Κεφάλαιο 19

Ο υπάλληλος επέστρεψε στο γραφείο του, κάθισε, και έσκυψε λίγο μπροστά, ώστε να καλύπτεται από την οθόνη. Έπλεξε τις παλάμες του στο σβέρκο.
Δεν είχε ξεχάσει πως ήταν το χαμόγελο της αλλά κόντευε να ξεχάσει πόσο αναζωογονητικό ήταν. Και το γέλιο της που έβγαινε αυθόρμητο έσβηνε τα πάντα γύρω του και τον μαγνήτιζε. Τον χαλάρωνε και τον μάγευε, κάνοντας τον να λέει αβίαστα όσα αστεία μπορούσε.
Οι δέκα επτά ημέρες που είχαν περάσει από τότε που την είχε πρωτοδεί είχαν σχεδόν σβήσει την ανάμνηση αυτής της επιρροής. Είχε την εικόνα της, μπορούσε να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της, αλλά η πραγματική επίδραση επάνω του κόντευε να εξαλειφθεί τελείως από τον χρόνο που περνούσε μουντός και διαβρωτικός. Τώρα θυμόταν ξανά.
Και τι όμορφα που αντιδρούσε και αυτή έτσι που συζητούσαν απλά, σαν να είναι γνωστοί από καιρό και μην αφήνοντας την κουβέντα να πέσει. Και πόσο φυσικά είχαν φτάσει σε θέματα που δεν ξανοίγεσαι εύκολα, όπως αυτό της διαδήλωσης από την μεριά της και του τρόπου που μιλούσε αυτός από την μεριά του, προσωπικά θέματα, σαν να υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ τους ενώ ήταν μόλις η δεύτερη φορά που βλεπόντουσαν. Και πόσο φυσικά είχαν καταλήξει στην συμφωνία να ξαναβρεθούν, κάτω από προσχήματα βέβαια, αλλά δεν έπαυε να είναι μια διαβεβαίωση πως θέλουν και οι δύο να τα ξαναπούν.
Κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή και κόντευε 12. Πρέπει να είχαν καθίσει μαζί πέντε με έξι λεπτά, και όμως, τέτοια λεπτά μέσα στην υπόλοιπη μέρα δεν θα ξαναϋπήρχαν. Όπως δεν υπήρχαν και τις προηγούμενες μέρες, όπως δεν υπήρχαν και τους προηγούμενους μήνες. Όσα διαφορετικά λεπτά και να περνούσαν, ακόμα και να τα μάζευε όλα μαζί και να τα έστυβε σε μια μεγάλη πρέσα, τέτοιο απόσταγμα σαν αυτό τον πέντε λεπτών που μόλις είχαν περάσει δεν θα έβγαινε.
Την φαντάστηκε στο γραφείο του Τμηματάρχη και υπολόγισε πόση περίπου ώρα θα κρατούσε η συνέντευξη. Έλπιζε να τα καταφέρει.
Του πέρασε από το μυαλό να βγει από το γραφείο του και να αρχίσει να κυκλοφορεί τυχαία κάπου στο διάδρομο ή στο σαλονάκι, για να την ξαναδεί όταν φεύγει. Ίσως ξαναμιλούσαν λίγο. Αλλά ήδη τον είχε δει μια φορά η προϊσταμένη να κάθεται αδικαιολόγητα εκτός γραφείου και δεν ήθελε να της δώσει άλλα δικαιώματα, φτάνει που την είχε γλυτώσει έτσι φτηνά μέχρι τώρα.
Έδιωξε την επιθυμία και συλλογίστηκε το ραντεβού που είχαν κλείσει.
Η συμφωνία τους να ξαναβρεθούν τον έκανε να θέλει να τραβήξει την άλλη Κυριακή πιο κοντά, αλλά ήταν τόσες πολλές οι μέρες μέχρι τότε που του φαινόταν ακατόρθωτο. Εκείνη η μέρα θα ερχόταν βασανιστικά αργά. Το να προσπαθούσε να περάσει γρήγορα αυτός ο χρόνος θα ήταν σαν να προσπαθούσε να τραβήξει ένα ολόκληρο τρένο με τα χέρια.
Σήμερα, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: έντεκα ολόκληρες ημέρες. Ίσως να περνούσαν γρηγορότερα αν διέφεραν η μία από την άλλη, αλλά η μόνη τους διαφορά ήταν στο όνομα. Θα περνούσαν πολύ δύσκολα.
Την Κυριακή της συνάντησης θα είχε ώρες αφοσίωσης και προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα έβρισκε τον απαραίτητο χρόνο. Το απόγευμα θα ήταν ελεύθερος και θα μπορούσαν να κανονίσουν κάτι τότε. Αλλά δεν ήταν σίγουρος πως η εργασία του θα τελείωνε μια συγκεκριμένη ώρα –εξαρτιόταν πάντα από το μέγεθος της δουλειάς που έπρεπε να βγει. Αλλά και η κοπέλα ίσως να μην μπορούσε το απόγευμα. Δεν μπορούσε να ξέρει τι θα προκύψει σε αυτές τις έντεκα ημέρες.
Θα ζητούσε άδεια το πολύ πολύ, αν και θα δυσκολευόταν να την πάρει. Δεν τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή πόσες λίγες μέρες του είχαν απομείνει, και οι εξετάσεις του πανεπιστημίου έμοιαζαν ξαφνικά δευτερεύουσας σημασίας. Ίσως προφασιζόταν ασθένεια, κάτι θα σκαρφιζόταν, αν και καλό θα ήταν να είναι προσεκτικός μετά από την σημερινή του καθυστέρηση.
Κι αν κάτι πήγαινε στραβά εκείνη την ημέρα; Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούσε να την συναντήσει θα έπρεπε να περιμένει άλλη μια εβδομάδα επιπλέον, ίσως και δύο, μέχρι την επόμενη ελεύθερη Κυριακή που δεν θα χρειαζόταν να δουλέψει. Καθημερινές ήταν αδύνατον με τα τόσο γεμάτα τα προγράμματα τους και υπήρχε ακόμα μόνο το αμφίβολο απόγευμα του Σαββάτου, προς βράδυ.
Σταμάτησε τις σκέψεις και άνοιξε την αίτηση εργασίας της στο σύστημα. Σημείωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της στο κινητό του, μη τυχόν και το ξεχάσει.
Θα μπορούσαν τουλάχιστον να τα λένε τηλεφωνικώς, ναι, αν και αυτό φάνταζε λίγο γιατί αυτός ήθελε να την ξαναδεί. Είχε όμως στα χέρια του τον τρόπο επικοινωνίας, και πάνω απ’ όλα την συγκατάβαση της για επικοινωνία, και δεν υπήρχε έτσι περίπτωση να μην ξαναμιλήσουν, έστω μία φορά ακόμα.
Αλλά αυτός ήθελε να την ξαναδεί. Και δεν ήξερε πόσες φορές τελικά θα τα κατάφερνε να την συναντήσει, ακόμα κι αν είχε όλες του τις Κυριακές ελεύθερες, αν η κοπέλα δεν έβρισκε δουλειά και σε ένα μήνα αναγκαζόταν να φύγει.
Το στομάχι του τον ανάγκασε να σκύψει περισσότερο, από ένα μεγάλο κάψιμο.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή και την ξεφύσηξε αργά και αθόρυβα. Αλλά το στομάχι επέμενε και αναγκάστηκε να βγάλει ένα χάπι από το συρτάρι. Το κατάπιε μονομιάς, χωρίς νερό.
Το δεξί του χέρι, αυτό που έβαλε το χάπι στο στόμα, ακούμπησε πρώτα στην άκρη του γραφείου. Μετά σύρθηκε στο πλαϊνά του πληκτρολογίου. Συνέχισε έτσι μέχρι που έφτασε στην στοίβα με τα καινούργια βιογραφικά. Άγγιξε το τελευταίο, αυτό, το καλύτερο, που το είχε βάλει κάτω από τα άλλα για να μην το βλέπει.
Είχαν συμφωνήσει με την κοπέλα να βρεθούν με πρόφαση κάποια διαδήλωση. Της είχε πει πως δεν ήταν κατά των διαδηλώσεων και ήταν αλήθεια, τις υποστήριζε και καταλάβαινε τα δίκια τους. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελε να συμμετέχει κι αυτός, γιατί αυτός ήταν πια από την μεριά της σταθερότητας. Θα πήγαινε μόνο και μόνο για να την ξαναδεί, αν ήταν απόλυτη ανάγκη και μόνο αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Αλλά μετά τον σημερινό πανικό που είχε πάθει και την απόφαση να μην ρισκάρει το μέλλον του, ήταν φανερό πως δεν ήθελε πια να συμμετέχει σε τέτοιου είδους κινήσεις.
Το χέρι του άφησε το βιογραφικό που άγγιζε.
Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα. Είχε ακόμα την δουλειά του, θα ξαναέβλεπε την κοπέλα, και ίσως να κατάφερναν να κρατήσουν τουλάχιστον μια επαφή μεταξύ τους αν όχι κάτι περισσότερο, μέχρι να καλυτερέψουν τα πράγματα. Αλλά η κοπέλα θα έπρεπε να βρει μια εργασία, τώρα, μέσα στην καταιγίδα της ανεργίας, ώστε να μην υποχρεωθεί να φύγει.
Του περνούσε φυσικά από το μυαλό να καταστρέψει το βιογραφικό του καινούργιου, αυτού που κατά πάσα πιθανότητα θα έπαιρνε την θέση. Δεν ήταν τίποτα, τα βιογραφικά που έρχονται ιδιοχείρως ήταν τα πιο εύκολα θύματα, το μόνο που γνωρίζει η προϊσταμένη είναι πως ήρθε κάποιος υποψήφιος και συμπλήρωσε μια αίτηση εργασίας. Μπορεί απλά να καταβροχθίσει το βιογραφικό του ο καταστροφέας εγγράφων και αυτός να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο, φτωχότερο, εκτυπώνοντας ένα από τα εκατοντάδες παλιότερα βιογραφικά που υπάρχουν στο σύστημα και πλαστογραφώντας μια αίτηση εργασίας, λέγοντας στην προϊσταμένη ‘να, αυτός ήταν που ήρθε’, και έχοντας πάντα ρωτήσει διακριτικά τον υποψήφιο μήπως τυχόν έχει κάποιον δικό του στην Εταιρία, μήπως δηλαδή είναι κάποιος κύριος Τάδε.
Αλλά δεν το έκανε γιατί ήταν ακόμα επηρεασμένος από την χτεσινοβραδινή λαχτάρα και γιατί αισθανόταν μια μικρή αισιοδοξία, απόρροια της θετικής του συνάντησης με την κοπέλα. Το χαμόγελο της ήταν σαν σφραγίδα στην όραση του. Το έβλεπε στα γραφεία των συναδέλφων, το έβλεπε στους τοίχους, το έβλεπε όπου κοιτούσε και όλα γινόντουσαν πιο υποφερτά. Μπορούσε να τα αντέξει και να περιμένει μέχρι την άλλη Κυριακή.
Δεν το έκανε γιατί εκείνη τη στιγμή πέρασε η προϊσταμένη από μπροστά του και πήγε στο γραφείο της χωρίς να του πει κουβέντα, ρίχνοντας του μόνο μια αυστηρή ματιά από το πλεξιγκλάς του διαδρόμου καθώς ερχόταν. Αυτός απομάκρυνε το χέρι του από την στοίβα και άρχισε να εργάζεται στον υπολογιστή, χωρίς όμως να μπορεί να συγκεντρωθεί. Όσο επιμελής ήταν πριν από την συνάντηση, τόσο αφηρημένος και αδέξιος ήταν τώρα.
Δεν το έκανε ούτε όταν η προϊσταμένη σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε και, αφού απάντησε, το έκλεισε και έφυγε από το γραφείο της. Πήγαινε στον Τμηματάρχη που είχε τελειώσει την συνέντευξη με την κοπέλα και ζητούσε από την προϊσταμένη να την συνοδεύσει ξανά, αυτή τη φορά στην έξοδο της Εταιρίας.
Δεν το έκανε ούτε κάθε φορά που κοιτούσε τον ηλικιωμένο υπάλληλο απέναντι του και που εργαζόταν πυρετωδώς, σαν να προσπαθούσε, ίσως, να τους αποδείξει πως ακόμα τα καταφέρνει περίφημα, και πως δεν υπήρχε λόγος να τον πετάξουν σε έναν κόσμο που δεν ήξερε πια πως είναι.
Όταν όμως η προϊσταμένη επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά, ολοκληρώνοντας το καθήκον της και παίρνοντας την θέση της στην γωνία της αίθουσας, που την διαχώριζε από τους άλλους με πλαστικές τζαμαρίες, ήξερε πως αυτή τη στιγμή η κοπέλα βρισκόταν έξω από την Εταιρία, και ξαφνικά οι τοίχοι άρχισαν να βαραίνουν πολύ, η χαμογελαστή σφραγίδα να ξεφτίζει από τον σοβά τους και να αποκαλύπτει πόσο άδειοι ήταν. Πόσο κρύοι, μονότονοι, αφόρητοι. Και όσο περνούσε η ώρα αυτοί χειροτέρευαν, γινόντουσαν όλο και πιο καταθλιπτικοί, και αυτός ίσα που συγκρατούσε τα πόδια του με τις νωπές κάλτσες για να μην τρέξει έξω.
Το έκανε γιατί εκείνη η σκοτεινή ερημιά μέσα του που είχε ξεχαστεί όταν της μιλούσε επέστρεψε απειλητική και αδηφάγα. Γιατί είχαν περάσει δυο ώρες από την στιγμή που αποχώρησε από την συνέντευξη και αυτός ακόμα δεν είχε καταφέρει να κάνει ούτε μία από τις εργασίες του, παρά μόνο κοιτούσε την οθόνη και έκανε πως πληκτρολογούσε.
Το έκανε γιατί ο πιο σίγουρος τρόπος να την βλέπει ήταν να δουλεύουν μαζί, στα ίδια γραφεία.
Συγκράτησε τα καινούργια βιογραφικά από την κορυφή της στοίβας και τράβηξε απότομα το άριστο βιογραφικό από τον πάτο. Το έβαλε στα αριστερά του, όσο πιο μακριά γινόταν από την ματιά της προϊσταμένης.
Η ώρα συνέπεσε με αυτή του φαγητού. Όλοι οι συνάδελφοι αποχώρησαν και η αίθουσα άδειασε. Εκτός από την προϊσταμένη και την εξεταστική ματιά της, που σήμερα πήγαινε επάνω του πολύ συχνά, συχνότερα απ’ ότι συνήθως. Μόνο που αυτή δεν σηκώθηκε από την καρέκλα της και συνέχισε να εργάζεται, ώσπου απέμειναν μόνοι τους στα άδεια γραφεία, όταν όλοι οι άλλοι βρισκόντουσαν στο εστιατόριο της Εταιρίας.
«Δεν θα πάτε για φαγητό;» τον ρώτησε.
«Όχι».
Δεν πεινάτε;
Πεινάω.
Αλλά;
Δεν έχω επιθυμία για φαγητό.
Μάλιστα.
Εσείς;
Όχι, δεν βλέπετε; Κάθομαι εδώ και περιμένω την ανοησία σας.
Δεν θα την δείτε, θα περιμένω να φύγετε πριν καταστρέψω το βιογραφικό.
Μα δεν μπορώ να ξέρω τι κάνετε, ακόμα κι αν σας δω να το καταστρέφετε.
Καλύτερα να φυλάω τα ρούχα μου.
Είστε παράλογος.
Είμαι προσεκτικός.
Όχι, είστε παράλογος.
Ίσως έρθετε πάνω από το κεφάλι μου την ώρα που το καταστρέφω.
Δεν θα προλάβω.
Ίσως μου πείτε να σταματήσω αμέσως. Την ώρα που είναι μισοκαταστρεμένο.
Θα κάνετε πως δεν ακούτε.
Βλέπετε πόσο κουρασμένος είμαι, ίσως περιμένετε κάποιο λάθος μου.
Φαίνεστε κουρασμένος από καιρό, αν ήταν θα είχατε κάνει ήδη λάθη.
Έχετε δίκιο.
Το ξέρω.
Αλλά δεν έχω κάνει λάθη...
Ακριβώς.
Όμως, είπατε πως περιμένετε την ανοησία μου.
Φυσικά.
Και με παρατηρείτε διαρκώς.
Δουλειά μου είναι.
Αλλά δεν μπορείτε να ξέρετε τι κάνω.
Ακριβώς.
Επιτρέψτε μου τότε να συνεχίσω.
Όπως νομίζετε.
Ο υπάλληλος το πήρε απόφαση και πλαστογράφησε μια αίτηση εργασίας. Εκτύπωσε ένα άθλιο βιογραφικό από το σύστημα. Σαν να ήξερε από πριν τι επρόκειτο να κάνει, ή σαν να μην τον είχαν υπακούσει τα χέρια του όταν έπρεπε να το κάνει, δεν είχε καταχωρήσει ποτέ την αίτηση εργασίας του άριστου υποψήφιου στο σύστημα. Στην βάση δεδομένων, πολύ απλά, ο υποψήφιος δεν υπήρχε.
Έβαλε το πλαστό βιογραφικό στην στοίβα και πήρε το κανονικό στα χέρια. Αλλά πριν το καταστρέψει τελείως, ένοιωσε την ανάγκη για μια επιβεβαίωση ακόμα, πριν να είναι οριστική η εξαφάνιση του.
Αυτό που είχε σκεφτεί νωρίτερα ήταν τρελό αλλά δεν έφευγε από το μυαλό του. Η πιθανότητα που είχε σκεφτεί όταν ξέπλενε το πρόσωπο του στην τουαλέτα ήταν υπερβολική, την είχε διώξει με ένα απότομα τίναγμα του κεφαλιού. Η προϊσταμένη δεν μπορούσε να γνωρίζει τι κάνει αυτός με τα βιογραφικά. Ακόμα κι αν τον έχει υποψιαστεί, δεν μπορεί να του είχε στήσει τέτοια παγίδα.
Χρειαζόταν μια επιβεβαίωση πως όλα είναι φυσιολογικά και ότι αυτός μπορούσε να συνεχίσει ήσυχος το καταστροφικό του έργο. Ήθελε να καθησυχάσει τον εαυτό του πως όλα είναι εντάξει πριν παραποιήσει και αυτό αλλά και όλα τα επόμενα βιογραφικά που θα κατέφταναν, με σκοπό να στείλουν την κοπέλα στο σπίτι της.
Με το βιογραφικό του καινούργιου στο χέρι και την ματιά της προϊσταμένης επάνω του, ο υπάλληλος άνοιξε το ντουλάπι.
Όλα όμως ήταν όπως πάντα, δεν έβλεπε κάτι διαφορετικό.
Και ο Κρεμασμένος ήταν όπως πάντα, στο δεύτερο ράφι, ατσαλάκωτος, όπως τον θυμόταν.
Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια το παράλογο σενάριο. Δεν μπορούσε η προϊσταμένη να είχε αποκαταστήσει το ντουλάπι. Η σωματική και ψυχική του ταλαιπωρία τον είχε κάνει καχύποπτο στα όρια του ψυχωτικού.
Ο Κρεμασμένος ήταν όπως πάντα.
Αλλά ο υπάλληλος δεν πρόσεξε πως αυτή τη φορά ήταν κρεμασμένος ανάποδα, όχι κρατημένος από το υποσέλιδο αλλά από την κεφαλίδα, ούτε και μπορούσε να θυμάται φυσικά πως ήταν κρεμασμένος τόσους μήνες για να καταλάβει την διαφορά τώρα. Είχε μόνο την εικόνα μιας κρεμασμένης σελίδας στο μυαλό του.
Έκλεισε το ντουλάπι, γύρισε στον καταστροφέα εγγράφων και κατάστρεψε μια για πάντα το άριστο βιογραφικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου