαμαρτυρία μπορούσε να καταλήξει μόνο στο νοσοκομείο με κρυοπαγήματα και πνευμονίες. Η ομπρέλα του υπαλλήλου πιάστηκε με τις διπλανές της και μέσα στις βιαστικές κινήσεις στράβωσε και αχρηστεύτηκε εντελώς. Στράφηκε προς την κοπέλα που του είπε πως είχε δανείσει την δικιά της σε κάποιους που δεν είχαν, και τώρα δεν τους έβλεπε πουθενά. Δίπλα τους, κάποιος είπε πως θα αντάλλασε το βασίλειο του έστω και για μια ομπρελίτσα από αυτές που βάζουν στα παγωτά, και δεν μπόρεσαν να μην γελάσουν καθώς τρέπονταν σε φυγή, όπως και πολλοί άλλοι, καλύπτοντας τα κεφάλια τους όπως όπως.
Βγήκαν στο πεζοδρόμιο γελώντας με την κακοτυχία. Η κοπέλα το διασκέδαζε. Το ίδιο και αυτός. Κάπου είχε διαβάσει πως δεν χρειάζονται όλες οι μέρες λιακάδα για να είναι καλές και συμφωνούσε.
Βρήκαν καταφύγιο σε μια ρετρό καφετέρια και στριμώχτηκαν σε ένα μικρό τραπεζάκι, κοντά στην τζαμαρία που κοιτούσε στο δρόμο. Έσταζαν ολόκληροι, το ίδιο και αρκετοί από τους υπόλοιπους θαμώνες που συμμετείχαν και αυτοί στην πορεία. Οι σερβιτόροι είχαν την καλοσύνη να προσφέρουν πετσέτες σε όλους τους μουσκεμένους, ενώ μια σφουγγαρίστρα άρχισε να πηγαινοέρχεται στον διάδρομο.
Σαν να είχε φύγει από ένα χώρο ξένο και που του προκαλούσε μια μικρή αμηχανία, ο υπάλληλος καλοδέχτηκε εκείνη την μικρή γωνία σαν ένα ουδέτερο έδαφος, και ίσως περισσότερο, σαν ένα υπαίθριο καταφύγιο. Αισθάνθηκε άνετα εκεί και δεν τον ενοχλούσε η στενότητα που προκαλούσαν τα διπλανά τραπέζια. Η ικανότητα για συζήτηση επανήλθε ακέραια και η κουβέντα με την κοπέλα κύλησε σε μια απαλή και ομοιόμορφη ροή θεμάτων, απόψεων, αστείων και πειραγμάτων.
Σε λίγο η απόσταση με την χτεσινή μέρα είχε διευρυνθεί πέρα από το κανονικό χρονικό διάστημα που της αναλογούσε. Έμοιαζε εβδομάδες πριν, μήνες. Απίστευτο το πόσο μια καλή στιγμή ξεθωριάζει ακόμα και τις μεγαλύτερες δυσκολίες, τις στέλνει στο χρονοντούλαπο των αποτυχημένων με μια ευκολία ζηλευτή, και τις αφήνει εκεί να ξεφτίζουν από αδιαφορία.
Ακόμα και τα συναισθήματα για το βιογραφικό του είχαν κατευνάσει, δεν σκεφτόταν ούτε αυτό ούτε τον κ. Βασιλείου, παρά μόνο όταν η κοπέλα πήγε κάποια στιγμή στην τουαλέτα και αυτός έμεινε μόνος στο τραπέζι. Τότε τους θυμήθηκε με κάτι που ίσως και να έμοιαζε με συμπάθεια, παράξενο, όταν μόλις χτες κατέστρεφε τον έναν και έβλεπε τον άλλον να ανηφορίζει προς τα γραφεία των τμηματαρχών.
Αν ο κ. Βασιλείου–υπάλληλος ήταν όπως είχε φανταστεί το βιογραφικό του, δεν το γνώριζε. Ο χαρακτήρας του χάρτινου κ. Βασιλείου ήταν δημιούργημα δικό του, τον είχε φτιάξει έτσι με κάποια δικά του εσωτερικά πρότυπα. Μετά την δυσάρεστη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα όμως θα τον γνώριζε από κοντά, και ίσως να αποδεικνυόταν κάποιος εντελώς διαφορετικός.
Αλλά προς το παρών παρέμενε ο γνωστός χάρτινος κ. Βασιλείου, και θα ήταν ο μοναδικός στην Εταιρία που θα γνώριζε και τα δύο ντουλάπια. Ο υπάλληλος ήξερε πως στο ντουλάπι των επιτυχημένων θα έβρισκε διαφορετικές συνθήκες, δεν θα ήταν όμως όπως το είχε φανταστεί, και τελικά θα απογοητευόταν οικτρά.
Αλλά τουλάχιστον εκεί μέσα θα ξαναέβρισκε τον κ. Διαμαντόπουλο, αφού το βιογραφικό του υπαλλήλου βρισκόταν εκεί τα τελευταία πέντε χρόνια, νεότερο φυσικά αλλά αρκετά ίδιο με αυτόν που είχε γνωρίσει. Θα ήταν κλεισμένος μόνος του σε ένα σκληρό πλαστικό ντοσιέ, όπως και οι άλλοι, όρθιος, ενταγμένος στην απόλυτη τάξη που βασίλευε στα χωράφια της προϊσταμένης. Θα τον έβρισκε να γκρινιάζει και να τσακώνεται με βιογραφικά που μιλούν στην εταιρική γλώσσα, αγανακτισμένο που δεν έχει κάποιον να μιλήσει για να περνά η ώρα στα σκοτάδια. Αλλά ήταν σίγουρος πως θα συναντιόντουσαν στο ίδιο ράφι με τον κ. Βασιλείου, είτε η μοίρα είτε το χέρι της προϊσταμένης είτε η φαντασία του θα τους ξαναέφερνε κοντά. Και τότε θα κατάφερναν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Δεν τους σκέφτηκε περισσότερο. Όσο η κοπέλα καθυστερούσε να επιστρέψει, σκέφτηκε την δικιά της προοπτική. Αν θα κατάφερνε να βρει εργασία τότε θα έμπαινε και αυτή στον ίδιο ρυθμό ζωής με τον δικό του. Την ημέρα θα εργαζόταν και τα βράδια θα μελετούσε. Αν δεν έβρισκε, θα αναγκαζόταν να παρατήσει την προσπάθεια της, ακόμα και τα σεμινάρια που είχε ξεκινήσει, και να επιστρέψει άπραγη στην γενέτειρα της. Και οι δύο πιθανοί δρόμοι του δημιουργούσαν μια μικρή μελαγχολία. Και στις δύο περιπτώσεις ο κοινός τους χρόνος θα ήταν από λίγος έως ανύπαρκτος.
Όταν αυτή ξαναγύρισε και έκατσε απέναντι του, η βροχή έξω είχε σταματήσει. Έπιασαν πάλι την κουβέντα και μετά από λίγο αποφάσισαν να την συνεχίσουν σε κάποια ταβέρνα.
Βγήκαν στον δρόμο και αποφάσισαν να μην πάρουν ταξί, δεν χρειαζόταν να πάνε κάπου μακριά. Θα περπατούσαν στους δρόμους και όποιο μαγαζί τους άρεσε θα έμπαιναν μέσα. Το πρότεινε ο υπάλληλος και αυτή συμφώνησε αμέσως.
Περπάτησαν έτσι, χωρίς να ξέρουν που πάνε και χωρίς να τους πολυενδιαφέρει. Η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει από την μπόρα και άφησαν την πόλη να τους οδηγήσει, όπως μια εξαιρετική χημεία μεταξύ τους οδηγούσε την συζήτηση τους.
Δεν υπάρχει κάτι άλλο ιδιαίτερο να προσθέσει κανείς, εκτός του το ότι ο υπάλληλος έβαλε μια φραγή στις σκέψεις που αφορούσαν τις επόμενες μέρες.
Δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να περπατά και να απολαμβάνει την βόλτα, δεν σκεφτόταν το μέλλον, δεν έκανε προγραμματισμούς, δεν απασχολούσε το μυαλό του με πνιγηρά συμπεράσματα.
Κρατά μόνο την σκέψη να της προτείνει να την συνοδέψει αύριο στο πατρικό της αλλά δεν το λέει ακόμα, το αναβάλλει συνεχώς για αργότερα. Ίσως να είναι και το τελευταίο πράγμα που θα της πει γιατί δεν σκοπεύει να αλλάξει την μορφή αυτής της στιγμής, που κυλά απλά και αυθόρμητα. Είναι ένα όμορφο ‘τώρα’ που το χρειάζεται, και αποφεύγει όσο μπορεί να το διακόψει με καθετί που αφορά ένα αβέβαιο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου